Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Λεονάρδο Παδούρα: Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά

Μετάφραση: Κώστας Αθανασίου (Εκδόσεις Καστανιώτη)
Το βιβλίο του Λεονάρδο Παδούρα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (και θα το πούμε για άλλη μια φορά ακόμα, η καλύτερη λογοτεχνία των τελευταίων 50 χρόνων γράφεται στην ισπανική γλώσσα) μπορεί να διαβαστεί και ως πολιτικό θρίλερ και ως ιδεολογικοπολιτικό μανιφέστο καταγγελίας της πιο φρικαλέας ουτοπίας που γνώρισε ο κόσμος, της πολιτικής θεολογίας του σοβιετικού κομμουνισμού. 
Λεονάρδο Παδούρα
Η δολοφονία του Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ, δεν μπορεί να ιδωθεί με άλλον τρόπο παρά ως μια ακόμα στιγμή στην πραγμάτωση της ουτοπίας με κάθε μέσο από τους στυγνούς εκπροσώπους της, ένας από τους οποίους φυσικά υπήρξε και ο Τρότσκι, θύτης και θύμα συγχρόνως, όπως τόσοι άλλοι, του πολιτικού τέρατος με μεταφυσικό μανδύα που υπηρέτησε στην ζωή του. Ο Παδούρα εικονογραφεί με ακρίβεια την εποχή του σταλινικού ολοκληρωτισμού, την εποχή της γένεσης των τεράτων. 
Λέων Τρότσκυ
Το βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί επειγόντως από κάθε εναπομείναντα νοσταλγό ή αφελή υποστηρικτή της μεταφυσικής ουτοπίας του «δήθεν καλύτερου κόσμου» στο εντεύθεν, κινείται σε τρία επίπεδα: εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές και τις σκέψεις του Τρότσκι που κυνηγημένος από την μανία του Στάλιν περιφέρεται αναζητώντας κάποια φωλιά ασφαλείας που δεν υπάρχει σε ολόκληρο τον κόσμο, την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, του Ισπανού εκτελεστή του, έναν ασήμαντο άνθρωπο ιστορικά που μεταπλάθεται σε μαριονέτα και εκτελεστικό όργανο της σταλινικής εξουσίας, και του απόηχου της ιστορίας αυτής στη σύγχρονη Κούβα, άλλη μια απόπειρα εγκαθίδρυσης μεταφυσικής πολιτικής ουτοπίας μέσω της παράλληλης αφήγησης και της τραγικής ιστορίας του Ιβάν που γνώρισε τον Μερκαντέρ και συγκλονίστηκε οδηγούμενος σε έναν θάνατο εξ αντανακλάσεως, ένα ακόμα θύμα της σταλινικής παράνοιας.
Η ιστορία του 20ου αιώνα είναι η σύγκρουση δύο ολοκληρωτικών φαινομένων που κινητοποίησαν τον κόσμο συνθλίβοντας την ατομική ύπαρξη του ανθρώπου. Μετά την ήττα και των δύο, η ατομικότητα του ανθρώπου προβάλλει ως η μοναδική κληρονομιά που οφείλουμε να προασπιστούμε από κάθε λογής μεταφυσική εικασία που εκφέρει πολιτικό λόγο, μεταβάλλοντας την πραγματικότητα σε «εικονική πραγματικότητα» (σ. 98) Αν αποδεχτείς πως υπάρχει αυτή η εικονική πραγματικότητα, δηλαδή κάτι άλλο πέρα από το υπαρκτό που οφείλεις κινούμενος από κάποια μεταφυσική ορμή να παλέψεις τότε μπορείς να δικαιολογήσεις κάθε ενέργεια και μέσο που υπηρετεί τον σκοπό αυτό όσο ποταπή κι αν είναι, αφήνεσαι στην αποδοχή της άποψης πως «Το Κόμμα έχει πάντα δίκιο, και αν δεν το καταλαβαίνεις δεν έχει σημασία, πρέπει υπακούς» (σ. 108). Αυτό σε συνδυασμό με μια ισχυρή προσωπικότητα που προκαλεί τον φόβο και στηρίζεται σ’ αυτόν για να εμπεδώσει την κυριαρχία του (αλλά πίσω από την κυριαρχία της προσωπικότητας υπάρχει η σκιά της υπερκυριαρχίας της Ιδέας), διαμορφώνει τους εκτελεστές του Στάλιν και τους εκτελεστές των εκτελεστών του Στάλιν κ.ο.κ. 
Επομένως μπορούμε να σταθούμε κριτικά απέναντι στην διαπίστωση του Τρότσκι πως αυτό που κατηγορούσε τον εαυτό του, η έλλειψη ρεαλισμού και πολιτικής διορατικότητας απέναντι στο φαινόμενο Στάλιν, αρκεί να εξηγήσει την πολιτική του συντριβή. Ο Τρότσκι μοιραζόταν τις ίδιες ιδέες με τον Στάλιν, τις είχε εφαρμόσει μάλιστα  κατά την εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης, αλλά η πολιτική αδεξιότητα του (δεν υπήρξε τόσο σταλινικός όσο ο Στάλιν) την κρίσιμη ώρα τον άφησε χωρίς συμμάχους τον καιρό της διαδοχής του Λένιν, αναρωτιέται μάλιστα: «Πώς δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ένας  άνθρωπος με τέτοιο βλέμμα ερπετού ήταν ένα ον εξαιρετικά επικίνδυνο;»  Δεν ήταν όμως η κακή φύση του Στάλιν που εξόντωσε όλους τους παλιούς μπολσεβίκους, χιλιάδες κομμουνιστές, και ανθρώπους κάθε εθνικότητας στην πολυεθνική Σοβιετική Ένωση, αν και η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του γεωργιανού δεν μπορεί να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο, αλλά κυρίως ήταν η παράνοια της ιδέας πως υπάρχει ένας άλλος καλός και αγαθός  κόσμος στη θέση αυτού που είναι εφικτός, είναι η μοχθηρή ιδέα της αταξικής κοινωνίας, του σοσιαλισμού/κομμουνισμού που ως δολοφονικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε από τους σοβιετικούς ηγέτες και τους μιμητές τους. Ένας τέτοιος μιμητής υπήρξε και ο Ραμόν Μερκαντέρ ο οποίος με την κατάλληλη χειραγώγηση θα μεταλλαχθεί, θα αλλάξει ταυτότητα στην κυριολεξία προκειμένου να εισέλθει στον εσώτερο κύκλο του Τρότσκι και στην κατάλληλη στιγμή να δολοφονήσει τον εχθρό της επανάστασης. Είναι ίσως οι κορυφαίες στιγμές αυτές του βιβλίου του Παδούρα όπου περιγράφεται η σχέση του Ραμόν με τη μοχθηρή μητέρα του Καριδάδ (ποτέ άλλοτε τέτοια απόσταση δεν υπήρχε σε ένα όνομα από το περιεχόμενο του!), άλλο τέρας κι αυτό του σταλινικού φαινομένου, και στη συνέχεια η εκπαίδευση του, η μεταμόρφωση του σε ένα είδος μαριονέττας που ανά πάσα στιγμή ήταν έτοιμο να υπακούσει στα νεύματα του καθοδηγητή του Κάτοφ, της άλλης σκοτεινής προσωπικότητας που θα καθορίσει την ύπαρξη του Ραμόν στην πορεία προς την άβυσσο.
Τι ήταν εκείνο που χαρακτηρίζει το σταλινικό φαινόμενο και οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπων στην καταστροφή; Στη σκέψη του Παδούρα υπάρχει μόνο μία λέξη: ο φόβος. Ο φόβος ήταν αυτός που παρέλυε τα θύματα του σταλινισμού, αλλά και τους θύτες. Ο Μπουχάριν γυρνά από την εξορία στην Ρωσία, βέβαιος φυσικά πως πρόκειται να συλληφθεί, να δικαστεί στις περιβόητες στημένες δίκες της Μόσχας και να εκτελεστεί, λέγοντας «Γυρίζω από φόβο». Είναι αποκαλυπτικά οι σκέψεις που ο Παδούρα βάζει στον Τρότσκι: «Ο Στάλιν είχε δηλητηριάσει την τελευταία γωνιά της ψυχής της επανάστασης και το μόνο που θα είχε πλέον να κάνει ήταν να καθίσει να δει να έρχεται το ψυχορράγημά της, αύριο, σε δέκα χρόνια, σε είκοσι χρόνια. Η μόλυνση όμως ήταν μη αντιστρεπτή και μοιραία» (σ. 187). Αυτή η ιδέα επανέρχεται διαρκώς στο μυαλό του Τρότσκι, που ωστόσο ούτε μια στιγμή δεν αναρωτιέται για το τι γέννησε τον σταλινικό φόβο, και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την ίδια την πίστη στη σοσιαλιστική ιδέα και την βούληση να υπάρξει ένα ιστορικό προηγούμενο που θα ανέτρεπε την κοινωνική ανισότητα. Αν το Κόμμα έχει πάντα δίκιο, τότε αυτός που εκφράζει τη συνείδηση και τη φωνή του Κόμματος, ο Ηγέτης, έχει φυσικά δίκιο, και διαθέτει εξουσία ζωής ή θανάτου πάνω σε όλους τους ανθρώπους τους οποίους βουλιάζει στον φόβο και το αίμα για να δικαιολογεί και την δικιά του παρουσία στην Ιστορία: «Η τρομοκρατία και η καταστολή εγκαθιδρύονταν ως πολιτική μιας κυβέρνησης που τοποθετούσε τον διωγμό και το ψέμα ως μεθόδους του κράτους και ως τρόπο ζωής για το σύνολο της κοινωνίας» (σ. 310). Το βιβλίο του Λεονάδρο Παδούρα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί οι «Δαιμονισμένοι» του 21ου αιώνα, όχι μονάχα για το πολιτικό του περιεχόμενο αλλά και την βαθιά υπαρξιστική ανάλυση που περιλαμβάνει, διάχυτη σε όλο το εύρος του, με χαρακτηριστικότερη την ομολογία του Κάτοφ προς τον Ραμόν, που συμπυκνώνει την παράνοια του σταλινισμού  και τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε εργαλεία μίσους και τρόμου: «Κοίτα, υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που μου δίδαξαν με το που μπήκα στην Τσεκά: οι άνθρωποι εναλλάσσονται, αντικαθίστανται. Το άτομο δεν είναι μια ανεπανάληπτη μονάδα, αλλά μια έννοια που αθροίζεται με τα υπόλοιπα άτομα και σχηματίζουν όλα μαζί τη μάζα, που, ναι, είναι πραγματική. Ο άνθρωπος όμως όσο είναι άτομο δεν είναι ιερός και ως εκ τούτου δεν είναι αναντικατάστατος. Γι’ αυτό έχουμε επιτεθεί σε όλες τις θρησκείες και ειδικά στον χριστιανισμό που λέει αυτή τη βλακεία, ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Αυτό μας επιτρέπει να είμαστε ανηλεείς, να απαλλαγούμε από τη συμπόνοια που δημιουργεί κάθε είδους ευσέβεια: η αμαρτία δεν υπάρχει…Το όνειρο έχει σημασία, όχι ο άνθρωπος, και ακόμα λιγότερο το όνομα. Κανένας δεν είναι σημαντικός, όλοι είμαστε αναλώσιμοι» (σ. 338). Αφ’ ης στιγμής οι άνθρωποι πιστέψουν πως είναι όργανα της ιστορίας και της εκπλήρωσης κάποιου ανωτέρου ιδανικού, τότε είναι προετοιμασμένοι να επιτελέσουν οποιαδήποτε φρικαλεότητα στο όνομα ακριβώς αυτού του ιδανικού που έχει οντολογικά ανατιμηθεί και ενδυθεί κανόνα πίστεως. Η συμπόνοια σ’ αυτό το σύμπαν είναι λοιπόν περιττή.  Κάπου κάπου όμως μια ρωγμή ανοίγει και τακτοποιούνται οι λογαριασμοί με την ιστορία, μονάχα όμως σε προσωπικό επίπεδο. 
Αυτό διαφαίνεται στην ιστορία του Ιβάν ο οποίος γνωρίζει προσωπικά τον Ραμόν Μερκαντέρ
Ο Ραμόν Μερκαντέρ με το παράσημο του ήρωα της εργατικής τάξης
εξόριστο πλέον στην Κούβα και του διηγείται την ιστορία του προκειμένου να την καταγράψει σε βιβλίο. Η σχέση του Ιβάν με το Ραμόν ανοίγει στον Παδούρα τη δυνατότητα να μιλήσει για τη συμπόνοια ως συναίσθημα όχι μόνο ανθρώπινο αλλά και βαθιά πολιτικό το οποίο, σε αντίθεση με τον φόβο και το δέος, φέρει τον ένα άνθρωπο να κατανοεί τον άλλο: «Όταν διάβασα αυτά τα χαρτιά και είχα μια πλήρη εικόνα για το τι είχε κάνει ο Ραμόν Μερκαντέρ, ένιωσα αηδία. Αλλά επιπλέον ένιωσα και συμπόνοια γι’ αυτόν, για τον τρόπο που τον είχαν χρησιμοποιήσει, για τη ντροπή που του προκαλούσε να είναι αυτός που ήταν. Το ξέρω πια, ήταν ένας δολοφόνος και δεν αξίζει συμπόνοια, αλλά ακόμα δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτήν, γαμώτο!» (σ. 673)

Θα μπορούσε κανείς να αισθανθεί συμπόνοια για τον Στάλιν; Δεν θα μάθουμε ποτέ τι αισθάνονταν γι’ αυτόν τα θύματα των δικών της Μόσχας. Μπορεί να αισθανθεί κανείς συμπόνοια για τον δήμιο του; Μόνο αν κατανοηθεί πως κι αυτός υπήρξε θύμα, θύμα της ίδιας της Ιδέας και της ιστορικής της αποστολής, του μεταφυσικού τέρατος που τους κατάπιε όλους, και αυτόν ακόμα τον Στάλιν, έστω μετά θάνατο, όταν γκρεμίστηκε όλος ο κόσμος-φυλακή που έχτισε για τον εαυτό του και τον λαό του. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την διαρκή πολιτική εκπαίδευση και μόρφωση των κατοπινών γενιών γύρω από την δολιότητα της Ιδέας εκείνης που οδήγησε στο χαμό εκατομμύρια απλούς ανθρώπους. Το γεγονός πως σήμερα μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα και να σκεφτόμαστε ελεύθερα φανερώνει την ήττα της Ιδέας, αλλά για να συμβεί αυτό έπρεπε να θυσιαστούν άνθρωποι σε όλη την οικουμένη. Η συνειδητοποίηση αυτή ίσως εμποδίσει κάθε σκέψη αναζωπύρωσης της εγκόσμιας ουτοπίας. Το βιβλίο του Λεονάρδο Παδούρα αποτελεί σημαντική συμβολή σ’ αυτό και ουσιαστικό πολιτικό εργαλείο που πρέπει να μελετάται. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: