Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Συνέντευξη Πέτρου Μάρκαρη στις εκδόσεις Εν Πλω.

Ο σπουδαίος συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης σε συνέντευξη που έδωσε στον Βασίλη Αργυριάδη των πολύ σημαντικών θεολογικών εκδόσεων Εν Πλω. Μια από τις χαρακτηριστικές ατάκες του Μάρκαρη είναι πως για την κρίση δεν μας φταίει η Γερμανία για τα δικά χάλια. Αναφέρει επίσης την επίσκεψη του σε ένα σχολείο στη Γαλικία της Ισπανίας όπου βραβεύτηκε σχολιάζοντας με δέος την βιβλιοθήκη του σχολείου, κάνοντας φυσικά τις απαραίτητες πλην όμως θλιβερές συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα του συστήματος παιδείας που ωθεί τους νέους όχι στις βιβλιοθήκες αλλά στην παπαγαλία. Επίκαιρος και καυστικός, δίκαιος και λογικός, ο Μάρκαρης αποτελεί εθνικό κεφάλαιο σωφροσύνης. Μια φωνή που πρέπει ν' ακούγεται.

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Μάρθα Νουσμπάουμ: Η νέα θρησκευτική αδιαλλαξία. Υπερνικώντας την πολιτική του φόβου σε μια εποχή ανησυχίας.

Martha Nussbaum: The new religious intolerance (The Belknap Press of Harvard University Press, 2013)
Προσπαθώντας η Μάρθα Νουσμπάουμ να αντιμετωπίσει την ισλαμοφοβία, όπως αντιλαμβάνεται η ίδια πως υπάρχει κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την 11/9, καταφεύγει σε επιχειρήματα από την ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Σωκράτη και των νεώτερων φιλελεύθερων στοχαστών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, αυτή η προσέγγιση που προτείνει πρέπει να συνδυάζει τα εξής στοιχεία: 1) Πολιτικές αρχές που εκφράζουν ίσο σεβασμό για όλους τους πολίτες, 2) Αυστηρά ριζοσπαστικό στοχασμό που ξετρυπώνει και κριτικάρει αντιφάσεις, ιδιαίτερα εκείνες που προσλαμβάνουν τη μορφή εξαίρεσης για κάποιον, παρατηρώντας την ακίδα στον οφθαλμό του άλλου και όχι τη δοκό στο δικό του οφθαλμό και 3) τη συστηματική καλλιέργεια του «εσώτερου οφθαλμού», την φαντασιακή ικανότητα που μας επιτρέπει να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός προσώπου με διαφορετική θρησκεία και εθνότητα.

Στη ρίζα της έλλειψης κατανόησης του άλλου σε μια σύγχρονη κοινωνία όπως αυτή των ΗΠΑ βρίσκεται ο φόβος. Για να τον αντιμετωπίσει χρειάζεται, μας λέει , να συνδυαστούν τρία πράγματα: υγείες αρχές που εμπεριέχουν σεβασμό προς την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, επιχειρήματα που δεν εξυπηρετούν τις επιθυμίες μας, στοχεύοντας κάποιο νομιζόμενο ελάττωμα στη μειονότητα το οποίο είναι πανταχού παρόν στην κουλτούρα της πλειονότητας, και μια αξιοπερίεργη και συμπαθητική φαντασία. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, η Νουσμπάουμ επισημαίνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις ευρωπαίων και αμερικανών στο ζήτημα της ενσωμάτωσης και πολιτικής συμπεριφοράς έναντι των μεταναστών και των θρησκευτικών ή εθνικών μειονοτήτων. Οι ευρωπαίοι, σε αντίθεση με τους αμερικάνους, δεν ανέπτυξαν νομικά πλαίσια που επέμεναν στην ακριβοδικεία έναντι των μειονοτήτων σε ζητήματα όπου η πλειονότητα νομοθετεί, και ακόμα στην βαθμιαία προσαρμοστικότητα σε πρακτικές που υιοθετούν οι μειονότητες. Στην πολιτική ιστορία διακρίνει δύο βασικές τάσεις: η μια έχει την προέλευση της στον Άγγλο φιλόσοφο του 17ου αιώνα Τζων Λοκ, ο οποίος ισχυρίζεται πως για την προστασία ίσης ελευθερίας συνείδησης προϋποθέτει δύο πράγματα: νόμοι που δεν ποινικοποιούν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και νόμοι που δεν ενοχοποιούν θρησκευτικές δραστηριότητες. Η άλλη παράδοση είναι αυτή του Ρότζερ Γουίλλιαμς, ιδρυτή της αποικίας του Rhode Island (17ος αιώνας) ο οποίος θεωρεί πως οι νόμοι σε μια δημοκρατία απηχούν τις απόψεις της πλειονότητας και γι’ αυτό, πολλές φορές, μπορεί να αποβούν καταπιεστικοί για τις μειονότητες. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα ειδικής εξαίρεσης, την οποία αποκαλεί «προσαρμογή», η οποία πρέπει να προσφέρεται στον ηγέτη της εκάστοτε μειονότητας (λ.χ. η άρνηση κατάταξης στον στρατό αν το επιβάλλουν οι θρησκευτικές αρχές καθενός). Η Νουσμπάουμ αναλύοντας την προβληματική διαφόρων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ δείχνει πως οι δύο αυτές διαφορετικές προσεγγίσεις, ανάλογα με την υπόθεση, καθόρισαν την πολιτική έναντι των διαφόρων θρησκευτικών ή εθνικών μειονοτήτων. Η Νουσμπάουμ καλεί τον αναγνώστη και το νομοθέτη να καλλιεργούν πνεύμα περιεργείας, ανοικτότητας και συμπάθειας, καθώς και γενναιοδωρίας έναντι του πλησίον τους που εκτείνεται πέρα από τα δικά τους μονομερή ενδιαφέροντα.
Martha Nussbaum
Με βάση αυτές τις αρχές η Νουσμπάουμ επιχειρηματολογεί σε μεγάλο τμήμα του βιβλίου για τον παράλογο φόβο όσων καταφέρονται εναντίον της χρήσης της μπούργκα από τις μουσουλμάνες γυναίκες καθώς και στην διελκυστίνδα επιχειρημάτων που αναπτύχθηκε στην κοινότητα της Νέας Υόρκης για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους εγγύς του οικοδομικού τετραγώνου των δύο δίδυμων πύργων. Και στις δύο περιπτώσεις προσπαθεί με λογικά επιχειρήματα να καταδείξει τον φοβικό παραλογισμό των αντιπάλων  των δύο θρησκευτικών πρακτικών των μουσουλμάνων.

Όταν έγραφε η Νουσμπάουμ για την υπερνίκηση της πολιτικής του φόβου έναντι των μουσουλμάνων, δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί η φρικώδης ρητορεία και πρακτική του Ισλαμικού Κράτους. Δεν γνωρίζω κατά πόσο θα μετάβαλλε αυτό την ουσία των επιχειρημάτων της. Σε γενικές γραμμές, κανείς δεν έχει αντίρρηση στην προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων, στη βάση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας της ανθρώπινης συνείδησης ή της γενικής παραδοχής περί ισότητας των ανθρώπων σε θέματα ελευθερίας άσκησης των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό όταν μια θρησκεία εξ ορισμού έχει πολεμικό χαρακτήρα, όπως είναι το Ισλάμ; Το Ισλάμ δεν πέρασε από αναγέννηση, διαφωτισμό, κριτική ερμηνεία του ιερού του βιβλίου, του Κορανίου. Παρέμεινε θρησκεία προνεωτερική, θρησκεία που έχει σαφώς διακηρυγμένη στάση περί υποταγής των απίστων. Η Νουσμπάουμ λέει η φιλία προϋποθέτει τον ένα μέσα από τα μάτια του άλλου, να «αποφεύγουν να βλέπουν τον κόσμο μέσω του ναρκισσισμού της ανησυχίας». Δυστυχώς, το επιχείρημα αυτό αν και αντλείται από τις κατακτήσεις του νεώτερου πνεύματος και μπορεί να γίνει καθολικά αποδεκτό σε συνθήκες ειρήνης και νηφάλιας προσέγγισης και αποδοχής της ιδιαιτερότητας του άλλου, δύσκολα, αν όχι αδύνατα, μπορεί να γίνει αποδεκτό όταν εκπεφρασμένα ο άλλος επιδιώκει τον χαμό σου καθώς επικαλείται τα άρθρα πίστης της θρησκείας του. Η Νουσμπάουμ επιμένει πως το βλέμμα μας πρέπει να είναι στα άτομα μάλλον, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους, και επειδή διαφέρουν αναπτύσσουν μια ευρεία γκάμα ανθρωπίνων επιδιώξεων και σκοπών. Ωστόσο τα άτομα όσο αγαπητά κι αν είναι, και όσο και αν πρέπει να προβλέπεται νομοθετική μέριμνα για την διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους είναι συγχρόνως και μέλη διαφορετικών κοινοτήτων οι οποίες επιδιώκουν σκοπούς. Η επίκληση των σωκρατικών και χριστιανών-καντιανών αρχών προϋποθέτει πως ο συνομιλητής μας δεν απεργάζεται το κακό και την εξόντωση μας. Διαφορετικά, αυτές οι αρχές γίνονται θανατηφόρο όπλο υπέρ αυτών που καταστατικά τις αρνούνται και τις χρησιμοποιούν προκειμένου να επιτύχουν τις αρχές που προβλέπει η θρησκεία και οι μεταφυσικές αρχές που ομνύουν. Μ’ αυτές τις σκέψεις και την κριτική προσέγγιση στις θέσεις της Νουσμπάουμ, η άδεια ανέγερσης μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων ήταν μια πράξη άστοχη και, μακάρι να μην επιβεβαιωθεί, επικίνδυνη. Οι θρησκευτικές πρακτικές των μουσουλμάνων μπορούν να εξυπηρετηθούν στα αυτοσχέδια τζαμιά και οίκους που έχουν ιδρύσει. Το συμβολικό μέγεθος ανέγερσης τζαμιού (με μιναρέ;) στην Αθήνα αποτελεί ήττα για το ελληνικό κράτος. Η «εσώτερη θέαση» που επικαλείται η Νουσμπάουμ, δικαιολογημένα σε κάποιες περιπτώσεις, δεν πρέπει να μας οδηγήσει την απεμπόληση της «εξωτερικής θέασης» και αντίληψης των πραγμάτων που εκτυλίσσονται μπροστά μας. 

Χέρμαν Μπροχ: Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του

Χέρμαν Μπροχ: Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του (εκδόσεις Πατάκη, μεταφρ. Δ. Πολυχρονάκης)
Ο Χέρμαν Μπροχ εκτός από μυθιστοριογράφος γνωστός για τις μεγάλες του συνθέσεις «Οι Υπνοβάτες» και ο «Θάνατος του Βιργίλιου» έχει γράψει εξίσου σημαντικά θεωρητικά έργα, ένα από τα οποία μετέφρασε έξοχα ο Δ. Πολυχρονάκης για τις εκδόσεις «Πατάκη», τη μελέτη «Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του». Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η τέχνη και η έλλειψη του ύφους της στα τέλη του 19ου αιώνα» είναι και το σημαντικότερο διότι εδώ αναπτύσσονται οι θεωρητικές σκέψεις του Μπροχ για το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, εποχή στην οποία έζησε ο Χόφμανσταλ. Τα χαρακτηριστικά της εποχής είναι η ψευδότητα των αξιών: «ήταν μία από τις πιο άθλιες εποχές της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς επρόκειτο για μια περίοδο  εκλεκτικισμού, για την περίοδο ενός ψευδο-μπαρόκ, ψευδο-αναγεννησιακού και ψευδο-γοτθικού ύφους». Η εποχή αυτή κυριαρχείται από το στοιχείο της διακόσμησης που είναι αποτέλεσμα του ορθολογισμού του ανθρώπου του 19ου αιώνα, και εξαιτίας «του ορθολογισμού του, ήταν ατομικιστής, ρομαντικός και συνάμα ιστορικιστής». Την πιο υψηλή καλλιτεχνική της έκφραση, λόγω της επιθυμίας για διακόσμηση, βρήκε η εποχή αυτή στην όπερα. Η έλευση του ιμπρεσιονισμού σηματοδότησε μια αλλαγή στάσης απέναντι στην πραγματικότητα, «καθώς ανακάλυψε το ίδιο το μέσον ως πραγματικότητα». Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το κίνημα «η τέχνη για την τέχνη», μια στάση δημιουργίας που χαρακτηριστικό της υπήρξε η κοινωνική αδιαφορία- ποιο υπήρξε το μεγάλο επίτευγμα αυτής της θεωρίας για την τέχνη: να οδηγήσει «την καλλιτεχνική έκφραση σε μια ολοκληρωτικά άλογη σφαίρα».
Χέρμαν Μπροχ
Οι απόψεις του Μπροχ συνιστούν ένα φιλοσοφικό δοκίμιο γεμάτο πρωτότυπες και γεμάτες ενάργεια σκέψεις. Όπως ακριβώς στον τρίτο τόμο των «Υπνοβατών» που διασπάται η αφήγηση για να παρεμβληθούν στοχασμοί που πιάνουν αρκετές σελίδες, έτσι και εδώ ο Μπροχ βρίσκεται στο στοιχείο του όταν καταπιάνεται με την ανάλυση της εξέλιξης των ιδεών. Το κενό των αξιών που δημιούργησε η έλευση του ατομικισμού είχε ως συνέπεια την κατάρρευση των έως τότε οικουμενικών και συνεκτικών αξιών, κυρίως των θρησκευτικών: «η καθολική αποδοχή των ηθικών συμπεριφορών, που μέχρι τότε κυριαρχούσε, άρχισε να χαλαρώνει και άρχισε η αποχαλίνωση των ορμών, που μέχρι τότε ήταν υποταγμένες στην ηθική». Εξίσου σημαντικές είναι οι αναφορές που κάνει για την σταδιακή αποσάρθρωση της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας με την ανάδυση των εθνικών μειονοτήτων που την συναποτελούσαν και τη μεταστοιχείωση των ηθικών αξιών σε κενό περιεχομένου αισθητισμό ο οποίος, ειδικά στη Βιέννη, το κέντρο της πολιτιστικής ζωής, μετατράπηκε σε κιτς.
Ούγκο φον Χόφμανσταλ
Τα επόμενα κεφάλαια διαπραγματεύονται την θέση και την καλλιτεχνική προσφορά του Χόφμανσταλ σ’ αυτό το πνευματικό περιβάλλον. Είναι οπωσδήποτε ένα ειδικό θέμα που αφορά την ιστορία των ιδεών, της ιστορία της πνευματικής εξέλιξης της Βιέννης του 19ου αιώνα, αλλά οι παρατηρήσεις του Μπροχ για το φαινόμενο του κιτς, με αναφορά σ’ αυτήν την περίοδο, νομίζω βρίσκουν εφαρμογή και στην σύγχρονη εποχή η οποία συνεχίζει από κει που διασπάστηκε η ηθική τελείωση από την αισθητική έκφρασή της: «Το κιτς είναι η σύγχυση του ηθικού με το αισθητικό, και σ’ αυτήν ακριβώς τη σύγχυση εντοπίζεται η σχέση του με το ριζικά Κακό…..το μιμητικό σύστημα που εμφανίζεται μέσω της τέχνης είναι το σύστημα του κιτς, το οποίο δεν συνιστά μια κακή τέχνη, αλλά μάλλον μια αντι-τέχνη, και ως εκ τούτου καταλαμβάνει τη θέση που σε σχέση με πρωταρχικό σύστημα κατείχε το Κακό…..όσο ασήμαντο κι αν μοιάζει το φαινόμενο του κιτς, εντούτοις είναι μέσα σε αυτό που για πρώτη φορά εκδηλώνεται (μυστικιστικά μιλώντας) η επερχόμενη απανθρωπιά του κόσμου». Η τέχνη λοιπόν δεν μπορεί να είναι ποτέ ηθικά αδιάφορη, είναι βαρύτατες οι συνέπειες αν απεμπολήσει τον ηθικό της χαρακτήρα, και δεν διστάζει ο Μπροχ να στιγματίσει την καλλιτεχνική δημιουργία της Γερμανίας εκείνης της εποχής που σιγά σιγά θα διολισθήσει στην πνευματική έκπτωση, και αυτό θα έχει οδυνηρές συνέπειες για την ίδια και για τον κόσμο τα επόμενα χρόνια: «στη Γερμανία οι μάζες των καταστηματαρχών που είχαν ξεπηδήσει τόσο ξαφνικά εγκατέλειπαν άσκεπτα μια μεγάλη και εσωτερική πολιτισμική παράδοση. Η νέα γερμανική αυτοκρατορία έγινε η πιο αμερικάνικη χώρα της Δύσης χωρίς όμως με τα αντίστοιχα αμερικάνικα πλεονεκτήματα, ήτοι μια χώρα κενή από τον ατομικισμό, κι ωστόσο χωρίς δημοκρατία, μια χώρα του προλεταριάτου, κι ωστόσο χωρίς επανάσταση». Πολύ ορθά κατανοεί και ο μεταφραστής του Μπροχ το σημείο κλειδί της σκέψης του: «Το μείζον γνώρισμα του μοντερνισμού κατά τον Μπροχ είναι ακριβώς ότι με τη διάλυση ενός κεντρικού συστήματος αξιών. Εμφανίζονται πολυποίκιλα περιφερειακά συστήματα που θέτουν τον άνθρωπο κάτω από μια πληθώρα  ετερόκλητων προσταγών, με αποτέλεσμα αυτός να παραμένει συγχυσμένος και αδρανής».

Η έλευση του μεταμοντερνισμού θα επιτείνει φυσικά αυτή την έλλειψη προσανατολισμού του ανθρώπου και θα συμβάλλει στην γένεση, για να το πούμε με το όνομά τους, αφύσικων καταστάσεων, όπως λ.χ είναι ο γάμος των ομοφυλόφιλων που αναγνωρίζεται ως έγκυρη μορφή συμβίωσης από διάφορα κράτη. Η έλλειψη ηθικού θεμελίου όχι απλώς γιγαντώνει το κιτς, αλλά αποαισθητικοποιεί την ίδια την αισθητική ακόμα. Μπορούμε πλέον να μιλάμε για οντολογία και να σκεπτόμαστε τον άνθρωπο;

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Χέρμαν Μπροχ: Οι Αθώοι

Οι "Αθώοι" (Die Schuldlosen) είναι ίσως το λιγότερο γνωστό και λιγότερο διαβασμένο έργο του μεγάλου αυστριακού μοντερνιστή συγγραφέα Χέρμαν Μπροχ, του οποίου τα βασικά μυθιστορήματα υπάρχουν μεταφρασμένα στα ελληνικά, με κορυφαία στιγμή αναμφισβήτητα τη μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή στον "Θάνατο του Βιργίλιου". Οι "Αθώοι" δεν είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε άπαξ, αλλά ο συγγραφέας επανερχόταν σ' αυτό ενσωματώνοντας μικρές ιστορίες και διηγήματα, στην ουσία αποτελεί συρραφή διηγημάτων τα οποία συνδέονταν χαλαρά στην αρχή μεταξύ τους, έως ότου στην τελική μορφή του βιβλίου ο Μπροχ αποφάσισε προκειμένου να τα συμπεριλάβει σ' έναν τόμο να τους δώσει κάποια συνεκτική μορφή. Όπως και στους "Υπνοβάτες", έτσι κι εδώ ακολουθείται η ίδια τακτική, με φιλοσοφικές ιδέες (εδώ με μορφή μονολόγου από τον βασικό χαρακτήρα) και ποιητικές φόρμες να αποτελούν σημαντικό μέρος του βιβλίου, ειδικά οι δεύτερες να παίζουν τον ρόλο των αρχαίων χορικών. Ο Μπροχ δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Η πρόζα του φτωχή σε μυθιστορηματική εξέλιξη είναι , αντίθετα, πλούσια σε εικονογραφική απεικόνιση, σχεδόν υπνωτική, σου μεταδίδει και την παραμικρή λεπτομερή απόχρωση κάποιας εικόνας και αυτό σε βάζει σε σκέψεις για το ποιά σημασία, ποιόν υπαινιγμό του συγγραφέα πρέπει να προσέξεις για να μη χάσεις κάποια σημαντική λεπτομέρεια που θ' αποκαλύψει την επόμενη εικόνα. Αυτό ίσως είναι κουραστικό για τον σύγχρονο βιαστικό αναγνώστη, αλλά ο Μπροχ είναι κυρίως όχι ο συγγραφέας της περιπετειώδους διαδοχής εικόνων και καταστάσεων, αλλά των ιδεών. Η ιδέα που διαπερνά τους "Αθώους" είναι η εσωτερική κατάρρευση της Γερμανίας, η πολιτική, κοινωνική και ατομική απάθεια, μετά την ήττα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η οποία θα οδηγήσει στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. 
Στο ποίημα "Φωνές 1923" που υπάρχει ως εισαγωγή στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Μπροχ απηχεί τη συνείδηση του Γερμανού στρατιώτη των χαρακωμάτων:
"Στους άνδρες φαινόταν σαν να μην είχαν πάψει ποτέ να πεθαίνουν, και ρωτούσαν εκείνο π' όλοι οι θνητοί ρωτούν: πού τάχατες, που ανώφελα ξοδέψαμε τη ζωή μας; Τί ήταν που μας έσπρωξε σε τέτοια αδειοσύνη και βορά μας πρόσφερε στο Τίποτα;"
Αυτό ο μέρος του βιβλίου κυριαρχείται από την ιστορία του Α. (δίχως όνομα στο μεγαλύτερο μέρος, Ανδρέας προς το τέλος), της πανούργας υπηρέτριας Τσερλίνε, της ηλικιωμένης βαρώνης και της θυγατέρας της Χίλντεγκαρντ και της φτωχής κοπέλας Μελίττα.  Είμαστε στην εποχή μετά την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο του 1914-18. Για τον Μπροχ (που στοχάζεται μέσω των σκέψεων του Α.) η ήττα αυτή θα μπορούσε να σημάνει την επιστροφή σε πνευματικότερες αξίες προκειμένου ξανά ο άνθρωπος να χριστεί δημιουργός έργων που δεν θα διαπνέονται από την αγάπη του χρήματος και του κέρδους, μια απελευθέρωση,όπως λέει, από την φιλοκτημοσύνη που ποτέ όμως δεν προέκυψε. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: "Και μερικές φορές συλλογιζόταν πως ο Θεός έστελνε τον πληθωρισμό για να εξολοθρεύσει τα εργοστάσια και το εμπόριο, να τα εξαλείψει από προσώπου γης, ώστε να ανταποκριθεί στη βούληση του Δημιουργού ένας απελευθερωμένος από το χρήμα κόσμος από τεχνίτες και ολιγαρκείς αγρότες, από του νυν έως του αιώνος. Ασφαλώς δεν πίστευε κάτι τέτοιο, όμως του άρεσε να το φαντάζεται έτσι". (σ. 124)
To διήγημα "Οι τέσσερις λόγοι του εκπαιδευτικού συμβούλου Ζαχαρία" διαβάζεται περισσότερο ως δοκίμιο των ιδεολογικών προϋποθέσεων για την έλευση των εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών. Πρόκειται για μια βαθυστόχαστη ερμηνεία της γερμανικής ψυχής: "Πρέπει πάντοτε να διαβούμε μέσα από την αδικία για να φτάσουμε στη δικαιοσύνη, στην παγκόσμια δικαιοσύνη, πρέπει πάντοτε να βυθιστούμε μέσα στο κακό για να υψώσουμε εαυτούς και αλλήλους σ' ένα επίπεδο ευγενέστερης τελειότητας.....εμείς είμαστε ο λαός της απεραντοσύνης, και ακριβώς για τον λόγο αυτό ο λαός του θανάτου, ενώ οι άλλοι λαοί ξέμειναν στο πεπερασμένο, στο μπακαλίστικο πνεύμα, στο φιλοχρήματο πνεύμα, εγκλωβισμένοι μέσα στο μετρήσιμο, γιατί θέλουν απλώς να γνωρίσουν τη ζωή και όχι το θάνατο".(σ. 216). Αυτός είναι ο υψηλός ρόλος της Γερμανίας, και εργαλείο της ιδέας  αυτής είναι ο γερμανικός στρατός, αυτός που καταλύει την ατομικότητα υπέρ της έννοιας της ολότητας, και γι' αυτό τόπος της, γερμανικής εννοούμενης, αδελφοσύνης: "Ο στρατός είναι ένα εργαλείο του θανάτου και όποιος πάει σ' αυτόν χάνει με την κατάταξη του την ψυχή του, είναι ελεύθερος ψυχής κι ωστόσο ευτυχισμένος, αφού το σώμα του, ενταγμένο μέσα στην ατέλειωτη σειρά των σωμάτων, χάνει το φόβο του όταν παύει να ζει ως σώμα" (σ. 231). Η έννοια της ολότητας όπως κατανοήθηκε από τη γερμανική συνείδηση, σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο ατομικισμό της εβραϊκής-αγγλοσαξωνικής παράδοσης και του ασιατικού φόβου που ενσάρκωνε ο μπολσεβικισμός. Η πάλη είναι για την υπεροχή είτε του ατόμου είτε της συλλογικής βύθισης στην ολότητα την οποία θα εκφράσει ο χαρισματικός ηγέτης. Ολότελα γερμανική αντίληψη που προετοιμάζει την οδό του εθνικοσοσιαλισμού: "Η δική μας ισότητα θα είναι μια ισότητα μπροστά στη διαταγή, μια ισότητα της πειθαρχίας και της αυτοπειθαρχίας, που θα ιεραρχεί τους πολίτες κατά την ηλικία, την τάξη και την απόδοσή τους, μια ισορροπημένη πυραμίδα, ενώ ο εκλεκτότερος θα κληθεί στην κορυφή της, ένας αυστηρός και σώφρων ταγός-αυθέντης που θα υπόκειται κι αυτός στην πειθαρχία ώστε να εγγυάται την αδελφοσύνη" (σ. 241).
Τα μυθιστορήματα του Μπροχ είναι μυθιστορήματα ιδεών, δεν είναι μυθοπλασία. Αυτό μεν φαίνεται εντονότερα στον τρίτο τόμο των "Υπνοβατών", αλλά και σ' αυτό το αδέξια διαμορφωμένο "μυθιστόρημα", τους "Αθώους", είναι η ανάλυση των πνευματικών διεργασιών που οδήγησαν στο υπαρκτικό αδιέξοδο την γερμανική κοινωνία του μεσοπολέμου, αλλά και των ενορμήσεων της γερμανικής ψυχής που δίνουν λαβή στον Μπροχ να προχωρήσει σε μια συνολική θεώρηση της πνευματικής και ψυχικής κατάπτωσης των Γερμανών. Παραφράζοντας την γνωστή ρήση του Μαρξ, στο ποίημα "Φωνές 1933" αναφέρει: "Ένα φάντασμα βρίσκεται στο δωμάτιο, κάτι ανεπίτρεπτο υπάρχει εδώ, σφυρίζει αμέριμνο, το φάντασμα του μικροαστού, το φάντασμα που συνήθισε στην τάξη!" Το τρίτο μέρος που αποτελεί και το συμπερασματικό πόρισμα των γεγονότων που οδήγησαν στην εκλογική νίκη του Χίτλερ, ο Μπροχ επισημαίνει την προσωπική απάθεια της κυρίαρχης τάξης, των μικροαστών, που "άφησε τα πάντα στη διάθεση του Χίτλερ, που γεύεται τους καρπούς της αδράνειας μας" (σ. 399). Κυρίαρχο μέλημα του η απόδοση συλλογικών ευθυνών, κάτι που τελικά θα διαμορφώσει και τη συνείδηση της μεταπολεμικής Γερμανίας: "Εγώ είμαι ο υπεύθυνος για τους φόνους που ίσως έγιναν κάποτε σε τούτο το σπίτι, είμαι υπεύθυνος για τους φόνους που φρικιαστικά θα πολλαπλασιάζονται γύρω μας και που θα διαπράττονται από όλους χωρίς δική μου συμμετοχή" (σ. 403).Η υπνωτική ατμόσφαιρα που υποβάλλει στον αναγνώστη ο Μπροχ φθάνει στο αποκορύφωμα της στο τελευταίο διήγημα με τίτλο "Περαστικό σύννεφο", όπου με εικονογραφία που θυμίζει τον καφκικό Πύργο (αλλά και, γιατί όχι, το κοσμικό κακό του Λάβκραφτ)  το κακό έρπει και προκαλεί τον φόβο στην ανώνυμη κοπέλα. Είναι το ναζιστικό τέρας, χυδαίο και απάνθρωπο. Η καταφυγή στην Εκκλησία, συνώνυμο της ομορφιάς, για την κοπέλα, φαίνεται ως σωτηρία. 

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

W.G.Sebald: Αίσθημα Ιλλίγου

Εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Ιωάννα Μεϊτάνη
Τα βιβλία του Ζέμπαλντ πρέπει να διαβάζονται αργά, όπως και αργός είναι ο ρυθμός τους. Επίσης πρέπει να διαβάζονται με κάθε δυνατή συγκέντρωση έτσι ώστε να μην χάνονται οι εικόνες που ο συγγραφέας ανακαλεί συνεχώς από τη μνήμη, όπου κάθε γεγονός ή αντικείμενο οδηγεί σε ένα άλλο γεγονός ή κάποιο άλλο αντικείμενο, ατέρμονα, υπνωτικά, σε ένα σπιράλ αναμνήσεων. Τα διηγήματα σ’ αυτό το βιβλίο διαδραματίζονται σε διάφορες εποχές στην Ιταλία.
 Στο πρώτο με τίτλο «Μπελ ή το παράξενο γεγονός του έρωτα», ο Ζέμπαλντ ακολουθεί τον Στατντάλ στην περιήγηση του στην Ιταλία αναζητώντας διάφορους έρωτες. 
Το ταξίδι του Σταντάλ στην ουσία το εκλαμβάνει «ως αναζήτηση μιας γυναίκας η οποία θα ανταποκρινόταν στον πνευματικό του κόσμο» (σ.29). Το δεύτερο διήγημα με τίτλο “All Estero” περιγράφει ένα ταξίδι του συγγραφέα από τη Βιέννη στη Βενετία, με χαρακτηριστικό συναίσθημα την προσπάθεια διατήρησης στη μνήμη του εικόνες που γεννιούνται και σβήνουν φευγαλέα: «σβήνονταν τα περιγράμματα των εικόνων και πάσχιζα να τα κρατήσω, οι σκέψεις μου διαλύονταν πριν καλά καλά προφτάσω να τις συλλάβω» (σ. 37). Αυτή η διαδικασία προκαλεί αίσθημα ιλίγγου, η διατήρηση στη μνήμη εικόνων και η αποτύπωση τους στο παρόν, δίδεται με την εξής ποιητική εικόνα: «Οι αναμνήσεις ανέρχονταν, η τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, σε έναν χώρο που βρισκόταν εκτός μου, ανέβαιναν όλο και ψηλότερα, κι έπειτα από αυτόν τον χώρο όπου συνωστίζονταν, όταν έφταναν ένα ορισμένο όριο ύψους, χύνονταν μέσα μου σαν το νερό που ξεχειλίζει από το φράγμα» (σ. 74). 
Το τρίτο διήγημα με τίτλο "Το ταξίδι του Δρα. Κ. στα λουτρά της Ρίβα", ακολουθεί τον Φραντς Κάφκα στην περιπλάνησή του στη Βιέννη και κατόπιν ξανά στην Ιταλία, οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη . Το τελευταίο και μεγαλύτερο του βιβλίου έχει τον τίτλο "Il Ritorno in Patria", μια φαντασμαγορία εικόνων και αναμνήσεων οι οποίες αντί να ξεδιαλύνουν το παρόν δημιουργούν νέες εικόνες και περισσότερες ασάφειες γύρω από την ανασύνθεση του παρελθόντος: "Είχα αρχίσει να συνταιριάζω διάφορα πράγματα στο κεφάλι μου, τα οποία όμως έτσι δεν γίνονταν πιο σαφή, αλλά πιο αινιγματικά. Όσες περισσότερες εικόνες μαζεύω από το παρελθόν, είπα, τόσο πιο απίθανο μου φαίνεται να είχε κυλίσει όντως έτσι το παρελθόν, γιατί δεν υπάρχει τίποτα το κανονικό, αντίθετα, τα περισσότερα είναι γελοία, κι αν δεν είναι γελοία, είναι τρομακτικά" (σ. 174). 
Το ταξίδι στο χρόνο και στις εικόνες που αυτός γεννά μέσω των διαδοχικών αναμνήσεων είναι χαρακτηριστικό της γραφής του Ζέμπαλντ, αλλά είναι μια γραφή που δεν οδηγεί πουθενά, μονάχα σε ένα αίσθημα ιλίγγου γύρω από τις άπειρες δυνατότητες των αναμνήσεων να αναπλάθουν εικόνες κι έτσι να δίδεται υπέρμετρη σημασία σε λεπτομέρειες μπας και βρεθεί κάποιο νόημα. 
Αλλά το νόημα είναι μόνο η δυνατότητα του αφηγητή να ενθυμείται σκόρπιες λεπτομέρειες που του έκαμαν εντύπωση από το παρελθόν, στα όρια ανάμεσα στο γελοίο, το τρομακτικό, ίσως και το βαρετό θα πρόσθετα, γιατί οι ιστορίες του Ζέμπαλντ, τουλάχιστον σ' αυτό το βιβλίο, μοιάζουν να μην οδηγούν πουθενά, μονάχα στην ονειροπόληση- σαν την τελευταία εικόνα του βιβλίου όπου ο αφηγητής επηρεασμένος από την ανάγνωση κάποιων σελίδων του Ημερολογίου του Πέπυς μεταφέρεται στην εποχή που ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου, χωμένος και χαμένος μέσα στο βιβλίο που διάβαζε, "ώσπου νύσταξα και συλλάβιζα ξανά τις ίδιες αράδες χωρίς να τις καταλαβαίνω" (σ. 212). 

Λεονάρδο Παδούρα: Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά

Μετάφραση: Κώστας Αθανασίου (Εκδόσεις Καστανιώτη)
Το βιβλίο του Λεονάρδο Παδούρα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (και θα το πούμε για άλλη μια φορά ακόμα, η καλύτερη λογοτεχνία των τελευταίων 50 χρόνων γράφεται στην ισπανική γλώσσα) μπορεί να διαβαστεί και ως πολιτικό θρίλερ και ως ιδεολογικοπολιτικό μανιφέστο καταγγελίας της πιο φρικαλέας ουτοπίας που γνώρισε ο κόσμος, της πολιτικής θεολογίας του σοβιετικού κομμουνισμού. 
Λεονάρδο Παδούρα
Η δολοφονία του Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ, δεν μπορεί να ιδωθεί με άλλον τρόπο παρά ως μια ακόμα στιγμή στην πραγμάτωση της ουτοπίας με κάθε μέσο από τους στυγνούς εκπροσώπους της, ένας από τους οποίους φυσικά υπήρξε και ο Τρότσκι, θύτης και θύμα συγχρόνως, όπως τόσοι άλλοι, του πολιτικού τέρατος με μεταφυσικό μανδύα που υπηρέτησε στην ζωή του. Ο Παδούρα εικονογραφεί με ακρίβεια την εποχή του σταλινικού ολοκληρωτισμού, την εποχή της γένεσης των τεράτων. 
Λέων Τρότσκυ
Το βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί επειγόντως από κάθε εναπομείναντα νοσταλγό ή αφελή υποστηρικτή της μεταφυσικής ουτοπίας του «δήθεν καλύτερου κόσμου» στο εντεύθεν, κινείται σε τρία επίπεδα: εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές και τις σκέψεις του Τρότσκι που κυνηγημένος από την μανία του Στάλιν περιφέρεται αναζητώντας κάποια φωλιά ασφαλείας που δεν υπάρχει σε ολόκληρο τον κόσμο, την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, του Ισπανού εκτελεστή του, έναν ασήμαντο άνθρωπο ιστορικά που μεταπλάθεται σε μαριονέτα και εκτελεστικό όργανο της σταλινικής εξουσίας, και του απόηχου της ιστορίας αυτής στη σύγχρονη Κούβα, άλλη μια απόπειρα εγκαθίδρυσης μεταφυσικής πολιτικής ουτοπίας μέσω της παράλληλης αφήγησης και της τραγικής ιστορίας του Ιβάν που γνώρισε τον Μερκαντέρ και συγκλονίστηκε οδηγούμενος σε έναν θάνατο εξ αντανακλάσεως, ένα ακόμα θύμα της σταλινικής παράνοιας.
Η ιστορία του 20ου αιώνα είναι η σύγκρουση δύο ολοκληρωτικών φαινομένων που κινητοποίησαν τον κόσμο συνθλίβοντας την ατομική ύπαρξη του ανθρώπου. Μετά την ήττα και των δύο, η ατομικότητα του ανθρώπου προβάλλει ως η μοναδική κληρονομιά που οφείλουμε να προασπιστούμε από κάθε λογής μεταφυσική εικασία που εκφέρει πολιτικό λόγο, μεταβάλλοντας την πραγματικότητα σε «εικονική πραγματικότητα» (σ. 98) Αν αποδεχτείς πως υπάρχει αυτή η εικονική πραγματικότητα, δηλαδή κάτι άλλο πέρα από το υπαρκτό που οφείλεις κινούμενος από κάποια μεταφυσική ορμή να παλέψεις τότε μπορείς να δικαιολογήσεις κάθε ενέργεια και μέσο που υπηρετεί τον σκοπό αυτό όσο ποταπή κι αν είναι, αφήνεσαι στην αποδοχή της άποψης πως «Το Κόμμα έχει πάντα δίκιο, και αν δεν το καταλαβαίνεις δεν έχει σημασία, πρέπει υπακούς» (σ. 108). Αυτό σε συνδυασμό με μια ισχυρή προσωπικότητα που προκαλεί τον φόβο και στηρίζεται σ’ αυτόν για να εμπεδώσει την κυριαρχία του (αλλά πίσω από την κυριαρχία της προσωπικότητας υπάρχει η σκιά της υπερκυριαρχίας της Ιδέας), διαμορφώνει τους εκτελεστές του Στάλιν και τους εκτελεστές των εκτελεστών του Στάλιν κ.ο.κ. 
Επομένως μπορούμε να σταθούμε κριτικά απέναντι στην διαπίστωση του Τρότσκι πως αυτό που κατηγορούσε τον εαυτό του, η έλλειψη ρεαλισμού και πολιτικής διορατικότητας απέναντι στο φαινόμενο Στάλιν, αρκεί να εξηγήσει την πολιτική του συντριβή. Ο Τρότσκι μοιραζόταν τις ίδιες ιδέες με τον Στάλιν, τις είχε εφαρμόσει μάλιστα  κατά την εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης, αλλά η πολιτική αδεξιότητα του (δεν υπήρξε τόσο σταλινικός όσο ο Στάλιν) την κρίσιμη ώρα τον άφησε χωρίς συμμάχους τον καιρό της διαδοχής του Λένιν, αναρωτιέται μάλιστα: «Πώς δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ένας  άνθρωπος με τέτοιο βλέμμα ερπετού ήταν ένα ον εξαιρετικά επικίνδυνο;»  Δεν ήταν όμως η κακή φύση του Στάλιν που εξόντωσε όλους τους παλιούς μπολσεβίκους, χιλιάδες κομμουνιστές, και ανθρώπους κάθε εθνικότητας στην πολυεθνική Σοβιετική Ένωση, αν και η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του γεωργιανού δεν μπορεί να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο, αλλά κυρίως ήταν η παράνοια της ιδέας πως υπάρχει ένας άλλος καλός και αγαθός  κόσμος στη θέση αυτού που είναι εφικτός, είναι η μοχθηρή ιδέα της αταξικής κοινωνίας, του σοσιαλισμού/κομμουνισμού που ως δολοφονικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε από τους σοβιετικούς ηγέτες και τους μιμητές τους. Ένας τέτοιος μιμητής υπήρξε και ο Ραμόν Μερκαντέρ ο οποίος με την κατάλληλη χειραγώγηση θα μεταλλαχθεί, θα αλλάξει ταυτότητα στην κυριολεξία προκειμένου να εισέλθει στον εσώτερο κύκλο του Τρότσκι και στην κατάλληλη στιγμή να δολοφονήσει τον εχθρό της επανάστασης. Είναι ίσως οι κορυφαίες στιγμές αυτές του βιβλίου του Παδούρα όπου περιγράφεται η σχέση του Ραμόν με τη μοχθηρή μητέρα του Καριδάδ (ποτέ άλλοτε τέτοια απόσταση δεν υπήρχε σε ένα όνομα από το περιεχόμενο του!), άλλο τέρας κι αυτό του σταλινικού φαινομένου, και στη συνέχεια η εκπαίδευση του, η μεταμόρφωση του σε ένα είδος μαριονέττας που ανά πάσα στιγμή ήταν έτοιμο να υπακούσει στα νεύματα του καθοδηγητή του Κάτοφ, της άλλης σκοτεινής προσωπικότητας που θα καθορίσει την ύπαρξη του Ραμόν στην πορεία προς την άβυσσο.
Τι ήταν εκείνο που χαρακτηρίζει το σταλινικό φαινόμενο και οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπων στην καταστροφή; Στη σκέψη του Παδούρα υπάρχει μόνο μία λέξη: ο φόβος. Ο φόβος ήταν αυτός που παρέλυε τα θύματα του σταλινισμού, αλλά και τους θύτες. Ο Μπουχάριν γυρνά από την εξορία στην Ρωσία, βέβαιος φυσικά πως πρόκειται να συλληφθεί, να δικαστεί στις περιβόητες στημένες δίκες της Μόσχας και να εκτελεστεί, λέγοντας «Γυρίζω από φόβο». Είναι αποκαλυπτικά οι σκέψεις που ο Παδούρα βάζει στον Τρότσκι: «Ο Στάλιν είχε δηλητηριάσει την τελευταία γωνιά της ψυχής της επανάστασης και το μόνο που θα είχε πλέον να κάνει ήταν να καθίσει να δει να έρχεται το ψυχορράγημά της, αύριο, σε δέκα χρόνια, σε είκοσι χρόνια. Η μόλυνση όμως ήταν μη αντιστρεπτή και μοιραία» (σ. 187). Αυτή η ιδέα επανέρχεται διαρκώς στο μυαλό του Τρότσκι, που ωστόσο ούτε μια στιγμή δεν αναρωτιέται για το τι γέννησε τον σταλινικό φόβο, και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την ίδια την πίστη στη σοσιαλιστική ιδέα και την βούληση να υπάρξει ένα ιστορικό προηγούμενο που θα ανέτρεπε την κοινωνική ανισότητα. Αν το Κόμμα έχει πάντα δίκιο, τότε αυτός που εκφράζει τη συνείδηση και τη φωνή του Κόμματος, ο Ηγέτης, έχει φυσικά δίκιο, και διαθέτει εξουσία ζωής ή θανάτου πάνω σε όλους τους ανθρώπους τους οποίους βουλιάζει στον φόβο και το αίμα για να δικαιολογεί και την δικιά του παρουσία στην Ιστορία: «Η τρομοκρατία και η καταστολή εγκαθιδρύονταν ως πολιτική μιας κυβέρνησης που τοποθετούσε τον διωγμό και το ψέμα ως μεθόδους του κράτους και ως τρόπο ζωής για το σύνολο της κοινωνίας» (σ. 310). Το βιβλίο του Λεονάδρο Παδούρα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί οι «Δαιμονισμένοι» του 21ου αιώνα, όχι μονάχα για το πολιτικό του περιεχόμενο αλλά και την βαθιά υπαρξιστική ανάλυση που περιλαμβάνει, διάχυτη σε όλο το εύρος του, με χαρακτηριστικότερη την ομολογία του Κάτοφ προς τον Ραμόν, που συμπυκνώνει την παράνοια του σταλινισμού  και τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε εργαλεία μίσους και τρόμου: «Κοίτα, υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που μου δίδαξαν με το που μπήκα στην Τσεκά: οι άνθρωποι εναλλάσσονται, αντικαθίστανται. Το άτομο δεν είναι μια ανεπανάληπτη μονάδα, αλλά μια έννοια που αθροίζεται με τα υπόλοιπα άτομα και σχηματίζουν όλα μαζί τη μάζα, που, ναι, είναι πραγματική. Ο άνθρωπος όμως όσο είναι άτομο δεν είναι ιερός και ως εκ τούτου δεν είναι αναντικατάστατος. Γι’ αυτό έχουμε επιτεθεί σε όλες τις θρησκείες και ειδικά στον χριστιανισμό που λέει αυτή τη βλακεία, ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Αυτό μας επιτρέπει να είμαστε ανηλεείς, να απαλλαγούμε από τη συμπόνοια που δημιουργεί κάθε είδους ευσέβεια: η αμαρτία δεν υπάρχει…Το όνειρο έχει σημασία, όχι ο άνθρωπος, και ακόμα λιγότερο το όνομα. Κανένας δεν είναι σημαντικός, όλοι είμαστε αναλώσιμοι» (σ. 338). Αφ’ ης στιγμής οι άνθρωποι πιστέψουν πως είναι όργανα της ιστορίας και της εκπλήρωσης κάποιου ανωτέρου ιδανικού, τότε είναι προετοιμασμένοι να επιτελέσουν οποιαδήποτε φρικαλεότητα στο όνομα ακριβώς αυτού του ιδανικού που έχει οντολογικά ανατιμηθεί και ενδυθεί κανόνα πίστεως. Η συμπόνοια σ’ αυτό το σύμπαν είναι λοιπόν περιττή.  Κάπου κάπου όμως μια ρωγμή ανοίγει και τακτοποιούνται οι λογαριασμοί με την ιστορία, μονάχα όμως σε προσωπικό επίπεδο. 
Αυτό διαφαίνεται στην ιστορία του Ιβάν ο οποίος γνωρίζει προσωπικά τον Ραμόν Μερκαντέρ
Ο Ραμόν Μερκαντέρ με το παράσημο του ήρωα της εργατικής τάξης
εξόριστο πλέον στην Κούβα και του διηγείται την ιστορία του προκειμένου να την καταγράψει σε βιβλίο. Η σχέση του Ιβάν με το Ραμόν ανοίγει στον Παδούρα τη δυνατότητα να μιλήσει για τη συμπόνοια ως συναίσθημα όχι μόνο ανθρώπινο αλλά και βαθιά πολιτικό το οποίο, σε αντίθεση με τον φόβο και το δέος, φέρει τον ένα άνθρωπο να κατανοεί τον άλλο: «Όταν διάβασα αυτά τα χαρτιά και είχα μια πλήρη εικόνα για το τι είχε κάνει ο Ραμόν Μερκαντέρ, ένιωσα αηδία. Αλλά επιπλέον ένιωσα και συμπόνοια γι’ αυτόν, για τον τρόπο που τον είχαν χρησιμοποιήσει, για τη ντροπή που του προκαλούσε να είναι αυτός που ήταν. Το ξέρω πια, ήταν ένας δολοφόνος και δεν αξίζει συμπόνοια, αλλά ακόμα δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτήν, γαμώτο!» (σ. 673)

Θα μπορούσε κανείς να αισθανθεί συμπόνοια για τον Στάλιν; Δεν θα μάθουμε ποτέ τι αισθάνονταν γι’ αυτόν τα θύματα των δικών της Μόσχας. Μπορεί να αισθανθεί κανείς συμπόνοια για τον δήμιο του; Μόνο αν κατανοηθεί πως κι αυτός υπήρξε θύμα, θύμα της ίδιας της Ιδέας και της ιστορικής της αποστολής, του μεταφυσικού τέρατος που τους κατάπιε όλους, και αυτόν ακόμα τον Στάλιν, έστω μετά θάνατο, όταν γκρεμίστηκε όλος ο κόσμος-φυλακή που έχτισε για τον εαυτό του και τον λαό του. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την διαρκή πολιτική εκπαίδευση και μόρφωση των κατοπινών γενιών γύρω από την δολιότητα της Ιδέας εκείνης που οδήγησε στο χαμό εκατομμύρια απλούς ανθρώπους. Το γεγονός πως σήμερα μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα και να σκεφτόμαστε ελεύθερα φανερώνει την ήττα της Ιδέας, αλλά για να συμβεί αυτό έπρεπε να θυσιαστούν άνθρωποι σε όλη την οικουμένη. Η συνειδητοποίηση αυτή ίσως εμποδίσει κάθε σκέψη αναζωπύρωσης της εγκόσμιας ουτοπίας. Το βιβλίο του Λεονάρδο Παδούρα αποτελεί σημαντική συμβολή σ’ αυτό και ουσιαστικό πολιτικό εργαλείο που πρέπει να μελετάται. 

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Συνέντευξη Γιώργου Γλυκοφρύδη

Συνέντευξη του πρώην συναδέλφου από τη ΓΓΕΤ Γιώργου Γλυκοφρύδη η οποία δημοσιεύτηκε στο www.literature.gr. Λόγος απλός, συμπαθητικός, καρδιακός, αλλά καθόλου απλοϊκός. Έξοχος επιστήμονας, γι' αυτό έχω άποψη, απολαυστικός ως συνομιλητής και όπως φαίνεται και στη συνέντευξη του με άποψη για το χώρο της λογοτεχνίας και την τέχνη της γραφής. Βάζω πρόγραμμα στον εαυτό μου να τον διαβάσω....και την εποχή εκείνη, στη δουλειά, δεν γνώριζα πως γράφει!!