Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Μαρκ Λίλλα: Ο Θνησιγενής Θεός. Θρησκεία, Πολιτική και η Νεότερη Δύση

Τροφή για σκέψη είναι το βιβλίο του καθηγητή ανθρωπιστικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Μαρκ Λίλλα. Στην ουσία πρόκειται για μια μελέτη των σχέσεων θρησκείας και πολιτικής, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στους Νεότερους Χρόνους στη Δύση, αλλά κάνοντας αναφορές και στο κλασικό παρελθόν της Δυτικής Ευρώπης, προτού αυτονομηθεί η πολιτική φιλοσοφία από την θεολογία. Ο Λίλλα περιγράφει την διαπλοκή των δύο κυρίαρχων κοσμοθεωριών που διαμόρφωσαν την πολιτική παράδοση της Δύσης και το πως, κυρίως χάρη στον Χομπς, έγινε εφικτός ο Μεγάλος Διαχωρισμός της πολιτικής από την θεολογία, πως έπαψε να είναι κυρίαρχη η πολιτική θεολογία για να αναπτυχθεί πολιτική φιλοσοφία και επιστήμη. Αναγνωρίζει ο Λίλλα στον Αυγουστίνο την πρώτη μεγάλη θεολογικό-πολιτική σύνθεση της δυτικής σκέψης στο έργο του "Η Πολιτεία του Θεού". Ο Αυγουστίνος είναι αυτός που δίδει τον τόνο στην χριστιανική πολιτική θεολογία, αλλά είναι με την στέψη του Καρλομάγνου από τον Πάπα που συμβαίνει αυτό που χαρακτηρίζει ο Λίλλα ως "σύγχυση των συμβόλων" εξουσίας, της πολιτικής και της πνευματικής στη Δύση. Τα χρόνια αυτά (11ος και 12ος αιώνας) είναι άλλωστε κυρίαρχη στη Δύση η "περί περιβολής έριδα" , για το αν ο Πάπας θα κατέχει εκτός από το πνευματικό ξίφος και το πολιτικό, ή αν το δεύτερο δικαιωματικά ανήκει στον μονάρχη και στους αυτοκράτορες. Το πρόβλημα για τον Λίλλα σ' αυτήν την περίοδο εντοπίζεται στις εξουσιαστικές διεκδικήσεις της θεολογικής εκκλησιαστικής σκέψης που διεκδικεί και κερδίζει ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής. Το σημείο καμπής εντοπίζεται στους θρησκευτικούς πολέμους του 16ου αιώνα όπου οι χριστιανοί καταδίωκαν και φόνευαν τους χριστιανούς λόγω διαφορετικών δογματικών πεποιθήσεων: "αυτό που διέρρηξε την ενότητα της χριστιανικής πολιτικής ήταν η θεολογική αυτοσυνείδηση και ένταση των συγκρούσεων, οι οποίες πυροδότησαν νέες συγκρούσεις που ρίζωναν στις βαθύτερες αμφίσημες όψεις της χριστιανικής αποκάλυψης". Η χριστιανική βία αυτόν των αιώνα τροφοδοτούσε τον φανατισμό και το αντίθετο. Τότε ήταν που συνέβη αυτό που περιγράφει ο Λίλλα ως ο Μεγάλος Διαχωρισμός της πολιτικής φιλοσοφίας από την κοσμολογία και την θεολογία. Τα ονόματα που έρχονται στο προσκήνιο είναι αυτά του Χιούμ, του Λοκ και, κυρίως, του Χομπς, που εισάγει μια νέα ανθρωπολογία, ανατρέποντας την ίσαμε τότε θεώρηση της προτεραιότητας του Θεού έναντι της φύσης του ανθρώπου θεωρώντας πως "ο φόβος, η άγνοια και η επιθυμία αποτελούν τα βασικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς", στερώντας έτσι τον άνθρωπο από το μεταφυσικό του βάθρο. Ο Λίλλα θεωρεί πως οι βασικοί πολιτικοί θεσμοί της Δύσης θεμελιώνονται σ' αυτόν τον πνευματικό διαχωρισμό που επιτέλεσαν τα μεγάλα ονόματα της αγγλικής πολιτικής φιλοσοφίας. Στην ηπειρωτική Ευρώπη όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, κυρίως χάρη στον μετριασμό της ρήξης που ήρθε από την Αγγλία, με προεξάρχοντες τον Ρουσσώ και τον Καντ οι οποίοι είδαν με περισσότερο καλοσύνη την ανθρώπινη φύση, αναδεικνύοντας τον ηθικό και παιδευτικό ρόλο της θρησκείας και την Εκκλησία ως την ηθική πολιτική δύναμη του σύγχρονου κόσμου, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λίλλα "έναν αιώνα μετά τον Χομπς, ο Καντ βρήκε τρόπο να επαναφέρει την θεολογία στο επίκεντρο του πολιτικού στοχασμού", ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τον Χέγκελ ο οποίος μεταφέρει την ιδέα της χριστιανικής συμφιλίωσης από τα έσχατα στο παρόν. Αλλά πλέον είναι μια πολιτική θεολογία που δεν αμφισβητεί τον νέο κυρίαρχο, το Κράτος, καθώς το κυρίαρχο δόγμα της βόρειας Ευρώπης , ο Προτεσταντισμός, επιταχύνει την σταθεροποίηση των θεσμών του σύγχρονου κράτους εφόσον ο άνθρωπος ως πιστός χριστιανός θεωρείται πως μπορεί να πετύχει αδιαμεσολάβητα την ηθική τελείωση και να γνωρίζει μέσω των θείων γραφών τον Λόγο του θεού που ομιλεί κυρίως στην καρδιά του. Εδώ οι δρόμοι της αγγλο-αμερικανικής παράδοσης και της ηπειρωτικής Ευρώπης (κυρίως της Γερμανίας) διαχωρίζονται, και όσο και αν δεν το ομολογεί ο Λίλλα μπορούμε να μιλάμε για έναν δεύτερο Μεγάλο Διαχωρισμό, ο οποίος βρίσκει πνευματική έκφραση στην ανάπτυξη της φιλελεύθερης θεολογίας, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Σλάϊερμάχερ, (αυτός είναι  ο Θνησιγενής Θεός), μιας "νέας ερμηνείας της σχέσης θρησκείας και πολιτικής που δεν ήταν φιλελεύθερη με την αγγλο-αμερικανική έννοια". Κατά της φιλελεύθερης θεολογίας στη Γερμανία, και του ανθρωπισμού που αυτή εισήγαγε, ήταν ο Καρλ Μπαρτ όπου με το θεμελιώδες έργο του "Η Επιστολή προς Ρωμαίους" κυριάρχησε στην εποχή του μεσοπολέμου στη Γερμανία, θεωρώντας την φιλελεύθερη θεολογία υπεύθυνη για το χάος, την ανορθολογικότητα και την διαφθορά των ηθών στην εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Λίλλα, ο Μπαρτ δεν κατόρθωσε  να διακρίνει την σύνδεση ανάμεσα στην ρητορική του θεολογικού μεσσανισμού και της αποκαλυπτικής ρητορείας  στην πολιτική σφαίρα που είχε ήδη αγκαλιάσει την γερμανική κοινωνία. Η οξύτατη παρατήρηση του Λίλλα πως η εσχατολογική γλώσσα γεννά και τρέφει την εσχατολογική πολιτική, με αναφορά στην πνευματική εξέλιξη της Γερμανίας και συνακόλουθα την έλευση του Γ΄ Ράϊχ, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε κάθε παρόμοια προσπάθεια να διαμορφωθεί η πολιτική εξέλιξη υπό το πρίσμα μυθοπλασιών, εθνικών ή θρησκευτικών. Την ίδια τάση πολιτικού μεσσιανισμού που υποκρύπτει θεολογικές αναφορές διακρίνει ο Λίλλα και στο έργο του Ερνστ Μπλοχ που είναι προσανατολισμένο προς την θεοποίηση του μπολσεβικισμού.
Mark Lilla
Είναι ξεκάθαρη η προτίμηση του Λίλλα στην αγγλο-αμερικανική παράδοση του Μεγάλου Διαχωρισμού που βρήκε τη νεότερη έκφραση της στα κείμενα των ιδρυτών πατέρων της αμερικανικής δημοκρατίας και που αποτυπώθηκαν στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Θεωρεί την πολιτική θεολογία ως την αρχέγονη μορφή της πολιτικής σκέψης η οποία παραμένει μια ζώσα εναλλακτική ακόμα και σήμερα, ακόμα και στις ΗΠΑ όπου η μεσσιανική ρητορική, κυρίως σε κύκλους της θρησκευτικής Δεξιάς μπορεί να είναι και η δεσπόζουσα πολιτική έκφραση. Ωστόσο η ιδιαιτερότητα των ΗΠΑ εξακολουθεί: "οι Αμερικανοί αποδέχονται την αρχή, που προέρχεται από την επίθεση του Χομπς στην πολιτική θεολογία, πως είναι η συναίνεση του "Εμείς, ο Λαός" που μονάχα αυτή καθιστά νομιμοποιημένο το Σύνταγμα". Δεν φοβάται τους αυτόκλητους προφήτες ο Λίλλα, καθώς επιστρέφουν στις εκκλησίες τους μόλις ρίξουν οι ψηφοφόροι την ψήφο τους στις εκλογές. Το γεγονός πάντως πως πολλοί Αμερικανοί δείχνουν να ανησυχούν για την επιστροφή της θρησκείας είναι για τον Λίλλα καλό σημάδι. Ο Μεγάλος Διαχωρισμός θεολογίας και πολιτικής υπήρξε αποτέλεσμα της έλλειψης συναίνεσης στον χριστιανικό κόσμο της Δύσης για τα όρια του θεϊκού νόμου, και αυτό σήμαινε την έναρξη μιας πνευματικής διαδικασία αναζήτησης εναλλακτικών σε κάθε μορφής πολιτικής θεολογίας. Το αποτέλεσμα δείχνει πως αυτός ο δρόμος που ακολούθησαν οι λαοί της Δύσης ήταν πετυχημένος ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά. Η πρόκληση που δέχεται σήμερα από το προ-νεωτερικό Ισλάμ και η απάντηση που θα δώσει η Δύση στην απειλή του φασιστικού ισλαμοφονταμενταλισμού θα καθορίσει το αν η ευημερία της θα συνεχιστεί. Ο Λίλλα πιστεύει πως δεν είναι δυνατή μια ξαφνική αποδοχή του Μεγάλου Διαχωρισμού από τον ισλαμικό κόσμο, το μόνο που μένει στη Δύση, αναφέρει, είναι να καλωσορίσει κάποιον μετριοπαθή μετασχηματισμό της ισλαμικής πολιτικής θεολογίας, θεωρώντας πάντως πως εναπόκειται σ' αυτές τις παραδόσεις να σκύψουν εντός τους και να βρουν τον τρόπο για μια συνετή πολιτική τάξη. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να προβλεφθεί για το εγγύς μέλλον. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.