Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Μοσχονάς: Stephen King- Η σκοτεινή πλευρά του Hollywood

Εκδόσεις Anubis , 2006
Να σε αναγνωρίζουν ως σημαντικό συγγραφέα εν ζωή είναι μια εξαιρετική τιμή την οποία βίωσαν λίγες σχετικά προσωπικότητες των γραμμάτων. Πόσο μάλλον όταν αυτή η προσωπικότητα παραλαμβάνει το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών, το ανώτατο κρατικό βραβείο στις Ηνωμένες Πολιτείες, για το έτος 2014, όταν ο ίδιος ο πρόεδρος Ομπάμα παρασημοφορεί τον μοναδικό βασιλιά των γραμμάτων Stephen King. Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κατά τη βράβευση των King και των άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων απ' όλο το φάσμα των τεχνών "εμπλουτίζουν σε βάθος και πλάτος την ιστορία μας ως Αμερικάνων και ως ανθρώπων". 
Η στιγμή της βράβευσης του Stephen King
Ναι, ανάμεσα σ' αυτούς, ήταν λοιπόν και ο μεγάλος σύγχρονος παραμυθάς, αυτός που οι φελλοί διανοούμενοι σκωπτικά θα τον συμπεριλάβουν στη λίστα με τους συγγραφείς παραλογοτεχνίας ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε μια "ελαφριά" λογοτεχνία που στερείται αξιώσεων καλλιτεχνικής εμβέλειας. Όπως όμως γράφει ο Γιάννης Μοσχονάς, κριτικός κινηματογράφου και από τους εγκυρότερους Έλληνες μελετητές του έργου του King, "για την παρανόηση αυτή ευθύνονται βέβαια οι επαγγελματίες που έχουν αναλάβει την προώθηση των έργων του King, προβάλλοντας μόνο την pulp πλευρά τους και οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια λανθασμένη αντιμετώπιση του εν λόγω συγγραφικού φαινομένου.....σημαντικό μέρος του συγγραφικού του έργου αποστασιοποιείται εντελώς από τις τρομολαγνικές πρακτικές, τα βαμπίρ, τους λυκανθρώπους και τα άλλα πλάσματα της νύχτας, που είναι το αρχετυπικό σήμα κατατεθέν των ιστοριών τρόμου, και ασχολείται με πανανθρώπινες αλήθειες, ανθρωποκεντρικά δράματα και ενδοσκοπικά ταξίδια στη σκοτεινή πλευρά που καταπιέζουμε όλοι μέσα μας".
Ο συγγραφέας Γ. Μοσχονάς
Ο Stephen King είναι εξαιρετικά τυχερός δημιουργός διότι πέρα από τις χιλιάδες πωλήσεις των βιβλίων του και τη γενικότερη αναγνώριση, ευτύχησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη και οι εφιάλτες που περιέγραψε με τις λέξεις να αποκτήσουν περίγραμμα και εικόνα. Ο Γιάννης Μοσχονάς με επιστημονικό και συστηματικό τρόπο περιγράφει τούτη τη μεταφορά στο βιβλίο των εκδόσεων Anubis "Stephen King, Η σκοτεινή πλευρά του Hollywood", ίσως το μοναδικό εγχειρίδιο που έχουμε στην ελληνική γλώσσα για αυτήν ακριβώς τη σχέση του λογοτέχνη King με τον King του σελιλόιντ. Το βιβλίο αποτελεί έναν θησαυρό πληροφοριών για τις ταινίες που γυρίστηκαν με βάση τα έργα του King, υπάρχουν αναφορές στους συντελεστές, δίδεται βαθμολογία για την ταινία και το βιβλίο, ενώ σε κάθε υποκεφάλαιο, μέσα σε ξεχωριστό πλαίσιο αναλύεται η σχέση της ταινίας με το βιβλίο και το πόσο πιστή ή όχι ήταν η μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη. Ιδιαίτερης προσοχής χρήσει η επισήμανση του συγγραφέα στην υποδοχή των ταινιών αυτών από την Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών της Αμερικής που απονέμει τα Όσκαρ. Ενώ αρκετές ταινίες με θέμα βιβλίο του King έχουν προταθεί με υποψηφιότητες σε διάφορες κατηγορίες Όσκαρ, το ισοζύγιο είναι σαφώς αρνητικό, ιδιαίτερα μάλιστα για κάποιες απ' αυτές όπως το αριστουργηματικό "The Shawshank Redemption" που ενώ είχε προταθεί για 7 από τα βασικά Όσκαρ δεν πήρε, τελικά, κανένα, αφήνοντας ένα στίγμα ντροπής στην αιωνιότητα στα μέλη της Ακαδημίας που αγνόησαν την αξία της ταινίας, διότι όπως γράφει ο Μοσχονάς "ο λόγος της αποτυχίας μπορεί να ανιχνευτεί στο σνομπισμό της Ακαδημίας απέναντι στον κινηματογράφο του φανταστικού". Ίσως ήταν σχετικά νωρίς για την Ακαδημία να βραβεύσει μια τέτοια ταινία, έπρεπε να περιμένουν αρκετά χρόνια αργότερα οι φίλοι του φανταστικού προκειμένου να δουν τον 'Αρχοντα των Δαχτυλιδιών" να σαρώνει τα σχετικά βραβεία. Η ανάγνωση του βιβλίου αυτού αναμφισβήτητα ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα στον αναγνώστη φίλο των βιβλίων του Stephen King, και τον οδηγεί με ασφάλεια στην απόλαυση και κριτική αποτίμηση των ταινιών εκείνων που βασίστηκαν στο λογοτεχνικό του έργο.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Ρόμπερτ Χάϊνλάϊν: Ξένος σε ξένη χώρα

Γραμμένο το 1961 το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Χάϊνλαϊν αντανακλά την κουλτούρα της εποχής και τις εναλλακτικές αναζητήσεις στην Αμερική γύρω από τα θέματα της θρησκείας, της μεταφυσικής πίστης, της σεξουαλικής ελευθεριότητας, τα οποία θα κορυφωθούν καθ΄όλη τη δεκαετία του 60 για ν' αρχίσουν να υποχωρούν από τα μέσα της δεκαετίας του 70 με την αναζήτηση και υιοθέτηση πιο συντηρητικών απόψεων. Ωστόσο ο "Ξένος σε Ξένη Χώρα" μπορεί ακόμα και σήμερα να διαβαστεί με ευχαρίστηση, παρά τον όγκο του και ίσως την ξεπερασμένη θεματολογία του. Υπάρχει σε πολλά σημεία τρελό χιούμορ και πληθώρα αλλόκοτων απόψεων και ιδεών, ένα ευχάριστο διάλειμμα από άλλα πιο "σοβαρά" ή "σκοτεινά" αναγνώσματα. 
Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε από την "Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου" των ΗΠΑ ως ένα απ' αυτά που μορφοποίησαν την κουλτούρα της Αμερικής. Όχι άδικα, γιατί πέτυχε να δημιουργήσει ρεύμα ιδεών που ακόμα και σήμερα διαποτίζει πολιτισμικές όψεις, έστω περιθωριακές αλλά πάντως υπαρκτές, της μεγάλης αυτής χώρας. Το βασικό του μοτίβο είναι η εκπαίδευση ενός αρειανού ο οποίος βρίσκεται στον γήινο πολιτισμό. Ο ξένος είναι ο Βαλεντάϊν Μάικλ Σμιθ ο οποίος μεγάλωσε μες την αρειανή κουλτούρα και τώρα πρέπει να ενσωματωθεί στον τρόπο ζωής και στις αντιλήψεις της ξένης γης, της αμερικάνικης γης όμως. Στους βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι και ο δαιμόνιος δικηγόρος Τζούμπαλ Χάρσο που απηχεί θα έλεγα τις απόψεις του ίδιου του Χάϊνλαϊν. Μια χαρακτηριστική άποψη που σημείωσα με ευχαρίστηση είναι και η ακόλουθη: ¨Η δημοκρατία είναι ένα άθλιο σύστημα. Το μόνο θετικό που μπορούμε να κάνουμε γι' αυτή είναι πως είναι οκτώ φορές καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή διακυβέρνησης. Το χειρότερο ελάττωμα της είναι πως οι ηγέτες της αντανακλούν τους ψηφοφόρους τους". Διαχρονική διαπίστωση που ισχύει ακόμα.
Robert Heinlein
Το βιβλίο διατηρεί την αξία του ως αναγνωστικός χρόνος που πρέπει να διαθέσει κανείς για τις απόψεις και τα σχόλια του Χάϊνλαϊν όσον αφορά τον ρόλο της θρησκείας και ειδικότερα του νέου φαινομένου που θα διογκωθεί αργότερα, των θρησκειών της Νέας Εποχής. Σύμφωνα με τον διορατικό Τζούμπαλ, μια εκκλησία "μπορεί να είναι οποιαδήποτε παρέα που αποκαλεί τον εαυτό της εκκλησία". Αφορμή για τις δεικτικές αυτές παρατηρήσεις είναι η κριτική στην θρησκεία των Φοστερικών, ένα αμάγαλμα συγκρητισμού και περίεργων γνωστικών δοξασιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου με τη λογική ενός σούπερ μάρκετ όπου κανείς μπορεί να βρει τα πάντα. Ένα καρναβάλι ευτυχίας είναι η εκκλησία των Φοστερικών που πουλά την πραμάτεια της στην καλύτερη οικονομική τιμή, ενώ διάχυτη είναι η ελευθεριάζουσα ατμόσφαιρα με μπόλικο σεξ και αρκετή μεταφυσική αναζήτηση για να είναι όλοι ικανοποιημένοι. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ο αρειανός Σμιθ θα επιχειρήσει να δημιουργήσει την δική του θρησκεία, κοντράροντας τους Φοστερικούς, λέγοντας κάποιες αλήθειες οι οποίες όμως δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από το φανατισμένο πλήθος, όπως αυτή: "Η Αλήθεια είναι απλή αλλά ο Δρόμος του Ανθρώπου τραχύς. Πρώτα πρέπει να μάθετε να ελέγχετε τον Εαυτό σας". Ο Τζούμπαλ που μιλούσε τη γλώσσα της λογικής θα κριτικάρει σκωπτικά όλη αυτή τη θρησκευτική μανία με τον γνωστό του τρόπο, χαρακτηρίζοντας ως σολιψισμό και πανθεϊσμό την θεολογία των Φοστερικών και του Σμιθ, λέγοντας πως είναι "σαν το μαλλί της γριάς, άφθονη γεύση και καθόλου ουσία"!
Δεν είναι υψηλή λογοτεχνία το συγκεκριμένο βιβλίο, αν δεν έχει υπομονή κάποιος νομίζω αποκλείεται να το ολοκληρώσει, εκτός αν είναι οπαδός του συγκεκριμένου είδους και θέλει να διαβάσει κάτι κλασικό στο χώρο του που μάλιστα βραβεύτηκε το 1962 με το βραβείο Ούγκο. Έχει όμως ασκήσει επίδραση, είναι υπεύθυνο για την δημιουργία της "Εκκλησίας όλων των Κόσμων", μιας νεοπαγανιστικής οργάνωσης που υπάρχει από τη δεκαετία του 1960, η οποία ιδρύθηκε από τον Τιμ Τζελ και σήμερα ισχυρίζεται πως βρίσκεται στο στάδιο της τρίτης εκ του φοίνικος αναγέννησης της. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό, αλλά όπως φαίνεται από τις πληροφορίες που δίνουν στην ιστοσελίδα τους, www.caw.org, λαμβάνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό και την αποστολή τους. Ο ιδρυτής τους επηρεάστηκε από το βιβλίο του Χάϊνλαϊν, προφανώς και από το γενικότερο κλίμα της πανθρησκείας της Νέας Εποχής και αποφάσισε να ιδρύσει δική του θρησκευτικό μόρφωμα, δίνοντας μάλιστα και αναλυτικές συμβουλές για τον τρόπο που θα κάνουν σεξ τα μέλη της οργάνωσης του όπως φαίνεται εδώ http://caw.org/content/?q=condom, προφανώς όμως δεν επηρεάστηκε καθόλου από την κριτική που ασκεί στο βιβλίο ο Τζούμπαλ Χάρσο για την θρησκεία του τύπου που εκπροσωπούσε ο Φόστερ και κάθε μελλοντικού θρησκευτικού σωτήρα. Στον χώρο της Νέας Εποχής και του νεοπαγανισμού τέτοια φαινόμενα είναι δυνατά καθώς εντάσσονται στην γενικότερη φιλοσοφία του μεταμοντέρνου όπου τα πάντα είναι εφικτό να συνδυαστούν μεταξύ τους. Ο Μάικλ Σμιθ, γράφει ο Χάϊνλαϊν, μιλούσε ως "τέλειος πλασιέ αυτοκινήτων". Ας θεωρήσουμε τούτη τη γραφική διαπίστωση ως κριτική του φαινομένου της πανθρησκείας και των κάθε λογής αιρέσεων που αναφύονται στο έδαφος του υποκειμενισμού.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

125 χρόνια πριν

125 χρόνια, σαν σήμερα, από τη γέννηση της βασίλισσας του εγκλήματος. Εγκληματικό λάθος το ότι χάθηκαν τα άπαντα σχεδόν των βιβλίων της σε διάφορες μετακομίσεις, αν και οι εκδόσεις Λυχνάρι δεν με ικανοποιούσαν ποτέ εξαιτίας της πρόχειρης και ατημέλητης έκδοσης. Τώρα όμως θα έρθουν και πάλι στη βιβλιοθήκη, όλα, στο πρωτότυπο κείμενο τη φορά αυτή, και θα διαβαστούν από την αρχή. Μετά την Αγία Γραφή και τον Σαίξπηρ, η Αγκάθα Κρίστι.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Χαρακτήρες

Διαβάζοντας, στην πολύ καλή έκδοση και μετάφραση των εκδόσεων Ζήτρος, τους "Χαρακτήρες" του Θεόφραστου βρίσκει κανείς μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων όπου μπορεί να κατατάξει τους Έλληνες πολιτικούς- η επιγραμματική διατύπωση του Θεοφράστου σαν να μην άλλαξε νόημα και περιεχόμενο από τότε. Λόγου χάριν ο Ψευδολόγος: "Η δε λογοποιία εστί σύνθεσις ψευδών λόγω και πράξεων, ων πιστεύεσθαι βούλεται ο λογοποιών" (= Η ψευδολογία είναι η σύνθεση ψευδών λόγων και πράξεων, για τις οποίες αυτός που ψευδολογεί επιθυμεί να γίνει πιστευτός). Επίκαιρο, αναμφισβήτητα. Αλλά αν ψάξεις βρίσκεις κι άλλα που θα ταίριαζαν, όπως το απόφθεγμα για τον Χωριάτη: "Η χωριατιά φαίνεται ότι είναι η απρεπής έλλειψη λεπτότητας". Ευνόητο είναι πως πολλοί πολιτικοί συνδυάζουν πολλούς χαρακτήρες μαζί, μοιάζει όμως το εκλογικό σώμα να επιλέγει αυτούς πάντα που ταυτίζονται με τον δικό του θεοφράστειο χαρακτήρα.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Αγκάθα Κρίστι: Έρχεται ο θάνατος όπως το τέλος

Οι εκδόσεις "Λυχνάρι" φρόντισαν να εκδώσουν το συνολικό έργο της Κρίστι στα ελληνικά αλλά το παράκαναν με την απόδοση ορισμένων τίτλων, κι έτσι το Death Comes as the End το μετέφρασαν "Τα άστρα μιλούν για θάνατο". Δημοσιευμένο το 1945 είναι από τα βιβλία εκείνα που δεν έχουν ως πρωταγωνιστή κάποιον από τους γνωστούς Πουαρώ ή Μαρπλ, ούτε από τους ελάσσονες πρωταγωνιστές όπως η Τούπενς και ο Τόμυ αλλά ούτε καν κάποιον επιθεωρητή που αναλαμβάνει να λύσει το αίνιγμα των φόνων. Διαδραματίζεται στην αρχαία Αίγυπτο, το 2000 π.Χ., στην οικεία του Ιμχοτέπ, ιερέα που απέδιδε σπονδές στους νεκρούς του κάτω κόσμου, όπου μια σειρά φόνων γίνονται, όλοι από το οικογενειακό του περιβάλλον, όταν αυτός αποφασίζει να φέρει και να ζήσει μαζί του η πανέμορφη παλλακίδα Νοφρέτ. 
Το μυστήριο που δημιουργεί η Κρίστι είναι έντονο, η ατμόσφαιρα μαγική, αισθάνεσαι σε κάθε σελίδα το κακό να απειλεί και να εξαφανίσει όσο το δυνατό περισσότερους ήρωες. Οι χαρακτήρες είναι ολοζώντανοι, με διαφορετικά χρώματα αποδίδει τις συναισθηματικές μεταβολές των τεσσάρων παιδιών του Ιμχοτέπ όταν γνωρίζουν την απόφασή του να ζήσει με τη Νοφρέτ. Η Κρίστι οδηγεί τον αναγνώστη με το να τον κάνει να υποψιάζεται το παρελθόν της Νοφρέτ ως παράγοντα που ευθύνεται, κατά κάποιο τρόπο, με την αλληλουχία των φόνων. Είναι όμως έτσι;  Η Αγκάθα Κρίστι μετέφερε αρκετές φορές την πλοκή των έργων της στην Αίγυπτο, κι αυτό είναι ένα από τα πιο καλογραμμένα έργα της. 

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Μεταξύ Σόλωνος και Χαριλάου Τρικούπη

Όπως τότε, έτσι και την εποχή εκείνη στο βιβλιοπωλείο της οδού Σόλωνος δούλευαν τρεις βιβλιοπώλες, δεμένοι μεταξύ τους, εξαιρετικά φιλικοί προς τους πελάτες με τους οποίους δεν είχαν μια σχέση απλώς διεκπεραιωτική αλλά κατεξοχήν βιβλιοφιλική. Μπορούσες να συζητήσεις μαζί τους με τις ώρες, δεν σε πίεζε ο χρόνος να αγοράσεις ένα βιβλίο, να το πληρώσεις και να φύγεις, αλλά να ακούσεις και πεις κουβέντες με αυτούς και άλλους πληγωμένους από τη γνώση και την αγάπη προς το διάβασμα που κατέφευγαν στο μικρό αυτό ναό για να ικανοποιήσουν το πάθος τους. Η εβδομαδιαία επίσκεψη λοιπόν στο βιβλιοπωλείο αυτό γινόταν θεσμός, μια μικρή απόλαυση σαν τον ζεστό πρωινό καφέ. Φυσικά στον ίδιο δρόμο, αλλά και στους παράδρομους υπήρχαν κι άλλα βιβλιοπωλεία που μπορούσες να βρεις αυτό που έψαχνες και να ικανοποιήσεις παράλληλα και την ανάγκη σου για ξεχαρμάνιασμα με βιβλιοπώλες ή άλλους πελάτες, αλλά αυτό το συγκεκριμένο καθώς ήταν πιο μαζεμένο σε χώρο, αλλά όχι φτωχότερο σε τίτλους, ήταν περισσότερο κοντά στα γούστα κάποιου που διάβαζε κείμενα γύρω από τις ανθρωπιστικές σπουδές, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, έκανε κάποια καλή τιμή στο ταμείο, ενώ και η χαλαρή διάθεση ανάμεσα στους πελάτες και τους βιβλιοπώλες επέτρεπε να συμβεί το αμάρτημα κάθε συνεπούς αναγνώστη, η βιβλιοκλοπή.
Από τους τρεις βιβλιοπώλες, η πλέον βιβλιοφιλική μορφή ανάμεσά τους ήταν αναμφισβήτητα ο μουσάτος. Θα μπορούσε να εργάζεται σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο μια τέτοια μορφή, ίσως μονάχα αυτός να ενσάρκωνε το ιδεώδες του ανθρώπου του βιβλίου όπου νυχθημερόν βρίσκεται εκεί, πίσω από το ταμείο, μπροστά από τα ράφια, στο υπόγειο ή το πατάρι, ψάχνοντας κάποια έκδοση που του τη ζήτησε ένας ψαγμένος πελάτης, τακτοποιώντας το χάος, αναζητώντας την καλύτερη θέση για τα δοκίμια του Μπόρχες: στη θέση της λογοτεχνίας ή της φιλοσοφίας; Ήταν μονάχα βιοποριστικοί οι λόγοι που τον έκαναν να μην φεύγει ποτέ, να μην απομακρύνεται ούτε καν την περίοδο που οι αναγνώστες απουσιάζουν στις παραλίες λερώνοντας στην άμμο τα βιβλία που αγόρασαν από το βιβλιοπωλείο του; Μήπως δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει και αποφάσιζε να μένει συνέχεια εκεί; Προφανώς δεν είχε τίποτα άλλο σημαντικότερο να κάνει. Γι’ αυτό και δέσποζε η παρουσία του εκεί μέσα, ήταν το ίδιο σημαντικός όσο και η αποστολή αυτών που πούλαγε. Διάβαζες στο πρόσωπό του την αφοσίωση στο βιβλίο ενός κόσμου που σιγά σιγά θα φύγει, για να παραχωρήσει τη θέση του στη ραγδαία εξάπλωση των ηλεκτρονικών πωλήσεων βιβλίου.
Ένας φανατικός αναγνώστης όταν δεν έχει λεφτά αναγκάζεται για να ικανοποιήσει το πάθος να κλέψει βιβλία. Ο Κωστής Παπαγιώργης περιγράφει σε ένα κείμενο του το πώς κατόρθωσε την δεκαετία του 60 να απαλλοτριώσει γύρω στους 10.000 τόμους από τα βιβλιοπωλεία του Παρισιού, όχι μονάχα γιατί ήθελε να χτίσει μια προσωπική βιβλιοθήκη ο ίδιος, αλλά για να τα εμπορευθεί συνάμα. Η περιγραφή των τεχνασμάτων που χρησιμοποιούσε για να κλέβει τα βιβλία τον ανύψωνε σε πραγματικό ήρωα στα μάτια κάποιου με ανάλογο πάθος. Τα πράγματα εξελίχθηκαν, όμως, από τότε και τα βιβλιοπωλεία με τα μέτρα ασφαλείας που διαθέτουν δυστυχώς αποτρέπουν τη συστηματική κλοπή των τίτλων τους. Απ’ όλα τα πάθη, αυτό είναι το μόνο δικαιολογημένο. Όταν πεινάς και δεν έχεις λεφτά, θα κλέψεις για να φας, όταν δεν έχεις λεφτά για να αγοράσεις όσους τίτλους χρειάζεσαι, θα κλέψεις βιβλία- δεν χρειάζεται περισσότερη αιτιολόγηση. Ο μουσάτος βιβλιοπώλης κάποτε όμως ανακάλυπτε τις κλοπές, ίσως να υποψιαζόταν, αλλά ποτέ δεν είπε τίποτα, ποτέ δεν προσέβαλε πελάτη του- διακριτικά μετέφερε το μήνυμα του. Ήταν ο άνθρωπος των βιβλίων, γι’ αυτό και κατανοούσε.
Τα χρόνια πέρασαν και το βιβλιοπωλείο μεταφέρθηκε αλλού. Παρέμενε στέκι βιβλιόφιλων, σημαντικών διανοουμένων που σύχναζαν εκεί για να συζητήσουν, τις περισσότερες φορές, ή να αγοράσουν κάποιο καινούργιο βιβλίο, τις λιγότερες φορές. Λόγω της κρίσης ήταν αναμενόμενο η κίνηση στην αγορά βιβλίου να πέσει σημαντικά. Τέτοια μάλιστα ανεξάρτητα  βιβλιοπωλεία  χτυπήθηκαν περισσότερο καθώς το βιβλίο, που ήταν ακριβό έτσι ή αλλιώς, αποτέλεσε αντικείμενο πολυτελείας γι’ αυτούς που αναγκάστηκαν να βάλουν προτεραιότητα άλλες αγορές με το συρρικνωμένο εισόδημα τους. Βέβαια, οι άρρωστοι του είδους θα προτιμήσουν να περιορίσουν το ψωμί ή την έξοδο για καφέ προκειμένου να αγοράσουν το βιβλίο που θέλουν, αλλά μονάχα μ’ αυτούς δεν στηρίζεται η αγορά του βιβλίου, ειδικά τέτοιων ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων. Στηρίζεται μόνο η ανάγκη για κουβέντα με ανάλογους ανθρώπους που συνεχίζουν να συναντιούνται εκεί, αλλά τα έξοδα των ιδιοκτητών του βιβλιοπωλείου δεν θα καλυφθούν από την διαπροσωπική σχέση τους με τους βιβλιόφιλους αλλά όχι αγοραστές, πλέον, βιβλίων.

Ο ηρωικός μουσάτος παραμένει εκεί. Παρά τα χρόνια που πέρασαν, κάποιες δεκαετίες, εξακολουθούσε ο φανατικός βιβλιόφιλος να μαθαίνει νέα του. Είχε όμως σταματήσει η εικόνα του την εποχή εκείνη, με τα πυκνά μαύρα μαλλιά, το ατημέλητο μαρξιστικό μαύρο μούσι, τα μεγάλα μαύρα γυαλιά, με τα  εμφανώς φθαρμένα ρούχα, να δεσπόζει στο χώρο, έχοντας πλήρη εποπτεία των χιλιάδων τίτλων βιβλίων που βρίσκονταν γύρω του, δεξιά αριστερά στα ράφια, ακόμα και για αυτά που μέλλουν να έρθουν στο βιβλιοπωλείο, για τις καινούργιες και τις σπάνιες εκδόσεις. Ένα έμψυχο βιβλίο ο ίδιος. Έως ότου, τον είδε ξανά σε κάποιες φωτογραφίες, φυσικά στο βιβλιοπωλείο, τα χρόνια να έχουν αφήσει το λευκό αποτύπωμα τους, τα μαλλιά και το μούσι από το πυκνό μαύρο να έχουν μετατραπεί στο χρώμα του χιονιού, και αν δεν ήταν η συγκεκριμένη αναφορά στις φωτογραφίες, ή αν τον έβλεπε στον δρόμο, δεν θα τον αναγνώριζε, διότι ο χρόνος είχε ξεγελάσει και τον αναγνώστη, πίστευε πως η εικόνα είναι διαρκής και αμετάλλακτη, και πως δύσκολα πια θα μπορούσε να ταυτίσει την μορφή που γνώρισε με τη νέα, τη μορφή με τα λευκά μαλλιά και το δασύτριχο λευκό μούσι, ίσως η πυκνότητα να παρέπεμπαν στην παλιά μορφή, αλλά με ένα άλμα της φαντασίας που δεν ήταν ικανός, ή και πρόθυμος ακόμα, να πράξει γιατί γι’ αυτόν η εμμονή στις αναμνήσεις σήμαινε την απροθυμία του να μεγαλώσει, η ακινητοποίηση του χρόνου σήμαινε την διαρκή του επιθυμία να παραμείνει σε ένα καθεστώς διαρκούς νεότητας και ανεμελιάς τότε που οι βιοτικές ανάγκες αντιμετωπίζονταν με την κλοπή κάποιων βιβλίων, ενώ τώρα απλώς με το κοίταγμα σε μια βιτρίνα ή στην ιστοσελίδα κάποιου εκδοτικού οίκου. Ο άνθρωπος όμως του βιβλίου με τα λευκά μαλλιά και τη λευκή γενειάδα του θύμισαν πως ο χρόνος πέρασε και γι’ αυτόν τον ίδιο, και πως δεν είναι πια καιρός για ψέμματα. Μια στιγμή όμως. Κοίταξες τα μάτια του; Αυτά δεν γέρασαν, η ματιά παραμένει διαπεραστική και αγνή, με στρώσεις σοφίας βέβαια περισσότερες, αλλά είναι εκεί για να σε παρηγορεί πως η κοινή σας αγάπη, το βιβλίο, δεν μορφώνει απλώς, αλλά μορφοποιεί και την εικόνα σου στα μάτια του άλλου. Και έτσι διαπίστωσε με χαρά πως ο μουσάτος ήταν πάντα νέος.

Σιμόν Βέιλ: Επιστολές και Δοκίμια

Σ’ αυτό το βιβλίο είναι συγκεντρωμένες οι σημαντικές επιστολές που απέστειλε η Σιμόν Βέιλ στον καθολικό ιερέα Περρέν καθώς και κάποια από τα εμβληματικά δοκίμια που έγραψε στη ζωή της. Ο τίτλος της συλλογής «Περιμένοντας τον Θεό» είναι και εύστοχος και ενδεικτικός των προθέσεων, ή μάλλον της επιθυμίας της Βέιλ, που σε όλη της τη ζωή περίμενε τον Θεό, με έναν τρόπο όμως διαφορετικό από τους υπόλοιπους πιστούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στην πρώτη της επιστολή, εκφράζει τον δισταγμό της να προσχωρήσει και τυπικά στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέσω του μυστηρίου του βαπτίσματος. Γράφοντας στον Πατέρα Περέν, θεωρεί τονε αυτό της ανάξια των μυστηρίων της Εκκλησίας. Εδώ βλέπουμε μια ταπείνωση η οποία φθάνει στα άκρα, μια ταπείνωση που συντελείται στην έρημο του κοσμικού χώρου και χρόνου, η οποία διαμαρτυρείται κατά της ευκολίας με την οποία μπορεί κάποιος να γίνει μέλος της Εκκλησίας. Γράφει η Βέιλ: «Αυτού του είδους το εμπόδιο που με σταματά εκτός της Εκκλησίας οφείλεται είτε στην δική μου ατελή κατάσταση, ή στο γεγονός πως η κλήση μου και η θέληση του Θεού, εναντιώνονται σ’ αυτό….αν είναι το θέλημα του Θεού να εισέλθω στην Εκκλησία, θα κάνει γνωστό το θέλημα του σε μένα στην κατάλληλη στιγμή, όταν θα είμαι άξια γι’ αυτό ώστε να μου επιβάλλει το θέλημα του». Δεν αποκλείει μια τέτοια κατάσταση στο μέλλον, στο παρόν όμως θεωρεί πως το θέλημα του Θεού επιβάλλει τη μη ένταξη της στην Εκκλησία. Εδώ ακούμε τη φωνή μιας ξεχωριστής ψυχής που στέκεται με δέος προ του γεγονότος της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στην Εκκλησία, δίσταζοντας να κάνει το τελικό βήμα γιατί η ίδια παίρνει πολύ στα σοβαρά τούτη την αφοσίωση και ένταξη. Η αλλόκοτη ταπείνωση της δια Χριστόν σαλής Σιμόν Βέιλ φθάνει σ’ αυτό το σημείο παραδοχής: «Αν κάποια μέρα έλθει όπου θ’ αγαπώ τόσο πολύ τον Θεό ώστε να αξιωθώ της χάριτος του βαπτίσματος, θα αποδεχθώ τη χάρη αυτή την ίδια εκείνη μέρα, αληθινά, με τον τρόπο που ο Θεός επιθυμεί, είτε μέσω του βαπτίσματος με την αυστηρή έννοια του όρου ή με κάποιον άλλον τρόπο. Κατ’ αυτή την έννοια για ποιο λόγο να αγχώνομαι; Δεν είναι δουλειά μου να σκέφτομαι περί του εαυτού μου. Η δουλειά μου είναι να σκέφτομαι τον Θεό. Είναι δουλειά του Θεού να νοιάζεται για μένα». Η συγκλονιστική Σιμόν Βέιλ περιγράφει έναν τρόπο μέθεξης στο μυστήριο της Εκκλησίας καθόλου συνηθισμένο, που ίσως, με μια τολμηρή σκέψη, θυμίζει τη μετάνοια της οσίας Μαρίας Αιγυπτίας. Η επιφύλαξη της Βέιλ εξειδικεύεται περισσότερο στη δεύτερη επιστολή όπου εδώ αναπτύσσει τις σκέψεις της για την εξωτερική μορφή της Εκκλησίας ως «κοινωνικής δομής» η οποία την φοβίζει. Την φοβίζει ιδιαίτερα ο πατριωτισμός που εμφιλοχωρεί σε ρωμαιοκαθολικούς κύκλους, αλλά και μια αίσθηση πως θ’ ανήκει σε μια ένωση που θα την διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε ένα σώμα δήθεν σωσμένων: «αισθάνομαι πως είναι απαραίτητο και επιβεβλημένο να παραμείνω μόνη μου, μια ξένη και εξόριστη σε σχέση με κάθε ανθρώπινο κύκλο δίχως εξαίρεση». Η κοσμική μοναξιά που επιβάλλει στον εαυτό της θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει εωσφωρική, ειδικά και στον δικό μας εκκλησιαστικό χώρο με την έντονη προδιάθεση μια τυπική και εξωτερική παρουσία στα γεγονότα της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά η Βέιλ δεν μιλούσε αφ’ υψηλού, αλλά στο πνεύμα της ταπείνωσης που χαρίζεται μονάχα στους αληθινά πνευματικούς ανθρώπους, άλλωστε η Βέιλ , όπως γράφει στην πνευματική της αυτοβιογραφία, «είχα υιοθετήσει την χριστιανική στάση ως τη μόνη δυνατή. Μπορώ να ισχυριστώ πως γεννήθηκα, ανατράφηκα, και διαρκώς παρέμεινα εντός της χριστιανικής έμπευσης». Αυτό που την συγκλόνισε εσωτερικά και μετέβαλλε την εξωτερική αποδοχή του χριστιανικού μυστηρίου σε εσωτερικό γεγονός σωτηρίας και αλήθειας είναι η ανάγνωση και η βαθύτερη κατανόηση της Κυριακής Προσευχής, και μάλιστα η ανάγνωση της στο ελληνικό πρωτότυπο: «η άπειρη γλυκύτητα αυτού του ελληνικού κειμένου με συνεπήρε τόσο πολύ, που για πολλές μέρες δεν μπορούσα να σταματήσω από το να την απαγγείλω διαρκώς». Όμως, παρά αυτή την μυστική εμπειρία, η Βέιλ αισθανόταν πως ο Θεός δεν την ήθελε στην Εκκλησία, τουλάχιστον στην παρούσα στιγμή της ζωής της. Σε ποια Εκκλησία όμως ο Θεός δεν την ήθελε; Στην Εκκλησία της εκκοσμικευμένης μορφής, η οποία «μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ήταν ολοκληρωτική, ήταν η σειρά της Εκκλησίας να εγκαθιδρύσει πρώτη εκείνη ένα είδος ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη τον 13ο αιώνα, ύστερα από τον πόλεμο με τους Καθαρούς».
Σιμόν Βέιλ
Τούτη τη μορφή αμφισβητεί η Βέιλ, δίχως να αμφισβητεί τον Θεό ή την καθαρότητα και την ομορφιά της χριστιανικής πίστης καθώς και την ανάγκη για την παρουσία σύγχρονων αγίων στην σημερινή κοινωνία. Η σύγχρονη αγία είναι η Σιμόν Βέιλ με αυτόν τον παράδοξο λόγο που συμβάδιζε με τον παράδοξο σαλό της βίο. Ο λόγος της χάριτος αναβλύζει από τα γραπτά της σε κάθε σημείο: «Όταν, ωστόσο, ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον Θεό, παραδίδεται τότε στο νόμο της βαρύτητας. Τότε νομίζει πως είναι ελεύθερος να αποφασίζει και να επιλέγει, αλλά είναι μονάχα ένα πράγμα, μια πέτρα που πέφτει».
Πέρα από τα αυτοβιογραφικά και πνευματικά αυτά κείμενα, στον τόμο αυτό υπάρχει και ένα άλλο δοκίμιο που προκαλεί συγκίνηση και θα έπρεπε υποχρεωτικά να διαβαστεί από καθέναν που θέλει να ασχοληθεί με την ακαδημαϊκή ζωή του πνεύματος, με κάποια επιστήμη. Το δοκίμιο έχει τον τίτλο «Στοχασμοί για την ορθή χρήση των σχολικών σπουδών υπό το φως της αγάπης του Θεού». Ένα δοκίμιο για κάθε μαθητή τελικά, ανεξάρτητα σε ποιο στάδιο της διαδικασίας μάθησης βρίσκεται, είτε ξεκινά από το δημοτικό σχολείο, είτε βρίσκεται σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, είτε στο πανεπιστήμιο και στη μεταδιδακτορική έρευνα, ή αποφασίζει έπειτα από πολλά χρόνια να αφιερωθεί σε έναν τομέα μελέτης για χάρη αυτής και της καλλιέργειας του εαυτού του. Η Βέιλ θεωρεί πως μονάχα οι σχολικές ασκήσεις αναπτύσσουν ένα υποδεέστερο είδος προσοχής, ωστόσο «είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές στην αύξηση της δύναμης της προσοχής η οποία θα είναι διαθέσιμη στον καιρό της προσευχής». Συνδέει λοιπόν την προσοχή με την δυνατότητα της προσευχής, αλλά προχωρεί ένα βήμα παραπέρα. Το πνεύμα μόνο μέσω της επιθυμίας να προοδεύσει, αλλά για να υπάρχει επιθυμία «πρέπει να υπάρχει ευχαρίστηση και χαρά στην εργασία….η χαρά της μάθησης είναι τόσο απαραίτητη στη σπουδή όσο είναι η αναπνοή στο τρέξιμο….όταν απουσιάζει δεν υπάρχουν αληθινοί σπουδαστές, αλλά μονάχα καρικατούρες εκπαιδευομένων που, στο τέλος της εκπαίδευσής τους, δεν θα έχουν καν μια ασχολία». Πόσο επίκαιρα ηχούν αυτά τα λόγια τον καιρό των επιδοτούμενων σεμιναρίων, τούτη την διαχρονική (αυτό)εξαπάτηση πολιτών, εκπαιδευτών και κρατικών υπηρεσιών! Αν δεν υπάρχει η χαρά στην σπουδή και στην πνευματική εργασία, τότε δεν μπορεί να υπάρχει προπαρασκευή για πνευματική χριστιανική ζωή. Γι’ αυτό και η Βέιλ ακόμα και στην επίλυση ενός προβλήματος γεωμετρίας βλέπει την ανόθευτη εικόνα της μοναδικής, αιωνίου και ζώσας Αλήθειας, δηλαδή του Ενσαρκωμένου Λόγου: «Κάθε σχολική εργασία, ιδωμένη μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι σαν ένα εκκλησιαστικό μυστήριο». Γι’ αυτό είναι αναγκαία η προσοχή και η σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των σχολικών εργασιών: «ευτυχισμένοι είναι αυτοί που διάγουν την εφηβεία και τη νεότητά τους αναπτύσσοντας αυτή την δύναμη της προσοχής….οι σπουδές βρίσκονται εγγύτερα του Θεού εξαιτίας της προσοχής η οποία συνιστά την ψυχή τους. Όποιος περνά τα χρόνια των σπουδών του δίχως ν’ αναπτύσσει αυτήν την προσοχή μέσα του έχει απολέσει έναν μεγάλο θησαυρό». Στην ουσία αυτό που συνιστά η Βέιλ είναι μια ασκητικότητα ως απόλυτα συνυφασμένη με την ουσία των σπουδών και της μελέτης η οποία, με τη σειρά της, θα οδηγήσει σε ανώτερη πνευματική σφαίρα, θα αποτελέσει κατά κάποιον τρόπο την εισαγωγή στην χριστιανική πνευματική ζωή. Η γεωμετρία, η μελέτη των λατινικών, των ελληνικών, των ξένων γλωσσών, της φιλοσοφίας, της φυσικής, κάθε μάθησης, η ακαδημαϊκή εργασία που αρχίζει εξ απαλών ονύχων και δεν τελειώνει ποτέ «εμπεριέχει ένα τέτοιο πολύτιμο μαργαριτάρι που γι’ αυτό αξίζει κανείς να πουλήσει όλα την περιουσία του, κρατώντας τίποτα για τον εαυτό του προκειμένου να το αποκτήσει». Πόσο στενή και τεθλιμμένη αυτή η οδός για τους σύγχρονους σπουδαστές.
Ο λόγος της Βέιλ είναι  διαχρονικός , επίκαιρος και αξίζει να τον μελετάμε και να επανερχόμαστε σ’ αυτόν ακατάπαυστα.



Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Η μάχη με τον χρόνο

Η αγωνία να ξεκλέψεις λίγη ώρα από βιοτικές ασχολίες για ν' ασχοληθείς με την κατεξοχήν βιοτική σου ανάγκη, το διάβασμα.