Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Αγία Γραφή και Σαίξπηρ

Το βιβλίο "Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν" δεν είναι μόνο ένα βιβλίο για έφηβες κυρίως, όσες τουλάχιστον θέλουν να διαβάζουν ατόφια λογοτεχνία και όχι παραλογοτεχνικά σκουπίδια με βαμπίρ και άλλoυς Twilight-κλώνους. Είναι ένα βιβλίο όλων των εποχών, γι' αυτό και είναι κλασικό.
Μέσα στο βιβλίο βρίσκουμε την ακόλουθη προτροπή μητέρας προς την θυγατέρα της και ήδη μητέρα ενός κοριτσιού:

"Το μυστικό είναι στο διάβασμα και στο γράψιμο. Εσύ μπορείς και διαβάζεις. Κάθε μέρα πρέπει να διαβάζεις του παιδιού σου ένα φύλλο από ένα καλό βιβλίο. Πρέπει να το κάνεις αυτό κάθε μέρα, ως που να μάθει το παιδί να διαβάζει μονάχο του. Τότε κι εκείνο πρέπει να διαβάζει κάθε μέρα".

Και ποιά βιβλία προτείνει; Όλον τον Σαίξπηρ και την Αγία Γραφή. "Κάθε μέρα πρέπει να διαβάζεις του παιδιού σου ένα φύλλο από το καθένα, κι ας μην καταλαβαίνεις εσύ τι γράφει, κι ας μην μπορείς να πεις τα λόγια σωστά".



Αγία Γραφή και Σαίξπηρ στο κομοδίνο, λίγο προτού κοιμηθώ, ένα κοίταγμα για να μπορεί ο νους ν' αναπαύεται και όταν κοιμάται.

Λιλίκα Νάκου: Παραστρατημένοι

Δημοσιευμένο το 1935 αλλά με την πλοκή του να διαδραματίζεται στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, το μυθιστόρημα της Λιλίκας Νάκου μένει στη μνήμη καθώς οι χαρακτήρες του, ιδιαίτερα οι γυναικείες μορφές, και σ' αυτό η Νάκου είναι μοναδική στο είδος της, είναι δοσμένες με ζωντάνια, αλλά και με επίκαιρο ενδιαφέρον για τη θέση της γυναίκας στον κόσμο.

Η υπόθεση εξελίσσεται κυρίως στη Γενεύη, όπου καταφεύγουν εκεί η μητέρα Νίτσα Καστρή μαζί με τα δυό παιδιά της, την ονειροπόλα Αλεξάνδρα και τον προβληματικό Νίκο. Παιδιά διαφορετικών πατεράδων, η πρώτη του συζύγου της Καστρή, ο δεύτερος το αποτέλεσμα του θυελλώδους έρωτα της με τον εξάδελφο της Σωτήρη. Η μάνα Καστρή λοιπόν, ένας από τους πολλούς "παραστρατημένους" χαρακτήρες του βιβλίου, εγκαταλείπει την Ελλάδα προκειμένου, όπως πιστεύει, να βρεθεί κοντά στον αληθινό της έρωτα, τον εξάδελφο της Σωτήρη στη Γενεύη.

Λιλίκα Νάκου
Η Αλεξάνδρα όμως είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, μορφή που δεν ανήκει στους "παραστρατημένους" αλλά με βάση την λογική και ένα άδολο συναίσθημα προσπαθεί να σταθεί στον κόσμο, στην ξενιτιά, ανάμεσα σε χαρακτήρες που βολοδέρνουν από τα πάθη τους προκαλώντας χάος και καταστροφή. Δεν θα είναι υπερβολή, τουλάχιστον αυτή η αίσθηση μου δημιουργήθηκε, αν πω πως η Νάκου συνθέτει ένα μυθιστόρημα με καθαρά ντοστογεφσκικούς χαρακτήρες. Είναι τόσο έντονο αυτό το στοιχείο της αβυσαλλέας αμαρτίας σε ορισμένους απ' αυτούς, αλλά και τόσο ανυπόφορη,την ίδια στιγμή, η εκζήτηση της χάριτος και της λύτρωσης, που τρίβεις τα μάτια σου από έκπληξη διαβάζοντας ένα τόσο ολοκληρωμένο, βαθιά ψυχολογικό, ελληνικό μυθιστόρημα. Αν η "Κυρία Ντορεμί" είναι, ίσως, το γνωστότερο έργο της Νάκου, οι "Παραστρατημένοι" είναι το πιο ολοκληρωμένο.

Όπως σε κάθε έργο που μ' αρέσει, κάπου θα γίνεται αναφορά σε βιβλία η ανάγνωση των οποίων αλλάζει τον κόσμο. Η Αλεξάνδρα αισθάνεται ανία, αλλά ήταν τυχερή γιατί είχε έναν πατέρα που μπορεί να μην τον αγαπούσε η μητέρα της, εκείνος όμως αγαπούσε το διάβασμα. 

"Στο σπίτι ο πατέρας, φεύγοντας, είχε αφήσει ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία. Ήτανε, λέγαν μανιακός στο διάβασμα. Η μητέρα όμως αντιπαθούσε τα βιβλία. Πιάνανε σκόνη και τόπο άδικα.....Έξαφνα πίσω μου , ο αέρας άνοιξε βίαια την πόρτα της αποθήκης, που βρίσκονταν τα βιβλία. Έτσι από περιέργεια, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, μπήκα να δω πως ήταν εκεί μέσα. Δεμένα, άδετα, πολυτελείς εκδόσεις, φύρδην-μύγδην". 

Εκεί μέσα η Αλεξάνδρα ανακαλύπτει τους αληθινούς θησαυρούς της ζωής, τον Ρενάν, το Νίτσε, τον Τολστόϊ. Ήταν επόμενο λοιπόν να αρχίζει να βλέπει τον κόσμο διαφορετικά: "Ναι, είχα ανακαλύψει έναν μεγάλο κόσμο, τον κόσμο των βιβλίων. Κι ήμουν ακόμα σαν χαμένη ανάμεσα σ' αυτόν. Από τότε η ζωή μου άλλαξε ολότελα. Ένα πάθος με κυρίεψε, μια ξαφνική δίψα για μάθηση, μια περιέργεια, που σχεδόν με τυραννούσε, να μάθω όσο μπορούσα πιο πολλά".

Το βιβλίο της Νάκου φέρει την ονομασία "Παραστρατημένοι" διότι οι χαρακτήρες του λοξοδρομούν από την αλήθεια και την ανθρώπινη κατάσταση της καλοσύνης και της αγάπης, όχι γιατί είναι κακοί κατά βάθος αλλά γιατί οι συνθήκες της ζωής παραμορφώνουν την κρίση τους με συνέπεια να παρεκκλίνουν από την δυνατότητα κατανόησης του άλλου. Πέρα απ' αυτό, κανείς χαρακτήρας του βιβλίου δεν είναι μονοσήμαντος, δεν είναι μόνο αυτό ή εκείνο. Όλοι έχουν τις καλές και τις κακές τους στιγμές, υπάρχουν ακόμα και στους πιο αμαρτωλούς (ή παραστρατημένους με την ορολογία της Νάκου) στιγμές έκλαμψης και ανάνηψης που φωτίζουν , πρόσκαιρα όμως, τον ψυχικό τους κόσμο.
Από τη σειρά της ΕΡΤ "Παραστρατημένοι"
Ο έρωτας και η καλλιτεχνική δημιουργία, η αποστολή ενός ανθρώπου στον κόσμο, η αναζήτηση ενός τρόπου ζωής άξιου της ελληνικότητας στην ξενιτιά μιας ευρωπαϊκής χώρας με διαφορετική κουλτούρα, η μάχη με τα εθνικά στερεότυπα, ο στοχασμός για τη θέση της γυναίκας στον κόσμο και η αναμέτρηση με τη σεξουαλικότητά της, η νοσταλγία της πατρίδας, είναι θέματα που απασχολούν την Νάκου στο βιβλίο της και τελικά επειδή η γραφή της είναι τόσο ζωντανή, μένουν ζωντανά κι αυτά μέσα μας. Από τους χαρακτήρες της Νάκου σ' αυτό το βιβλίο δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τον πρώην καλόγερο Κύριλλο, στην αρχή πίστευα πως θα ήταν μια καρικατούρα του Αλιόσα Καραμαζόβ, αλλά η Νάκου πιο τολμηρή, οδηγεί τον Κύριλλο στο έγκλημα- ίσως αν ζούσε ο Ντοστογιέφκσυ και συνέχιζε με την "Ιστορία του Μεγάλου Αμαρτωλού", να είχε παρόμοια κατάληξη ο Αλιόσα!

Σημείωσα μια ακόμα φράση από το βιβλίο, την λέει ο Κώστας Κιμωνίδης, ο δημοσιογράφος με τον οποίο η Αλεξάνδρα επιθυμεί μια κάποια ερωτική σχέση, αλλά μπερδεμένη κι αυτή καθώς είναι, φέρνει τον Κώστα στα όρια της απελπισίας , για να εκστομίσει αυτή την φοβερή κατηγορία: "Τέλος πάντων, αδύνατο να συνεννοηθεί κανείς με γυναίκα και πολύ περισσότερο με Ελληνίδα, με κορίτσι, με "παρθένον"! Η νοοτροπία της εποχής αποτυπωμένη σε μια φράση. Αν υπάρχει πρόοδος από τότε, οφείλεται και σε συγγραφείς σαν τη Λιλίκα Νάκου.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Κατά της ανάγνωσης από μετάφραση



Τι είναι προτιμότερο να διαβάζει κανείς, μεταφρασμένα βιβλία ή βιβλία στο πρωτότυπο κείμενο;

Αν πρόκειται για Έλληνες συγγραφείς, η επιλογή είναι σχεδόν αυτονόητη. Λέω σχεδόν, διότι όπως έχει κατ΄επανάληψη ειπωθεί, ο Καζαντζάκης διαβάζεται καλύτερα σε μια ξένη γλώσσα και όχι στα ελληνικά, σ’ αυτό το ιδίωμα ελληνικών δηλαδή που επέλεγε ο Καζαντζάκης να γράφει. Επίσης οι αρχαίοι συγγραφείς είναι ένα ζήτημα. Η ανάγνωσή τους στο πρωτότυπο είναι επιβεβλημένη όταν ο αναγνώστης γνωρίζει αρχαία ελληνικά, όταν όμως δεν γνωρίζει ή δυσκολεύεται να κατανοήσει όλες τις λεπτές αποχρώσεις του στοχασμού τους επιβάλλεται η μετάφραση.
Δεν είναι όμως αναγκαία η μετάφραση που θα διαβάσουμε να είναι, οποιουδήποτε βιβλίου, γραμμένη στα ελληνικά.

Υπάρχουν διάφορα κριτήρια, αρκετά πειστικά για να προτιμήσει κανείς να διαβάζει, εφόσον μπορεί, τα βιβλία ξένων συγγραφέων όχι στην ελληνική τους μετάφραση αλλά στο πρωτότυπο κείμενο. Υπάρχει το βασικό κριτήριο της επιλογής μεταφραστή και όχι συγγραφέα. Όταν ένα βιβλίο έχει μεταφραστεί περισσότερες από μια φορές, τότε είναι δυνατή η σύγκριση των μεταφράσεων μεταξύ τους και η ανάδειξη της πιο «σωστής» ή πιο «γλαφυρής». Το πρωτότυπο βιβλίο, τότε, γίνεται το βιβλίο του α ή του β μεταφραστή, έστω κι αν δεν πρόκειται ποτέ αυτός να κλέψει τη δόξα του συγγραφέα του βιβλίου, ή ακόμη να διερευνηθεί διεξοδικά η αξιοπιστία της μετάφρασής του. Ας αφήσουμε κατά μέρος το άλλο ηθικό ζήτημα αν η μετάφραση γίνεται από το πρωτότυπο κείμενο ή είναι μετάφραση της μετάφρασης. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο και δεν αναφέρεται στην έκδοση του βιβλίου, πρόκειται περί εξαπάτησης του αναγνώστη και πρέπει να γνωστοποιείται παντού, αν όμως αναφέρεται η κριτική ας γίνει μονάχα στον τρόπο που αποδίδεται λογοτεχνικά η  ελληνική γλώσσα.

Εφόσον ο αναγνώστης γνωρίζει τη γλώσσα του πρωτοτύπου, θεωρώ πως δεν έχει καμιά δικαιολογία να μην διαβάσει το βιβλίο στην αρχική γλώσσα γραφής. Αν προτιμήσει, σ’ αυτή την περίπτωση την μετάφραση και όχι το πρωτότυπο σημαίνει πως είναι ένας αναγνώστης αδαής, κάποιος που προτιμά μασημένη τροφή, ένας ερασιτέχνης της ανάγνωσης, κάποιος που απλώς θέλει να περάσει γρήγορα το χρόνο του, να τελειώσει στο άψε σβήσε ένα βιβλίο και να περάσει στο επόμενο, ένας καταναλωτής σελίδων. Το πρωτότυπο κείμενο αξίζει περισσότερο σεβασμό. Η μεταφορά στην μητρική γλώσσα, όσο αξιέπαινη και αν θεωρείται σαν προσπάθεια, όσο τιμημένος κι αν είναι ο κόπος του μεταφραστή, δεν γίνεται να αντικαταστήσει, στα μάτια του σοβαρού αναγνώστη, τον κόπο αλλά και την απόλαυση που γεννά η ανάγνωση του πρωτότυπου κειμένου. Μόνο σε μια περίπτωση δικαιολογείται η ανάγνωση σε μετάφραση: όταν αγνοείται η πρωτότυπη γλώσσα γραφής, αλλά ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση δεν αποκτά ο έλληνας μεταφραστής προτεραιότητα στην αναγνωστική επιλογή μετάφρασης απέναντι σε κάποιον αλλοδαπό μεταφραστή. Εφόσον υπάρχει η δυνατότητα, πρέπει να γίνεται σύγκριση μεταξύ της ελληνικής και άλλων μεταφράσεων και ο αναγνώστης να προτιμά εκείνη που «κάθεται» καλύτερα στα προσωπικά γούστα του. Θεωρώ, λ.χ., και ας ακούγεται προκλητικό στα αυτιά κάποιων, τις αγγλικές μεταφράσεις των Ρώσων κλασικών της Κονστάνς Γκαρνέτ κατά πολύ θελκτικότερες για τα μάτια μου από τις αντίστοιχες ελληνικές.


Κονστάνς Γκαρνέτ
Δεν πρέπει ο κόπος που επιβάλλει η ανάγνωση των πρωτότυπων κειμένων να μας αναγκάσει να διολισθήσουμε στην μεταφραστική ευκολία παρά μονάχα σε έκτακτες ανάγκες, όταν φερ’ ειπείν είναι πιο εύκολο να βρεθεί στα χέρια μας η ελληνική μετάφραση ενός βιβλίου από το πρωτότυπο κείμενο ή όταν η τιμή κόστους του πρωτότυπου είναι απαγορευτική για την τσέπη μας. Μονάχα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όσο έλεγχο κι αν δεχόμαστε από τη συνείδηση μας, είναι δικαιολογημένη η απόκτηση ενός μεταφρασμένου βιβλίου.

Ας διαβάσουμε ένα βιβλίο λιγότερο στο χρόνο που θα αφιερώσουμε για να ολοκληρώσουμε το διάβασμα ενός πρωτότυπου κειμένου. Ας μην βαρυγκωμούμε ακόμη κι αν χρειαστεί ν’ ανοίξουμε εκατοντάδες φορές το λεξικό για να βρούμε μια άγνωστη λέξη ή να την καταγράψουμε ακόμη στο προσωπικό μας τετράδιο για να  μελετήσουμε αργότερα την εκφραστική της δυναμική. Ας πούμε όχι σε κάθε ευκολία. Αν κρίνεται απαραίτητο προκειμένου να ανέλθουμε σε ένα ανώτερο αισθητικό επίπεδο και πρέπει να διαβάσουμε έναν αγαπημένο συγγραφέα που μάθαμε, δυστυχώς, πρώτα σε μετάφραση, ας αναλωθούμε στην εκμάθηση ακόμη μιας ξένης γλώσσας προκειμένου να τον απολαύσουμε στη δική του γλώσσα.

Μερικές φορές αναρωτιέμαι, παιδικά έστω: αν στην ερχόμενη ζωή έλθουμε σε επαφή με τον αγαπημένο μας συγγραφέα, δεν θα είναι όμορφο να μπορέσουμε να του μιλήσουμε στη γλώσσα του;

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Αλμπέρτο Μανγκέλ, ένα πρότυπο.

Ο Αλμπέρτο Μανγκέλ είναι ένας πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος. Ζει ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες βιβλία, τα οποία για να τα στεγάσει ανακαίνισε ένα παλιό μεσαιωνικό πρεσβυτέριο κάπου στη νοτιοδυτική Γαλλία. Έναν χώρο όπου, όπως λέει ο ίδιος, τα βιβλία αναπαράγονται μέσα στη νύχτα!
A History of Reading, εκδόσεις Viking 1996

Τον συγγραφέα Μανγκέλ τον είχα γνωρίσει πριν από πολλά χρόνια όταν είχα παραγγείλει ένα δέμα με βιβλία από την Αμερική και ανάμεσα στα πολύτιμα αποκτήματά μου ήταν και το "A History of Reading" που αργότερα μεταφραστηκε και στα ελληνικά. Ήταν η πρώτη επαφή μου με τον Μανγκέλ, ένα βιβλίο για το βιβλίο και το πάθος της ανάγνωσης, μια ιστορική και κοινωνιολογική καταγραφή που με εντυπωσίασε. Αργότερα έχασα τα ίχνη του συγγραφέα για να τον ξαναθυμηθώ και πάλι πρόσφατα αναζητώντας γι' αυτόν διάφορες πληροφορίες από το διαδίκτυο.
Ο Μανγκέλ ομολογεί ως βασική του ιδιότητα αυτή του αναγνώστη, η ανάγνωση βιβλίων προσδιορίζει το είναι του. Γεννημένος το 1948 στο Μπουένος Άιρες ήρθε γρήγορα σ' επαφή με πολλές και διαφορετικές κουλτούρες, καθώς ο πατέρας του ήταν ο πρεσβευτής της Αργεντινής στο Ισραήλ. Την ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία τις γνώρισε αργότερα από την αγγλική όπως παραδέχεται ο ίδιος, αν και το καθοριστικό γεγονός που τον σημάδεψε ήταν η γνωριμία του με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες όταν ο έφηβος Αλμπέρτο εργαζόταν σ' ένα βιβλιοπωλείο στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Ο Μπόρχες τότε ήταν τυφλός, αλλά όχι εντελώς όπως αποκάλυψε ο Μανγκέλ σε μια συνέντευξή του, δεν μπορούσε βέβαια να διαβάσει όμως είχε την μαγική ικανότητα να διακρίνει τίτλους βιβλίων στο βιβλιοπωλείο όπου εργαζόταν ο μικρός Αλμπέρτο.
Στο σπίτι του Μανγκέλ, κάποια βιβλία
Ο Μπόρχες πρότεινε τότε στον Μανγκέλ κάποια απογεύματα να πηγαίνει σπίτι του και να του διαβάζει βιβλία, και για τα επόμενα τρία σχεδόν χρόνια ο Αλμπέρο Μανγκέλ υπήρξε ο προσωπικός αναγνώστης βιβλίων για τον μεγάλο αργεντινό συγγραφέα, ο οποίος δεν περιοριζόταν σε μια παθητική ακρόαση των όσων του μετέδιδε ο Μανγκέλ αλλά τροφοδοτούμενος από την υπερδιογκωμένη μνήμη του- μιας και τα περισσότερα βιβλία που διάβαζε ο Μανγκέλ ο Μπόρχες ήδη τα γνώριζε- προέβαινε σε απίθανες γλωσσολογικές, υφολογικές και λεπτομερείς παρατηρήσεις γύρω από την φύση του αναγνώσματος που εξέπλητταν τον αμαθή, ακόμα, Μανγκέλ. 

O Μανγκέλ έχει δώσει πολλές διαλέξεις σε τρεις, τουλάχιστον, γλώσσες, απ' όσο μπόρεσα να βρω το Youtube. Μιλά με χαρακτηριστική άνεση τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά, σ' ένα αργό μελωδικό τέμπο κάθε μια απ' αυτές τις γλώσσες προσέχοντας ακόμα κι όταν μιλά εκτός κειμένου να είναι ακριβής και περιεκτικός στις εκφράσεις του. Οι τρεις γλώσσες που μιλά καθόρισαν και τον τρόπο οργάνωσης της τεράστιας βιβλιοθήκης του στη Γαλλία: υπάρχει ένα τμήμα στα αγγλικά, ένα στα γαλλικά και ένα ακόμη στα ισπανικά. Τα βιβλία που αναφέρονται στα βιβλία είναι ένα ακόμα μεγάλο τμήμα. Ο ίδιος λέει πως η βιβλιοθήκη του πέρασε από πολλά στάδια, από τα πρώτα παιδικά του χρόνια ως τις πολλές μετακομίσεις, από τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας στην Αργεντινή όπου μπορούσες να συλληφθείς έχοντας στην κατοχή σου ένα απαγορευμένο βιβλίο, το ταξίδι των βιβλίων μέσα σε χαρτόκουτα εναλλάσονταν με την αναπαυτική τους θέση στα ράφια των βιβλιοθηκών που έστηνε ο Μανγκέλ σε διάφορα σπίτια και σε πολλές πόλεις ως την τελευταία του κατοικία που είναι το πρεσβυτέριο της νοτιοδυτικής Γαλλίας. 

Ο Μανγκέλ είναι, και σ' αυτό με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, εναντίον του δανεισμού βιβλίων. Αν θέλω, λέει σε ένα κείμενο του, να δώσω σε κάποιον να διαβάσει ένα βιβλίο προτιμώ να τυ το φωτοτυπίσω, διότι ο δανεισμός ενός βιβλίου είναι παρακίνηση για την κλοπή του. Αυτό η ηθική στάση δεν μας απαγορεύει να την χαλαρώνουμε όταν οι συνθήκες επιβάλλουν να "απαλλοτριώσουμε" βιβλία από προθήκες βιβλιοπωλείων ή βιβλιοθηκών, αυτό δεν το λέει ο Μανγκέλ αλλά εγώ. Αν είχα επισκεφθεί το σπίτι του δύσκολα θα αντιστεκόμουν στον πειρασμό να αφαιρέσω κάποιους τόμους που θα τους είχα άμεση ανάγκη!  

Παρά την τεράστια βιβλιοκατοχή, ο Μανγκέλ είναι συντηρητικός στα αναγνώσματα και στις επιλογές του. Κάπου αναφέρει πως είχε αποβάλλει από τα ράφια της βιβλιοθήκης του το "American Psycho" του Μπρετ Ήστον Έλλις λόγω της σκληρής και ηθελημένης βίας που βρίσκεται στις σελίδες του, λέγοντας μάλιστα πως δεν θα χάριζε σε κάποιον ένα βιβλίο που δεν αγαπούσε ο ίδιος. Επίσης, έχοντας περάσει τα 60 του χρόνια προτιμά να διαβάζει όχι καινούργια πράγματα αλλά παλιό και καλό υλικό. 

Ο Αλμπέρτο Μαγνκέλ είναι ένας άνθρωπος που ανακάλυψε το είναι μέσω του διαβάσματος, είναι ένα πρότυπο στο οποίο οφείλουμε να επανερχόμαστε για έμπευση και μίμηση.

Μ. Καραγάτση: Το Χαμένο Νησί

Η νουβέλα αυτή του Μ. Καραγάτση, που καταλαμβάνει μια εντελώς ιδιόμορφη θέση στο συνολικό του έργο λόγω της ονομασίας της από τον ίδιο ως "φανταστικής", δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1943. Διαδραματίζεται στο νησί Τήλος, ένα νησί που μετακινήθηκε από τον φυσικό του χώρο, το ελληνικό αρχιπέλαγος, και βρέθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό ονομαζόμενο πλέον Ταϊλί.


Ο Καραγάτσης χρησιμοποιεί το γνωστό εύρημα της ανακάλυψης κάποιου χειρογράφου, προσωπικού ημερολογίου το οποίο βρέθηκε στο σεντούκι κάποιου αρχαίου ναού, ένα χειρόγραφο που το έγραψε κάποιος ο οποίος εκτός από μόρφωση "πρέπει να ήταν ολωσδίλου ανισόρροπος- για να μη πω τρελός- αν κρίνει κανείς από τα γραφόμενά του", όπως μας λέει στην Εισαγωγή. 

Το στοιχείο του φανταστικού, έτσι όπως το έχουμε γνωρίσει από τους μαιτρ της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι πολύ αδύναμο σ' αυτή τη νουβέλα του Καραγάτση. Στην ουσία είναι η εκπλήρωση μιας κατάρας, της γριάς Χουχού (αληθινή καραγατσική ηρωίδα), η οποία "προφητεύει" την μετακίνηση της Τήλου και την εξαφάνιση της στους Ωκεανούς. Δεν είναι όμως αδύναμη η εξιστόρηση στη νουβέλα που αναδεικνύει όλα τα σημαντικά γνωρίσματα της λογοτεχνίας του Καραγάτση, τον αισθησιασμό και τον ρεαλισμό του, την απαισιόδοξη και μοιρολατρική απεικόνιση της ανθρώπινης φύσης, τα αρχέγονα καταστροφικά πάθη που λυμαίνονται κοινωνίες και ανθρώπινες ψυχές. Σ' αυτά είναι άφθαστος ο Καραγάτσης, και αυτά δίνονται άφθονα σ' αυτό το μικρό βιβλίο. 

Τούτες οι περιγραφές της έντονης σεξουαλικότητας αναδεικνύουν τον Καραγάτση ως τον πιο παθιασμένο  ερωτικό συγγραφέα της ελληνικής λογοτεχνίας: 

"Μια κυρίαρχη επιθυμία μ' έσπρωχνε ν' αρπάξω την κοπέλα και να τη νεμηθώ τώρα δα, αμέσως, σ' ένωση κτητική, βουβή κι απαίσια. Πρέπει όλη αυτή την εξωσυνείδητη βούληση που καθρεφτιζόταν στη μορφή μου να την ένιωσε η γυναίκα με τον ευαίσθητο σεξουαλικό δείκτη. Και με κοιτούσε με ματιές σκοτεινές, σα να με προκαλούσε όχι να τολμήσω, αλλά πως δεν θα είχα το κουράγιο".  

 Ο ναυαγός που βρίσκεται στην Τήλο, λοιπόν, έχει ν΄αναμετρηθεί με την προσωπική του τραγωδία την οποία κουβαλά στην Τήλο και μολύνει το νησί, και με τους πόθους τους οποίους ξυπνά το αιώνιο θηλυκό που απειλεί να διασαλέψει την ηθική τάξη την οποία εκφράζει ο λόγος της γριάς Χουχού, που όμως κι αυτή αν και τυφλή, μισότρελη και σιχαμερή μιλά σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας: "Ό,τι έχει γράψει η Μοίρα με το δάχτυλό της στο χαρτί τ' ουρανού, θα γίνει...".

Δεν είναι βέβαια το κείμενο που θα μας μείνει για πολύ καιρό στη μνήμη αφότου το ολοκληρώσουμε, ειδικά σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του Καραγάτση δεν καταλαμβάνει παρά τις τελευταίες θέσεις εφόσον ως πρόθεση του συγγραφέα, να συγγράψει ένα έργο φανταστικής λογοτεχνίας, δεν ευδοκιμεί. Μένει όμως στη μνήμη ως αναγκαίο συμπλήρωμα των άλλων μεγάλων και δεξιοτεχνικών έργων του συγγραφέα, αλλά και για τη μορφή της γριάς Χουχού που μέσα στην τρέλα της εκστομίζει αλήθειες!