Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Ζαν Πωλ Σαρτρ: Η Ναυτία

 

«Η ναυτία» του Σαρτρ προκαλεί – χωρίς αμφιβολία – μεγάλη ναυτία σε κάθε αναγνώστη που θα τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του ήρωα Ροκαντέν. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για συνηθισμένους ή εφησυχασμένους αναγνώστεςž ίσως, να μην πρόκειται καν για μυθιστόρημα με κλασική σημασία του όρου, αλλά για μια δοκιμή πάνω στην πραγματικότητα της ύπαρξης. Ο Σαρτρ χωρίς ενδοιασμό, μιμούμενος την τέχνη του χειρουργού, τοποθετεί το Ροκαντέν στη χειρουργική κλίνη της ύπαρξης – προς Θεού, όχι για να τον συγχωρήσει: το  μόνο που θέλει είναι να τον τυφλώσει με το άπλετο φως που θα πέφτει πάνω του από τις προβολές της Συνείδησης, μπας και μ’ αυτόν τον τρόπο ο «ασθενής» διαπιστώνει από μόνος του τη βαριά του ασθένεια. Ο Ροκαντέν πάσχει από τη βαρύτητα της ύπαρξης και από την χωρίς περιεχόμενο ζωής, χωρίς σκοπό μοναχικής παρουσίας του πάνω στη γη – χωρίς φίλους ή εχθρούς, χωρίς σταθερή ………………………., Ροκαντέν, και πίσω απ’ αυτόν ο Σαρτρ, κινείται στη σφαίρα του απόλυτου, όπου η συγχώρεση παραδίνεται ακόμη στην ………………… και αμείλικτη κριτική. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να διατηρήσουν μια τόσο απόλυτη στάση απέναντι στην απελπισία της  ύπαρξης, όπως ο Ροκαντέν. Η καταδίκη, όπως σημειώσαμε ήδη, είναι αμείλικτηž κάθε τι που περνά έστω και φευγαλέα από τα μάτια εξορκίζεται και ……………………… στην κόλαση της κριτική, εφόσον αναπαράγει την ……………., χωρίς νόημα, ύπαρξη. Πολλές κατηγορίες ανθρώπων κατανέμονται μ’ αυτόν τον τρόποž τίποτα δεν καταφέρνει να τους γλυτώσεις από τη χλεύη του Ροκαντέν, εκτός αν αναρωτιούνται περί της ύπαρξης τους. Και κάτι τέτοιο, σε καμία περίπτωση, δεν συμβαίνει. Αγέρωχα, εφησυχασμένα, ίσως και αδιάφορα, η πλειονότητα των ανθρώπων διασχίζει χωρίς συνειδησιακά ή υπαρξιακά προβλήματα το μονοπάτι της ζωής τους, την οποία ο Ροκαντέν έκρινε ως κενή και μονότονη.

Το βασικό μειονέκτημα του μυθιστορήματος του Σαρτρ δεν είναι η περιγραφή – με ειρηνικό ενίοτε τρόπο -  των αλλοτριωμένων, μη συνειδητοποιημένων μορφών ζωής συγκεκριμένων πόλεων της Μπουβίλ, παρά η χωρίς συμπόνια και δίχως ίχνος αγάπης ανάλυσής τους. Το καταδικαστικό αποτέλεσμα που ανακοινώνει το εσωτερικό δικαστήριο – ποιοι ήταν άραγε οι ……………..; - των Σαρτρ – Ροκαντέν μας αφήνει μια πικρή γεύση, απέχοντας από το να μας θυμίσει το άρωμα του δικαίουž όσο δίκιο κι αν έχουν, η απόφαση που παρουσιάζουν στερείται της δυνατότητας συμπαράστασης προς την «καταδικασμένη», οι οποίοι και μετά από αυτήν θα παραμείνουν ανάλλαχτοι και αδιόρθωτοι.


Η τραγωδία της Ναυτίας του Ροκαντέν έγκειται στο γεγονός ότι παραμένει μια αρκετά προσωπική ιστορία που δεν αγγίζει έστω κι έναν συγχωριανό του. Επομένως, θα μείνει αναξιοποίητηž ο Ροκαντέν δεν  μπορεί μόνος του να διαλύσει τα σύννεφα και να διώξει την καταχνιά, ούτε να βοηθήσει το φως να καταυγάσει τη συνειδησιακή πλάση των ανθρώπων. «Λοιπόν μπορεί κανείς να δικαιολογήσει την ύπαρξή του;» θα αναρωτηθεί προς το τέλοςž δεν περιμένουμε φυσικά από το Ροκαντέν επαναστατικής μορφής ζυμώσεις, πέρα από τη δική του προσωπική σκέψη – οι άλλοι μένουν στη μοναξιά της αμάθειας. Ο Ροκαντέν ελπίζει πως μόνος του πια μπορεί να σωθεί και να δικαιολογήσει την ύπαρξή τουž καιρός είναι να ξεχάσεις τους υπόλοιπους. Εναποθέτει την ελπίδα στη συγγραφή ενός βιβλίου: «Όμως, θα ερχόταν σίγουρα μια στιγμή όταν το βιβλίο θα είχε γραφτεί, θα ήταν πίσω μου και νομίζω πως κάτι από τη λάμψη του θα έπεφτε πάνω στο παρελθόν μου. Τότε ίσως θα μπορούσα ανάμεσα απ’ αυτό, να αναπολήσω τη ζωή μου χωρίς αποστροφή». Οι σελίδες ενός βιβλίου που θα έχουν προέλθει από την ψυχή του Ροκαντέν είναι η απόδειξη της σωτηρίας του – με άλλα λόγια, η απόπειρα δημιουργίας ενός κάτι, ενός βιβλίου, φτάνει να δικαιώσει το μοναχικό άνθρωπο απέναντι στο δύσπιστο και κριτικό εαυτό του. Η προσωπική κατάθεση, η μοναχική μαρτυρία που μπορεί να κομίσει ένας άνθρωπος διαμέσου ενός τυπωμένου βιβλίου σημαίνει τη βεβαιότητα ότι αυτός υπήρξε, που αυτό με τη σειρά του δεν μπορεί παρά να αποζημιώσει ότι δημιούργησε κάτι με το σπέρμα της ψυχής του.


Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Agatha Christie: At Bertram's Hotel

 

Ξεκινώντας για δεύτερη φορά την ανάγνωση όλου του έργου της Agatha Christie, τη φορά αυτή από το πρωτότυπο κείμενο, είχα την αίσθηση πως δεν είχα διαβάσει, ούτε καν την πρώτη φορά, το "At Bertram's Hotel". Την εποχή όπου κάθε καλοκαίρι πήγαινα στα περίπτερα της Πλατεία Κολιάτσου για να προμηθευτώ τα θρυλικά κίτρινα εξώφυλλα των εκδόσεων "Λυχνάρι", αυτό το βιβλίο δεν το είχα διαβάσει, δεν είχε γίνει μέρος της συλλογής μου με τα αριστουργήματα της "Βασίλισσας του Εγκλήματος", αλλά ούτε και παλιότερα από τις εκδόσεις τσέπης "Βίπερ".

Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1965, ανήκει στην τελευταία περίοδο των αστυνομικών περιπετειών της Christie, και είναι μια από τις τελευταίες επίσης υποθέσεις με πρωταγωνίστρια την γηραιά Μις Μαρπλ, όπου σε αντίθεση με άλλα έργα, ελάχιστα πράγματα κάνει σ' αυτό το έργο: δεν υπάρχει έρευνα από την πλευρά της, δεν υπάρχουν πολλοί διάλογοι, δεν υπάρχει η ατμόσφαιρα του μυστηρίου που συναντούσαμε στο μικρό χωριουδάκι της. Εδώ αντίθετα η δράση έχει μεταφερθεί στο Λονδίνο , στο ανακαινισμένο ξενοδοχείο Bertram όπου καταφεύγουν για ξεκούραση άτομα της ανώτερης βρετανικής κοινωνίας, αλλά και τουρίστες από το εξωτερικό που θέλουν να γευτούν τον παραδοσιακό βρετανικό τρόπο ζωής, με τα το απογευματινό τσάι και τα συνοδευτικά του , με την ήσυχη ατμόσφαιρα της εδουαρδιανής Αγγλίας, τα βαριά έπιπλα με τα πολυτελή καλύμματα και την πολυετή παράδοση.

Χαρακτηριστικό του έργου είναι οι λίγοι χαρακτήρες, η απουσία του σασπένς και η αποτυχημένη προσπάθεια συνδυασμού ενός αστυνομικού μυθιστορήματος με κατασκοπευτικά στοιχεία. Οι λίγοι χαρακτήρες σημαίνει πως η ανατροπή που συμβαίνει όπως πάντα σε κάθε βιβλίο της Christie στο τέλος της ιστορίας δεν εκπλήσσει τον αναγνώστη, είναι ίσως και η μοναδική αναλαμπή της Μις Μαρπλ που αν και ελάχιστα συμμετέχει σε όλο το έργο, στο τέλος ανατρέπει τα δεδομένα. Το υβρίδιο που προσπάθησε να πετύχει η Christie συνδυάζοντας την παραδοσιακή δομή του μυθιστορήματός της με κατασκοπευτικά στοιχεία δεν είναι πειστικός διότι απουσιάζει η δράση που συνοδεύει αυτό το ξεχωριστό είδος με ένα πιο δυναμικό σύνολο χαρακτήρων οι οποίοι στο συγκεκριμένο έργο, στο βαθμό που υπάρχουν, μόνο ως καρικατούρες μπορούν να χαρακτηριστούν. Για να μην αναφέρουμε και την απουσία οποιασδήποτε αξιόλογης πολιτικής αναφοράς.


Από τα τις πλέον συμπαθητικές φιγούρες που δημιούργησε η Christie σε όλο το της το έργο, που φέρνει κάπως (αν και ελάχιστα) στην γελοιογραφική προσέγγιση των χαρακτήρων του Ντίκενς, είναι η μορφή του αιδεσιμότατου Pennyfather που προσφέρει ένα ελάχιστο μειδίαμα ικανοποίησης κατά την περιγραφή της περιπέτειας του προς το θεολογικό σεμινάριο της Λουκέρνης.


Από τα πιο αδύναμα έργα της Christie, φανερώνει και την δημιουργική κόπωση της μεγάλης συγγραφέως που αναζητούσε στα γεράματα της, τα δικά της και της Μις Μαρπλ, ένα μέρος για να ξεκουραστεί και να απολαύσει την περιποίηση των άλλων, το Ξενοδοχείο Bertram, όπου "κανείς από τους παριστάμενους δεν ήταν φανταχτερός, κανείς δεν έμοιαζε παράταιρος με το περιβάλλον- οι περισσότεροι απολάμβαναν ένα πατροπαράδοτο αγγλικό απογευματινό τσάι".- Ας αντιμετωπιστεί έτσι αυτό το βιβλίο.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Οι απόψεις του David Herbert Lawrence για την λογοτεχνική κριτική


 Ανοίγοντας παλιά τετράδια που βρίσκονταν καταχωνιασμένα μέσα σε παλιές σακούλες σε ντουλάπια απρόσιτα αλλά ευρύχωρα ώστε να κρύβουν πολλούς και παλιούς θησαυρούς, βρήκα ένα κείμενο του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα D.H. Lawrence το οποίο είχα ασπαστεί με ενθουσιασμό, και συμμερίζομαι ακόμα και σήμερα- δεν το έλιωσε η κριτική του χρόνου, αντίθετα η δική του κριτική για το λογοτεχνικό έργο παραμένει σημαντική και πνευματικά ορθή:

"Κρίνουμε ένα έργο τέχνης από τις επιπτώσεις του στα ειλικρινή και ζωτικά συναισθήματά μας, και από τίποτε άλλο. Όλες οι κριτικές ταχυδακτυλουργίες για το ύφος και τη μορφή, όλη αυτή η ψευδοεπιστημονική ταξινόμηση και ανάλυση των βιβλίων, σαν να πρόκειται για βότανα δεν είναι παρά αναίδεια, και τις περισσότερες φορές ανιαρή φρασεολογία".