Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Χανς Φαλλάντα: Ο Σιδηρούς Γουσταύος. Το χρονικό μιας βερολινέζικης οικογένειας.

Το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης των Penguin
Ο Φαλλάντα δημοσίευσε το βιβλίο το 1938 έχοντας υπογράψει συμβόλαιο τον προηγούμενο χρόνο προκειμένου να γράψει την ιστορίας μιας γερμανικής οικογένειας από το 1914 ως το 1933. Ωστόσο το τέλος της ιστορίας δεν φθάνει ως την σημαδιακή ημερομηνία του 1933 αλλά ως το 1928, και το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παρέμβει ο Γιόζεφ Γκέμπελς και να απαιτήσει τη συνέχιση της ιστορίας ως τον εκλογικό θρίαμβο των Ναζί, και πράγματι ο συγγραφέας ο οποίος φοβόταν την ναζιστική μηχανή θανάτου υπέκυψε και ενσωμάτωσε  στο αρχικό του κείμενο προπαγανδιστικά στοιχεία υπέρ των Ναζί που και πάλι όμως δεν ικανοποίησαν την ηγετική ομάδα, κυρίως τον Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ, ο οποίος ισχυρίστηκε πως ο Χανς Φαλλάντα δεν ήταν ο συγγραφέας εκείνος που μπορούσε να χρηματοδοτήσει το γερμανικό κράτος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο στη ναζιστική Γερμανία το 1938 να λάβει αρνητικές κριτικές και πολύ γρήγορα να αποσυρθεί από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Penguin σε μετάφραση Philip Owens (ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου το 1945 στην Αθήνα, υπηρετώντας την βρετανική αποστολή), βασίζεται σε μια παλιότερη αγγλική έκδοση του 1940 η οποία προσπάθησε να αποκαταστήσει το αρχικό κείμενο του Φαλλάντα δίχως τις μεταγενέστερες "ναζιστικές" τροποποιήσεις. Η σημερινή αγγλική έκδοση, θεωρούν οι εκδότες του βιβλίου, είναι πλέον η πιστότερη στο κείμενο που έγραψε αρχικά ο Φαλλάντα.
Χανς Φαλλάντα
Η ιστορία που διηγείται ο Φαλλάντα βασίζεται στο πραγματικό γεγονός που διαδραματίστηκε το 1928 όταν ο Γουσταύος Χάρτμαν, ένας ιδιοκτήτης ιππικής άμαξας, οδήγησε το μόνιππο του από το Βερολίνο στο Παρίσι. Τον ρόλο αυτό στο βιβλίο τον αναλαμβάνει ο Γουσταύος Χάκενταλ, ο αυτοαποκαλούμενος και "Σιδηρούς Γουσταύος" εξαιτίας της αλύγιστης προσωπικότητας του στα δύσκολα αλλά και στην ξεροκεφαλιά του θα έλεγε κανείς, όσο και σε μια άκαμπτη ηθική στάση που οδηγεί πολλά μέλη της οικογένειας του στην αποξένωση και στον ηθικό ξεπεσμό, Το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα σου κρατά το ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα αν και θα ήταν ενδιαφέρον να μπορούσε ο Φαλλάντα να το προχωρούσε ως τη ναζιστική περίοδο δίχως να υπάρχει η λογοκρισία και ο έλεγχος των ναζί. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, αποκτούμε μια καθαρή εικόνα της κοινωνικής κατάστασης στη Γερμανία από το 1914, χρονιά του μεγάλου πατριωτικού, όπως πίστευαν, ξεσηκωμού, ως το άδοξο τέλος του 1918 (μια ήττα που δεν επήλθε στο στρατιωτικό πεδίο, όπως επιμένουν οι βασικοί πρωταγωνιστές του βιβλίου), τη μετέπειτα κοινωνική καταστροφή της ανεργίας, του υψηλού πληθωρισμού, της κοινωνικής κατάπτωσης που συνδυάστηκε με την αμήχανη και αδύναμη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο πολιτικό επίπεδο και την άφρονα πολιτική των συμμάχων, ειδικά των Γάλλων, έναντι της ηττημένης Γερμανίας. Ο Φαλλάντα διηγείται λοιπόν το χρονικό του Γουσταύου Χάκενταλ και των πέντε παιδιών του, στο Βερολίνο του μεσοπολέμου, και την κοινωνική κρίση που θα αφήσει έντονα το αποτύπωμά της στην οικογένεια του. Τα πέντε αυτά παιδιά, ο Όττο, ο Έριχ, ο Χάιντς, η Εύα και η Σόφι δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν την αίσθηση της σκληρότητας, με την έννοια της άκαμπτης ηθικής στάσης, που ο πατέρας Γουσταύος, άσκησε πάνω τους. Απουσιάζει η έννοια και η προοπτική της συγχώρησης ή του ελέους. Αυτό φαίνεται πιο έντονα στην τραγική ιστορία της Εύας που οδηγείται στην πορνεία και στην εθελούσια εκμετάλλευσή της από τον προαγωγό της Ευγένιο Μπαστ. Ο Φαλλάντα βλέπει διάφορα επίπεδα στην ηθική κατάπτωση της Γερμανίας και αυτά αποτυπώνονται στις προσωπικές ιστορίες των παιδιών του Γουσταύου. Ο Χάιντς φερ' ειπείν είναι ο πιο τυχερός καθώς , ως ο νεαρότερος απ' όλους, καταφέρνει να φτιάξει μια υγιή οικογένεια που παρά τη φτώχεια και την ανέχεια που την διακρίνει κατορθώνει να διασώσει στοιχεία ηθικής αξιοπρέπειας και ακεραιότητας, και μάλιστα πολλές φορές εις βάρος της οικονομικής αντοχής της δικιάς του οικογένειας. Κατά πόσο η μορφή του πατέρα Γουσταύου ανταποκρινόταν σ΄έναν μέσο όρο πατριαρχικής μορφής την εποχή εκείνη στη Γερμανία δεν το γνωρίζουμε- και πάντως η μυθιστορηματική του απεικόνιση, μπορούμε να ισχυριστούμε, έχει αρχέγονα χαρακτηριστικά, αυτά του ανελεήμονα και του σκληρού αφέντη που μπορούμε να συναντήσουμε σε διαφορετικές κουλτούρες άλλων χρονικών περιόδων. Άλλωστε, όταν ο πρεσβύτερος υιός του ο Όττο μιλάει γι' αυτόν, αναφέρεται στην πραγματική εικόνα που σχημάτισε ως παιδί για τον πατέρα του: "Ο πατέρας μου; Όχι, είναι ο Σιδηρούς Γουσταύος όπως τον αποκαλούν, και είναι τόσο περήφανος γι' αυτό. Αλλά κανείς δεν θα έπρεπε να είναι περήφανος επειδή είναι από σίδηρο, διότι τότε δεν είσαι ούτε άνθρωπος, ούτε πατέρας".
Οι τελευταίες εικόνες του βιβλίου που περιγράφεται παραστατικά το απίστευτο για κείνη την εποχή ταξίδι με άμαξα από το Βερολίνο στο Παρίσι και επιστροφή ξανά πίσω θυμίζουν έντονα τις περιπετειώδεις περιγραφές ενός Ιουλίου Βερν, και είναι αυτές οι σελίδες που περισσότερο με ενθουσίασαν, γιατί όσο αντιπαθητική κι αν είναι η μορφή του πατέρα Γουσταύου, εντούτοις η ατίθαση τόλμη του και το αλύγιστο της θέλησής του που τον ωθούν να συμμετάσχει σε ηλικία 70 ετών σ' αυτήν την περιπέτεια προκαλούν και συγκίνηση και θαυμασμό, διότι "ότι κι αν είχε συμβεί στάθηκε αδύνατο να τον αλλάξει. Ήταν πραγματικά ένας Σιδηρούς Γουσταύος και δεν είχε λησμονήσει πως να ελπίζει". Παρά τα συντρίμμια που αφήνει γύρω του, παρά το τραγικό τέλος πολλών παιδιών του, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς αυτή την θέληση που τελικά λυγίζει τα σίδερα. Ίσως ένα πνευματικό πορτρέτο της Γερμανίας της ίδιας που παρά τις καταστροφές που επέφερε κατάφερε να διατηρεί αυτό το ανεξιχνίαστο σθένος να σηκώνεται και να συνεχίζει να μάχεται, έτσι όπως έκανε ο Γουσταύος. Αντιφατικό το μήνυμα του βιβλίου, αλλά όχι δίχως να μας βάζει σε σκέψεις. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.