Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα
γράφηκε το έτος 1959 και αποτελεί ένα ηθικο-ιστορικό μωσαϊκό που εκτείνεται
χρονικά λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή έως και την εγκατάσταση των
προσφύγων στον ελλαδικό χώρο.
Η οικογένεια Μάγη και οι
πλησιέστεροι συγγενείς είναι μια οικογένεια, όπου κυριαρχούν η μορφή της
πανέμορφης και ελκυστικής μητέρας – γυναίκας, ο εργοστασιάρχης πατέρας, τα 3 –
στην αρχή – και μετέπειτα 4 παιδιά τους και η οικονομική τους ευρωστία. Φυσικά διανθίζονται
από γιαγιάδες, θείους και θείες με διαφορετικές νοοτροπίες ο καθένας, άλλο πιο
τίμιος, άλλος πιο ‘σφιχτός’ οικονομικά κ.ο.κ.
Ωστόσο, παρατηρώντας πιο
προσεκτικά το αφηγηματικό αυτό
‘μωσαϊκό’, βλέπουμε ξεκάθαρα τις ρωγμές του και κάποιους μικροοργανιασμούς που
βρίσκουν χώρο να κατοικίσουν στο σπίτι της οικογένειας Μάγη.
Στην αρχή ο πατέρας φαίνεται ότι
είναι ένας πλούσιος και χαρούμενος τύπος, ευτυχισμένος με την οικογένειά του
και αιώνια ερωτευμένος με την καλλονή γυναίκα του. Υποβόσκει, ωστόσο, το
αίσθημα της ζήλιας του και της κατωτερότητάς του, καθώς μάλιστα – όπως χαρακτηριστικά
περιγράφει η συγγραφέας - υστερεί και σε ύψος σε σχέση με τη γυναίκα του και ονειροβατεί
μονίμως, προκειμένου να ωραιοποιεί δύσκολες καταστάσεις για να μην ταραχθεί η
συνοχή και η καλοπέραση της οικογένειας. Προσπαθεί πάντα να κάνει τα χατήρια στη
γυναίκα του, αποδεχόμενος τα διάφορα πάρτυ και – κάποιες φορές και τους
μνηστήρες της - επισκέψεις, συνεστιάσεις κλπ, ώστε να την κρατά χαρούμενη,
γιατί ξέρει σίγουρα πως αυτός από μόνος του δεν αρκεί.
Από την άλλη, η γυναίκα του είναι
μια όμορφη κυρία, η οποία ξέρει την εντύπωση που προκαλεί στους γύρω της – και
κυρίως στους άντρες όλων των ηλικιών - και κολακεύεται. Μάλιστα, κάποτε
διαφαίνεται αμυδρά ο έρωτας κάποιου νεαρού προς αυτήν και ο κόπος που καταβάλει
η μητέρα να μην τον ακολουθήσει. Την κρατάνε φυσικά τα παιδιά της.
Σιγά σιγά, αχνοφαίνεται η αρχή
του τραγικού εκείνου πολέμου κι έτσι και στην οικογένεια Μάγη αρχίζει η
οικονομική κρίση, με τον πατέρα να είναι εφιαλτικά και άνευ λόγου πια ακόμη πιο
αισιόδοξος και τη μητέρα έντρομη να προσπαθεί να αφενός μεν να τον συνεφέρει
όσο πιο κομψά γίνεται, αφετέρου δε να ζήσει όσο πιο φυσιολογικά γίνεται, μέσα
στα πλαίσια που είχε μάθε. Ώσπου, τελικά η οικονομική τους καταστροφή και η
φτώχεια τους, τους εξαναγκάζουν να δώσουν το ένα τους κορίτσι σε ένα ζευγάρι
συγγενών που δεν έχουν παιδιά. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να προσπαθούν να έχουν
κόσμο στο σπίτι τους σαν να μην τρέχει τίποτα. Η αγωνία και το γάντζωμα από την
προηγούμενη ζωή τους δείχνει και το βαθμό της απελπισίας τους, η οποία είναι
έντονη εσωτερικά, αλλά όχι ακόμη εξωτερικά.
Στη συνέχεια, περιγράφεται η
αγωνία των μικρασιατών για το μέλλον τους και φυσικά η βιαιότητα και η φρίκη του
πολέμου, με αποκορύφωμα το γεγονός του θανάτου όλων των μελών – πλην ενός – της
οικογένειας του θείου Θανάση. Ένα βουβό μοιρολόγι διαρκείας.
Ακολουθεί η μικρασιατική
καταστροφή και όλη η οικογένεια παίρνει το δρόμο του ξενιτεμού για την Ελλάδα –
όπως κι άλλοι 1,5 εκατομμύριο μικρασιάτες – για να τους δούμε πάλι να
ξανασμίγουν στον Πειραιά.
Ξεκινούν πάλι από την αρχή,
ζώντας κυριολεκτικά σε μια παράγκα – σε σχέση με τα μεγαλεία τους στη Σμύρνη –
και μέσα εκεί η μητέρα προσπαθεί από τα απομεινάρια μιας πολυτελούς εποχής να
φτιάξει το νέο της σπιτικό. Ο πατέρας – αλκοολικός πια – και μετά από άπειρες
αποτυχημένες προσπάθειες βρίσκει τελικά δουλειά. Η μητέρα ξεκινά κι αυτή να εργάζεται,
εξαργυρώνοντας τις γνώσεις της ως καλλονής και φτιάχνει κρέμες και αρώματα. Ο γιος
της οικογένειας – ο Στέφος - μπαρκάρει στα καράβια.
Στο τέλος του μυθιστορήματος, όλα
τα παιδιά σμίγουν γύρω από τους γονείς και το έργο αυτό– παρά τις τραγικές
στιγμές που περιγράφει – ολοκληρώνεται με τα παιδιά να μεγαλώνουν, να
πολιτικοποιούνται, κάποια να ερωτεύονται, αλλά φαίνεται ότι η οικογένεια
βρίσκει πάλι το δρόμο της.
Το ένστικτο της επιβίωσης των
ανθρώπων και το ένστικτο των καλής επιβίωσης των Σμυρνιών τους βοηθά, ώστε να
δημιουργήσουν νέες ισορροπίες, να βρουν και στην Ελλάδα όμορφα πράγματα, όπως
μυρωδάτα λουλούδια, καλούς γείτονες, όμορφα ταίρια για τα παιδιά τους κι έτσι το
μέλλον τους διαφαίνεται κάπως πιο αισιόδοξο.
Σίγουρα, δεν θυμίζει Σμύρνη, αλλά χτίζουν στην Ελλάδα μια νέα συνθήκη,
με την οποία η ζωή τους γίνεται λιγάκι πιο γλυκιά – και για να μιλήσω στη γλώσσα
της οικογένειας Μάγη - όχι σαν τα
σιροπιαστά της Σμύρνης, αλλά – τέλος πάντων – σαν ένα κομμάτι μπακλαβά του
εμπορίου.