Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Μαρία Ιορδανίδου: Η Αυλή μας

Η δημιουργός της "Λωξάντρας" που άργησε να εμφανιστεί στα γράμματα αλλά όταν το έκανε χάρισε στην αναγνώστη όμορφες στιγμές, εξέδωσε το 1981, ημερομηνία σταθμός της νεοελληνικής ιστορίας καθώς στην εξουσία ανεβαίνει, και έκτοτε διατηρείται, το κίνημα των λαϊκιστών, ένα σύντομο αφήγημα, την "Αυλή μας" όπου πραγματεύεται ένα θέμα που είχε ήδη αρχίσει να συζητείται και να σχολιάζεται, αυτό της αποξένωσης των ανθρώπων στις σύγχρονες μορφές κατοικίας, τις πολυκατοικίες.

Είναι ένα θέμα που ακόμα και σήμερα μπορεί να δώσει αφορμή για προβληματισμό αλλά και να σταθεί ως σενάριο τηλεοπτικών σειρών. Η Ιορδανίδου όταν έγραφε την "Αυλή μας", ήδη σε μεγάλη ηλικία, είχε κατασταλάξει στις απόψεις της για τον σύγχρονο τρόπο ζωής τον οποίο συνέκρινε με αυτόν που έζησε στην Μικρά Ασία ως φορέας και δέκτης ενός διαφορετικού ήθους. Διαβάζοντας το βιβλίο, ωστόσο, τόσα χρόνια μετά, βλέπεις πως ελάχιστα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο, μάλλον οι απελπιστικά οριακές καταστάσεις που αναπτύσσονται σ' αυτούς τους κλειστούς χώρους πέρασαν ως νοοτροπία και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή, από τον τρόπο που οδηγεί ο άνθρωπος της πολυκατοικίας ως τον τρόπο που "διασκεδάζει" στις καλοκαιρινές του διακοπές. Ένας είναι, βασικά, ο τρόπος: αυτός της οχλαγωγίας και της αγένειας.

"Περίεργο πράμα, και η Νέλλη κι εγώ, από τον καιρό που μπήκαμε σε πολυκατοικία αρχίσαμε να αισθανόμαστε τον εαυτό μας ξένο με το περιβάλλον μας". 

 Η μετάπτωση του αστού στον καθεστώς του μικροαστού δεν τον εμποδίζει να παρακολουθεί στοχαστικά τις εκδηλώσεις ζωής των φύσει μικροαστών, της κρίσιμης αυτής μάζας που ανόρθωσαν το λαϊκιστικό πολιτικό κίνημα σε φορέα εξουσίας και, τελικά, καταστροφής των τελευταίων ιχνών αστισμού στην Ελλάδα. Στην πολυκατοικία της Μαρίας Ιορδανίδου αυτόν τον ανθρωπότυπο παρακολουθούμε να έρχεται ορμητικά προς το κέντρο της ιστορίας.

Και βέβαια, κυριαρχεί πάντα στο νου της Ιορδανίδου η σύγκριση με τον άνθρωπο της Πόλης που ήταν πραγματικός νοικοκύρης στο σπίτι του και όχι καταναλωτής ή μεταπράτης, μικροαστός ελληνόψυχος: "Νοσταλγώ την εποχή που οι γυναίκες στην Πόλη αγαπούσαν το σπίτι τους.....Υψηλό βιοτικό επίπεδο και η ρωμιοσύνη κυριαρχεί από τη μια άκρη της Πόλης ως την άλλη. Δεν υπάρχει πείνα, δεν υπάρχουν  παιδιά που μαστίζονται από ελονοσία. Η γυναίκα δεν είναι υποδουλωμένη στον άντρα όπως στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου ο αδελφός μπορεί να μαχαιρώσει την αδελφή του για λόγους τιμής και το δικαστήριο να τον αθωώσει".

Αυτή η αντίθεση του τότε της Πόλης και του σήμερα της ελληνικής μεγαλούπολης καθώς και η μετάλλαξη των ηθών που παρατηρεί η Ιορδανίδου, στην μεταλλαγή της νοοτροπίας της γυναίκας που ήταν αρχόντισσα στο σπίτι της στην Πόλη, διατηρεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον για το κείμενο σε καλά επίπεδα σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. 

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Alberto Manguel: Σκέψεις που δεν μπορούν να ειπωθούν

Ο Alberto Manguel δημοσίευσε ένα άρθρο στους New York Times το 2014 περιγράφοντας την εμπειρία και τις σκέψεις του ύστερα από ένα εγκεφαλικό που υπέστη.

Τις πρώτες βραδινές ώρες, μια βδομάδα πριν τα τελευταία Χριστούγεννα, κάθισα στο γραφείο μου για ν’ απαντήσω σε μια επιστολή. Αλλά μόλις άρχισα να γράφω τις πρώτες λέξεις αισθανόμουν σαν αυτές να μου ξέφευγαν, να χάνονται στον αέρα προτού φθάσουν στο χαρτί. Εξεπλάγην αλλά δεν ανησύχησα. ‘Ημουν πολύ κουρασμένος και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να σταματήσω να εργάζομαι μόλις τελείωνα το γράψιμο.


Προσπαθώντας να συγκεντρωθώ με προσοχή, επιχείρησα να σχηματίσω στο νου μου την πρόταση που υποτίθεται πως θα έγραφα. Μολονότι γνώριζα την ουσία των όσων ήθελα να διατυπώσω, η πρόταση δεν λάμβανε μορφή. Οι λέξεις εξεγείρονταν, αρνιόντουσαν να κάνουν ότι τους ζητούσα. Αντίθετα από τον Χάμπτυ Ντάμπτυ ο οποίος λέει στην Αλίκη πως όταν χρησιμοποιούνται λέξεις «το ερώτημα είναι ποιος είναι το αφεντικό- και μόνο», αισθανόμουν πολύ αδύναμος να δώσω διαταγές στις φευγαλέες λέξεις τις οποίες όφειλαν ν΄ακολουθήσουν.


Τελικά, μετά από πολλή πνευματική πίεση, κατάφερα να συναρμολογήσω μαζί ορισμένες λέξεις και να τις καταγράψω στο χαρτί. Αισθανόμουν σαν να ψαχούλευα, μέσα σε μια σούπα αλφαβήτας για τις λέξεις που είχα ανάγκη, αλλά μόλις έβαζα το κουτάλι μου για ν’ αρπάξω κάποιες, αυτές διαλύονταν σε άμορφα κομμάτια. Προσπάθησα να πως στον σύντροφό μου πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ανακάλυψα όμως πως δεν μπορούσαν να σχηματιστούν στο στόμα μου οι λέξεις, παρεκτός ως ένα συνεχές ψεύδισμα. Κάλεσε το ασθενοφόρο, και ύστερα από μια ώρα ήμουν στα επείγοντα, δεχόμενος φροντίδα για εγκεφαλικό επεισόδιο.


Προκειμένου ν’ αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν έχασα την ικανότητά μου να θυμάμαι λέξεις, παρά μόνο για να τις εκφράζω, ξεκίνησα ν’ απαγγέλω από μνήμης λογοτεχνικά κομμάτια τα οποία γνώριζα απ’ έξω. Ευτυχώς, η ροή ήταν εύκολη: ποιήματα του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού και του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, κομμάτια από τον Δάντη και τον Βίκτωρα Ουγκώ, σαχλούς στίχους από τον Αρτούρο Καπντεβίλλα και τον Γουσταύο Σβαμπ αντηχούσαν ευκρινώς μέσα στο σκοτάδι του νοσοκομειακού θαλάμου μου. Η ικανότητα να διαβάζω δεν με εγκατέλειψε ποτέ και λίγες ώρες αργότερα διαπίστωσα πως μπορούσα πάλι να γράφω. Όμως όταν επιχειρούσα να μιλήσω στις νοσοκόμες, το ψεύδισμα επέμενε. Μονάχα ύστερα από τέσσερις ή πέντε βδομάδες επίμονης ομιλίας εξαφανίστηκε.


Η εμπειρία, μολονότι τρομακτική, με έβαλε να στοχαστώ πάνω στη σχέση σκέψης και γλώσσας. Αν η σκέψη, όπως πιστεύω, σχηματίζεται στο νου μέσω των λέξεων, τότε σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όταν σαλεύει η σκέψη, οι λέξεις που σαν στρείδια στην στιγμή την περικλείουν, δεν είναι ευδιάκριτες στον οφθαλμό του πνεύματος: μονάχα εν δυνάμει συγκροτούν την σκέψη, ένα βυθισμένο στο νερό σχήμα, παρών αλλά όχι καθορισμένο με κάθε λεπτομέρεια. Όταν μια σκέψη αναδύεται στη γλώσσα του ομιλητή (και κάθε γλώσσα παράγει ιδιαίτερες σκέψεις οι οποίες δεν μεταφράζονται με ακρίβεια), ο νους επιλέγει τις καταλληλότερες λέξεις σ’ αυτή την συγκεκριμένη γλώσσα προκειμένου η σκέψη να γίνει κατανοητή, σαν να ήταν οι λέξεις μεταλλικά ροκανίδια συγκεντρωμένα γύρω από τον μαγνήτη της σκέψης.


Ένας αιμάτινος θρόμβος σε μια απ’ τις αρτηρίες που τροφοδοτεί τον εγκέφαλό μου είχε, για κάποια λεπτά, εμποδίσει την κυκλοφορία του οξυγόνου. Αυτό είχε ως συνέπεια ορισμένες νευρώδεις δίοδοι του εγκεφάλου μου ν’ αποκοπούν και να πεθάνουν, κατά πάσα πιθανότητα εκείνες που έργο  έχουν τη μετάδοση ηλεκτρικών ερεθισμάτων που μεταβάλλουν τις συλληφθείσες λέξεις σε λέξεις που προφέρονται. Ανήμπορος να μεταβώ από τον στοχασμό στην έκφραση του, αισθανόμουν σαν να ψαχούλευα στο σκοτάδι για κάτι που θρυμματιζόταν από το άγγιγμα, παρεμποδίζοντας την μορφοποίηση της σκέψης μου σε πρόταση, ως εάν το σχήμα της (για να συνεχίσω με την εικόνα μου) είχε απομαγνητιστεί και δεν ήταν πλέον σε θέση να προσελκύει λέξεις που υποτίθεται πως τη διαμόρφωναν.
Τούτο με άφησε με την εξής απορία: Τι είδους είναι αυτή η σκέψη η οποία δεν έχει φθάσει ακόμα στη λεκτική της ωριμότητα; Αυτό θεωρώ εννοούσε ο Δάντης όταν έγραφε πως «κεραυνοβολήθηκε ο νους μου/ από αστραπή που μου κόμισε ότι επιθυμούσε»- η επιθυμητή σκέψη που δεν εκφράστηκε, ακόμη, με λέξεις.


Υπό κανονικές συνθήκες, η πρόοδος από τη σύλληψη μιας σκέψης στο ιδιαίτερο γλωσσολογικό πεδίο του σκεπτόμενου ανθρώπου έως τον λεκτικό αστερισμό της, και στη συνέχεια έως την έκφρασή της στον γραπτό ή προφορικό λόγο είναι άμεση. Δεν αντιλαμβανόμαστε τα στάδια της διαδικασίας παρά μόνο σε ημι-ονειρώδεις και παραισθησιογόνες καταστάσεις (αυτό το διαπίστωσα όταν, στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου πειραματίστηκα με το LSD).
Αδυνατώντας να μεταφράσω τις σκέψεις μου σε λέξεις, προσπάθησα να βρω συνώνυμα γι’ αυτά που επιχειρούσα να πω. Πάλι μια παρομοίωση θα βοηθούσε: έμοιαζε ως εάν, πλέοντας στο ρεύμα έβρισκα στο διάβα μου ένα φράγμα που μπλόκαρε τη διέλευση μου και έψαχνα να βρω ένα παρακείμενο κανάλι για να διευκολύνει το πέρασμα μου. Λόγου χάριν, στο νοσοκομείο ανακαλύπτοντας ότι είναι αδύνατο να πω «οι αναστοχαστικές μου λειτουργίες είναι καλές αλλά δυσκολεύομαι να μιλήσω», κατόρθωσα να ξεφουρνίσω στο γιατρό μου: «Έχω λέξεις».


Η εμπειρία μου όσον αφορά την έκφραση αρνήσεων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Κατά την αργόσυρτη πνευματική διαδικασία συλλάμβανα τον εαυτό μου να στοχάζεται «αισθάνομαι πόνο» και προσθέτοντας το «δεν» στην καταφατική πρόταση. Συνηθισμένος στον κανονικό ρυθμό ομιλίας μου, προσπαθούσα ν’ απαντήσω αμέσως, αλλά οι λέξεις έβγαιναν προς τα έξω ως «βέβαια» ή «ναι» προτού βρω χρόνο να οριοθετήσω τη σκέψη μου στην κατάλληλη άρνηση. Φαίνεται πως η κατάφαση στο νου μου προηγείται της άρνησης.
Ίσως, έλεγα αργότερα στον εαυτό μου, έτσι λειτουργεί το προσωπικό λογοτεχνικό ύφος του καθενός: ανακαλύπτοντας το ορθό μέσω της υδάτινης διόδου, όχι λόγω κάποιου μπλοκαρίσματος της λεκτικής έκφρασης αλλά εξαιτίας μιας αισθητικής χροιάς η οποία επιλέγει να μην ακολουθεί τη συνηθισμένη πατροπαράδοτη πορεία («Η γάτα είναι πάνω στο χαλάκι») αλλά ένα προσωπικό παρακείμενο κανάλι («Η γάτα αραγμένη κοιμάται πάνω στο χαλί»).


Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, επιτρέποντας στο νου μου να σκανάρεται από μηχανήματα που μοιάζουν με φέρετρα, σκεφτόμουν το γεγονός πως η εποχή μας επέτρεψε στην περιέργειά μας μια δεξιότητα την οποία οι θεολόγοι του Μεσαίωνα θεωρούσαν αδύνατη, εκτός για τον Θεό: την παρατήρηση της παρατηρητικότητάς μας, την ικανότητα να είμαστε συνάμα κοινό και πρωταγωνιστής των προσωπικών πνευματικών μας διεργασιών- κρατώντας, όπως είναι, την ψυχή μας στα χέρια μας.


Σήμερα, έπειτα από το εγκεφαλικό που πέρασα, προσπαθώ να συνειδητοποιήσω το μονοπάτι που ταξιδεύουν οι σκέψεις μου προτού αυτές μεταμορφωθούν σε λέξεις πάνω στο χαρτί. Προσπαθώ, αλλά όλα γίνονται τόσο γρήγορα. Οι σκέψεις μου είναι εξυπνότερες από μένα.