Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

W.G.Selald: Η ανάδυση της μνήμης-Συζητώντας με τον W.G.Sebald

Ο W.G. Sebald
Στο συγκεκριμένο τόμο έχουν συγκεντρωθεί διάφορες συνεντεύξεις που είχε δώσει εν όσω ζούσε ο Ζέμπαλντ καθώς και τρία δοκίμια γύρω από το έργο του. Το πρώτο δοκίμιο φέρει την υπογραφή του Tim Parks και δημοσιεύτηκε στους New York Review of Books to 2010- σύμφωνα με τον Parks "ο κόσμος του Ζέμπαλντ είναι διάχυτος από ένα συνεχές πίσω-μπρος, ανάμεσα στην πιο εξωφρενική ιδιοτροπία και στον πιο ωμό ρεαλισμό". Ακολουθούν τέσσερις συνεντεύξεις που έδωσε στην Eleanor Wachtel (για την Καναδική Ραδιοφωνία το 1997), στην Carole Angier (για την επιθεώρηση The Jewish Quarterly το 1996-97), στον Michael Silverblatt (στον σταθμό KCRW της Καλιφόρνια το 2001) και στον Joseph Cuomo (για το Queens College της Νέας Υόρκης το 2001). Στη συνέχεια παρεμβάλλονται δύο ακόμα δοκίμια, της Ruth Franklin και του Charles Simic, και ολοκληρώνεται με την τελευταία συνέντευξη στον Arthur Lubow (για το Threepenny Review, 2002).
"Η ανάδυση της μνήμης" Εκδόσεις Άγρα, Μετάφραση:Β. Δουβίτσας, Γ. Καλλιφατίδης
Στις συνεντεύξεις του ο Ζέμπαλντ φωτίζει τον τρόπο δημιουργίας του έργου του προσθέτοντας βιογραφικά στοιχεία που αυξάνουν το ενδιαφέρον για την προσωπικότητά του. Αν και ζούσε για χρόνια μακριά από την Γερμανία δεν επιχείρησε να γράψει σε άλλη γλώσσα εκτός από την μητρική του φέρνοντας για παράδειγμα έναν άλλο διάσημο συμπατριώτη του, τον Ελίας Κανέττι, που κι αυτός χρόνια στην Αγγλία επέμενε να γράφει στα γερμανικά. Μάλιστα ο Ζέμπαλντ τονίζει για τη χώρα του "εξαιτίας της ιδιόρρυθμης ιστορίας της και της άσχημης τροπής που πήρε η ιστορία στον αιώνα μας, ή, για να είμαι πιο ακριβής, από το 1870 και ύστερα, εξαιτίας αυτού, δεν μπορεί κανείς έτσι απλά να την απαρνηθεί και να πει ότι εγώ δεν έχω καμιά σχέση μαζί της. Έχω κληρονομήσει αυτό το σακίδιο και είμαι υποχρεωμένος να το κουβαλάω στην πλάτη μου, είτε μου αρέσει είτε όχι". Γεννήθηκα, μας λέει, σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, και αυτό δεν του αφήνει άλλη επιλογή.Σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του για διάφορους ομότεχνους του, αναγνωρίζοντας την οφειλή του στον Τόμας Μπέρνχαρντ, στον οποίο προσδίδει έναν νέο ριζοσπαστισμό στην περίοδο της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας, η οποία "ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1950, αλλά και τις δύο επόμενες, είναι έντονα συμβιβασμένη, ηθικά συμβιβασμένη". Αναγνωρίζει την επινόηση μιας νέας αφηγηματικής φόρμας στον Μπέρνχαρντ, και αυτό είναι σημαντικό, μιας και η δική του φόρμα δεν έχει βρει, ακόμα, κάποιο μιμητή στα γερμανικά γράμματα. Όπως γράφει ο Arthur Lubow, στο τελευταίο δοκίμιο-συνέντευξη του βιβλίου "Ο Ζέμπαλντ και ο Προυστ είχαν και ένα επιπλέον κοινό: τη δημιουργία ενός μοναδικού ιδιώματος. Θα μπορούσε κανείς πολύ εύστοχα να πει για τα βιβλία του Ζέμπαλντ αυτό που είχε γράψει κάποτε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Προυστ, δηλαδή ότι "όλα τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα είτε δημιουργούν ένα νέο ιδίωμα είτε δίνουν τέλος σε ένα υπάρχον". Ουσιαστικές οι συνεντεύξεις και οι δοκιμιακές αυτές αναφορές, οι οποίες ωστόσο δεν αντικαθιστούν σε καμιά περίπτωση την ενδελεχή αναμέτρηση με το ίδιο το έργο του Ζέμπαλντ και την διαμόρφωση προσωπικής γνώμης γι' αυτό.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Μέλπω Αξιώτη: Δύσκολες νύχτες

Μέλπω Αξιώτη: Δύσκολες Νύχτες Εκδόσεις Κέδρος (8η έκδοση)
Δεν έχω καταφέρει να αντιμετωπίσω το συνειδησιακό μου πρόβλημα, όταν με κουράζει ένα βιβλίο να το παρατώ στην άκρη και είτε να το εγκαταλείπω δια παντός είτε να το ξαναρχίζω έπειτα από λίγο καιρό. Στα βιβλία πρέπει να δίνουμε μια δεύτερη ευκαιρία, ίσως και περισσότερες, όπως και στους ανθρώπους. Κάποια όμως, όσο έμπειροι αναγνώστες και αν είμαστε, είναι φύσει αδύνατο να συνεχιστεί η ανάγνωσή τους και σ' αυτό το σημείο δεν φταίει πάντα ο συγγραφέας- ίσως και ο αναγνώστης να μην έχει την κατάλληλη διάθεση ή τις αναγκαίες προσλαμβάνουσες ώστε να ευχαριστηθεί κάτι που του διαφεύγει συναισθηματικά. Έτσι, πολλές φορές ένιωσα την ανάγκη να παρατήσω, λίγο πριν φθάσω στη μέση, αλλά και αργότερα όσο το συνέχιζα και ένιωθα πως καταπιέζομαι, το βιβλίο "Δύσκολες Νύχτες" της Μέλπω Αξιώτη.
 Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εννοήσω, το συγκεκριμένο βιβλίο έτυχε θερμής υποδοχής όταν εκδόθηκε το 1938 ενώ είχε γραφτεί ένα χρόνο νωρίτερα. Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή της 8ης έκδοσης των εκδόσεων "Κέδρος":
"Το πρωτοποριακό αυτό βιβλίο έγινε αμέσως αντικείμενο εγκωμιαστικών κριτικών αλλά και γενικού καγχασμού και πολεμικής".

Η Μέλπω Αξιώτη υπήρξε αγωνίστρια στις τάξεις του ΚΚΕ και το καιρό του εμφυλίου αυτοεξορίστηκε και γενικά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής στην εξορία, στη Γαλλία αλλά και στις ανατολικές χώρες.
Η Μέλπω Αξιώτη

Να συμφωνήσουμε πώς πρόκειται για πρωτοποριακό βιβλίο καθώς δεν θυμάμαι κάποιον άλλο Έλληνα μυθιστοριογράφο να γράφει τόσο ελλειπτικά ή, ακόμα, και τόσο κουραστικά, Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξιώτη για τον σύγχρονο αναγνώστη ξενίζει και είναι δυσκολοχώνευτο, πολλές λέξεις που χρησιμοποιεί δεν χρησιμοποιούνται πλέον και η κατανόηση του κειμένου δυσκολεύει αφού απουσιάζει κάποιο σχετικό γλωσσάρι. Την εποχή που γράφτηκε την καταλάβαιναν καλύτερα; Δεν μπορώ να το γνωρίζω.Είναι καλή όμως στο να αναπαράγει τον μικρόκοσμο του νησιού της και να μεταφέρει στον αναγνώστη κάποιες εικόνες από την καθημερινότητα. Η κριτική ακόμα και σήμερα εκθειάζει τη γλώσσα και την γραφή της, το ελλειπτικό της ιδίωμα (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=289561http://laconialive.gr/?p=13892), αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που εκλαμβάνεται ως πρωτοπορία ο εξεζητημένος ναρκισσισμός. Όταν απουσιάζουν οι χαρακτήρες και η καλοδουλεμένη ιστορία, εκεί βρίσκει καταφύγιο η περίπλοκη γλώσσα, αλλά η απουσία νοήματος και, κυρίως, καλοδουλεμένης πλοκής, δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το γλωσσικό όργανο που έγινε για να υπηρετεί την ιστορία και όχι το αντίστροφο. Το μόνο που θα μείνει από το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η αντίθεση επαρχιακής ζωής και ζωής στην πρωτεύουσα που επιχειρεί να αντιπαραθέσει η Αξιώτη. Ένα δυνατό απόσπασμα στο τέλος του βιβλίου ίσως μπορέσει να συγκινήσει ακόμα και σήμερα όσους διατηρούν ανάλογες μνήμες: "Τάχατες με ποιό τρόπο μπορεί κανείς να θυμάται τον τόπο του; Με τον ασβέστη, τη μυρωδιά του καντηλιού στις εκκλησίες τ' απόγεμα, τον κατηφέ, όπως τα λένε κείνα τα κόκκινα λουλουδάκια σε βελούδο, και με τη φτώχεια. Έ; δεν είναι αλήθεια; πως αλλιώτικα γνώρισε κανένας τον τόπο του...-θυμάσαι μήπως εσύ τίποτ' άλλο; Και τώρα εφτάσαμε σ' ένα μέρος, αφού επαρπατήσαμε τόσο πολύ, όπου δεν απομένει άλλο να μας συγκινήσει, παρά το πολύ λίγο πράμα. Ένα βρώμικο ρούχο απλωμένο, το γκρεμισμένο παραθυρόφυλλο, είτε η μάνα σου π' 'όλη της τη ζωή κολλούσε τα χρυσά σειριτάκια- και το θυμάσαι πάντα,-στα παπαδίστικα που έραβε ο πατέρας σου".

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

W.G.Sebald: Η φυσική ιστορία της καταστροφής

Το βιβλίο πάνω στο καλοριφέρ (εκδ. Άγρα, μτφρ. Γ. Καλλιφατίδης)
Το βιβλίο αποτελεί μια σειρά διαλέξεων του Ζέμπαλντ πάνω στο θέμα "αεροπορικοί βομβαρδισμοί στη Γερμανία" κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και "λογοτεχνία", δηλαδή πώς η μεταπολεμική λογοτεχνική παραγωγή στη Γερμανία αντιμετώπισε το θέμα των αεροπορικών βομβαρδισμών των συμμάχων επί γερμανικού εδάφους, τη ολοσχερή καταστροφή των πόλεων και τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων πολιτών. Για τον Ζέμπαλντ υπάρχει πρόβλημα μνήμης των Γερμανών: "εμείς οι Γερμανοί, είμαστε ένας λαός χωρίς παραδόσεις, ένας λαός που κλείνει τα μάτια μπροστά στην ιστορία". Υπήρχε, μας λέει, η προσπάθεια αποκατάστασης της εικόνας της Γερμανίας, στη μεταπολεμική εποχή, γι' αυτό το σκοπό όμως θυσιάστηκε η αποτίμηση της πραγματικότητας και η καταγραφή της μέσω της λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Ζέμπαλντ παραθέτει τη φρικτή στατιστική των συμμαχικών βομβαρδισμών: 400.000 πτήσεις αεροσκαφών, 600.000 νεκροί απ' αυτές.
Εικόνα από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης
Μεγάλες και ιστορικές πόλεις ισοπεδώθηκαν, κέντρα πολιτισμού όπως το Αμβούργο και η Δρέσδη πέρασαν σε συνθήκες μεσαίωνα αφού οι ανελέητοι βομβαρδισμοί αφάνισαν κάθε είδους δομής στις πόλεις. Ο Ζέμπαλντ δεν καταγγέλλει τους βομβαρδισμούς, αλλά αυτό που ακολούθησε: "λες και μια σιωπηρή συμφωνία, εξίσου δεσμευτική για όλους, είχε απαγορεύσει την περιγραφή των πραγματικών διαστάσεων του υλικού και ηθικού πλήγματος, που είχε εκμηδενίσει απ' άκρη σ' άκρη τη χώρα". Με εξαίρεση τον Χάινριχ Μπελ στο βιβλίο "Ο Άγγελος σιωπούσε" που προσπάθησε "κατά προσέγγιση" να αποδώσει την καταστροφή, ελάχιστοι άλλοι συγγραφείς τόλμησαν να μιλήσουν για τα δεινά των γερμανικών πόλεων.Βέβαια ο Ζέμπαλντ καταλαβαίνει τους λόγους για τους οποίους έγινε αυτή η απόκρυψη: "αρκετοί ήταν εκείνοι που είδαν τις θεόρατες φλόγες σαν δίκαιη τιμωρία, αν όχι σαν πράξη αντιποίνων εκ μέρους μιας ανώτερης, ακατάβλητης δύναμης". Τούτη η διάσταση προστίθεται σε μια άλλη, εξίσου σημαντική διαπίστωση του Ζέμπαλντ που αφορά την ορμή αυτοσυντήρησης των Γερμανών πολιτών που συνέχιζαν τη ζωή τους μέσα στα χαλάσματα με παροιμιώδη ψυχραιμία και εγκαρτέρηση. Το αποκαλεί ένα φυσικό φαινόμενο, και είναι "η ικανότητα των ανθρώπων να ξεχνούν ο,τι δεν θέλουν να γνωρίζουν.....ιδωμένη από την άποψη αυτή, η μικροαστική συνήθεια των κατοίκων του Αμβούργου να εξακολουθούν να παίρνουν τον καφέ τους καθισμένοι στο μπαλκόνι, στα τέλη Ιουλίου του 1943, έχει κάτι το τρομακτικά αλλόκοτο και σκανδαλώδες". Δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε αυτό που αναφέρει στη συνέχεια ο Ζέμπαλντ, παραθέτοντας την παρατήρηση ενός Άγγλου ότι μόνο οι Γερμανοί θα μπορούσαν να διοργανώσουν βραδιά όπερας στο Βερολίνο, αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός! 
Παρά τη σιωπή όμως, ο Ζέμπαλντ είναι πεπεισμένος πως οι σύγχρονοι Γερμανοί γνωρίζουν πως η καταστροφή την οποία επέβαλαν σ' αυτούς οι σύμμαχοι ήταν αποτέλεσμα δικού τους έργου: "το παραληρηματικό όραμα της καταστροφής συνάδει με το γεγονός ότι πρωτουργοί των αεροπορικών επιδρομών υπήρξαν στην πραγματικότητα οι Γερμανοί, όταν βομβάρδισαν την Γκερνίκα, τη Βαρσοβία, το Βελιγράδι ή το Ρόττερνταμ". Τα όρια της μνήμης, όταν αυτή σιωπά μπροστά σ΄ένα γεγονός που την υπερβαίνει, δεν είναι τα όρια της αλήθειας που αποκαλύπτεται πάντοτε. Πέρα από την βασική διάλεξη για τη σχέση των αεροπορικών βομβαρδισμών με τη λογοτεχνία, στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται και τρία δοκίμια -κριτικές του Ζέμπαλντ για πνευματικές μορφές της σύγχρονης Γερμανίας. Στο δοκίμιο του για τον Άλφρεντ Άντερς
Ο Άλφρεντ Άντερς
έχουμε το υπόδειγμα για το πώς μπορεί να γραφεί αρνητική έως εξουθενωτική κριτική αξιώσεων η οποία να αποδομήσει πλήρως τον συγγραφέα. Χαρακτηριστικό και προβεβλημένο εικόνισμα της μεταπολεμικής γερμανικής πεζογραφίας, ο Άντερς υπόκειται σε μια ανελέητη κριτική από τον Ζέμπαλντ με χαρακτηριστικές φράσεις σαν κι αυτήν εδώ: "Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η γλωσσική σήψη και η υποταγή στο ανούσιο, πομπώδες πάθος δεν είναι παρά το επιφανειακό μόνο σύμπτωμα μιας διεστραμμένης ψυχοσύνθεσης, η οποία αποτυπώνεται και στο περιεχόμενο". Εξαιρετική αποδόμηση της μορφής του συγγραφέα και του περιεχομένου του έργου του!
Το κλίμα αλλάζει στο δοκίμιο για τον Ζαν Αμερύ. Όποιος υπήρξε θύμα παραμένει θύμα σε όλη του τη ζωή".Η τελευταία αυτή βαρυσήμαντη φράση του Ζέμπαλντ μπορεί κάλλιστα να βρει εφαρμογή και σήμερα όταν εξετάζουμε τα φαινόμενα του bullying και τον ιδιαίτερο ψυχισμό που αναπτύσσουν τα διαχρονικά θύματα. Ο Ζέμπαλντ αποτίει φόρο τιμής στον Αμερύ επειδή κατόρθωσε να διαλεχθεί με την μνήμη του, να σταθεί ώριμα απέναντί της και να καταγράψει τα όσα έζησε προκειμένου να την καταστήσει "προσιτή τόσο στον ίδιο όσο και σε εμάς". Διαβάζει υπαρξιακά τα γραπτά του Αμερύ τα οποία είναι ικανά από μόνα τους, όπως λέει, "να δώσουν μια ικανοποιητική εικόνα του τι σημαίνει προορισμός σου να είναι ο θάνατος".
Ο Ζαν Αμερύ
Ο πικρός και ταλαιπωρημένος βίος του Αμερύ στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί διαποτίζει όλο το έργο του, σημαδεύουν κάθε πτυχή του: "Ο ψυχισμός του εξακολουθεί να κατατρύχεται από τον ίσκιο των ιστορικών γεγονότων, προπάντων από την ωμή βία που τα διέκρινε.
Το τελευταίο δοκίμιο  αφορά το έργο του Πέτερ Βάϊς,
Ο Πέτερ Βάϊς
σημαντικότερο έργο του οποίου είναι "Η Αισθητική της Αντίστασης". Γράφει ο Ζέμπαλντ πως για τον Βάϊς "η μνήμη συνίσταται σχεδόν αναπότρεπτα στην ανάσυρση των μαρτυρίων του παρελθόντος". Μεταφυσικές διαστάσεις αντιλαμβάνεται ο Ζέμπαλντ πως δίνει ο Πέτερ Βάϊς στην κυριαρχία του κακού κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο ήταν ικανό "να κατασκευάζει στρατόπεδα όπως εκείνα όπου οι εκμεταλλευτές αξιοποιούσαν ανενόχλητοι την κυριαρχία τους, σε πρωτοφανή, μέχρι τότε, βαθμό". "Η Αισθητική της Αντίστασης" συνιστά μια "ιερή περιπλάνηση" στην πολιτιστική και νεώτερη ιστορία της Γερμανίας, και θεωρείται, από τον Ζέμπαλντ, ως έκφραση της βούλησης του Βάϊς να είναι με την μεριά των θυμάτων της ιστορίας. Η συλλογή αυτή δοκιμίων του Ζέμπαλντ προσδιορίζει τα όρια και τις προϋποθέσεις της τέχνης όταν αυτή αντικρίζει την διαστροφή της ιστορίας, το πώς πρέπει να γίνεται τέχνη προκειμένου να μην πεθάνει η μνήμη και τα θύματα της ιστορίας να έχουν φωνή και να ακούγονται μέσα από τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Να καταργηθεί η 25η Μαρτίου ως εθνική επέτειος.

Το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας
Η καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως εθνικής επετείου συνιστά τη θεσμοποίηση της βίας ως συσταστικό, ιδρυτικό στοιχείο του ελληνικού κράτους. Δεν έχει σημασία αν την ημερομηνία αυτή δεν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, αρκεί το συμβολικό αφετηριακό σημείο, να ορίζεται κάποια ημερομηνία ως έναρξη της επαναστατικής βίας, και αυτή η ημερομηνία να θεσπίζεται εθνική επέτειος. Άλλωστε δίχως την επέμβαση των ξένων δυνάμεων η ελληνική επανάσταση θα είχε αποτύχει. Επίσης με την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου η εκκλησιαστική εορτή του Ευαγγελισμού, κατεξοχήν δεσποτική εορτή, χάνει την σημασία που θα έπρεπε να είχε, ο ευαγγελισμός της σωτηρίας του ανθρώπου σκιάζεται από την κλαγγή των όπλων. Η κατάργηση της 25ης Μαρτίου, όπως και η καθιέρωσή της, θα συμβόλιζε μια νέα αρχή, έναν διαφορετικό συμβολισμό. Εθνική Επέτειος θα πρέπει να καθιερωθεί η 3η Φεβρουαρίου, τότε που υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας στο Λονδίνο το 1830. Είναι η ημερομηνία ίδρυσης του ελληνικού κράτους με πρώτο κυβερνήτη τον Καποδίστρια, αλλά δίχως την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων δεν θα γινόταν εφικτή. Αναγνωρίζοντας την 3η Φεβρουαρίου αναγνωρίζουμε τη νίκη της διπλωματίας και όχι της βίας.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Κώστας Κωστής: Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας

Ο Κώστας Κωστής
Ο Κώστας Κωστής είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πιο δημοφιλές βιβλίο του, αυτό φαίνεται από το ότι έχει ήδη μπει στην 6η έκδοση, είναι τα "Κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας" (εκδόσεις Πόλις), αν και το πιο αγαπημένο του, όπως λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξη στην "Καθημερινή" είναι το "Κράτος και επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η ιστορία του "Αλουμινίου της Ελλάδας".
"Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας" (Εκδόσεις Πόλις)
Το βιβλίο επισκοπεί τη νεώτερη ελληνική ιστορία φθάνοντας μέχρι τα γεγονότα της σύγχρονης χρεωκοπίας του ελληνικού κράτους, είναι όμως μια ιστορία που αναφέρεται στην οργάνωση και διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, δεν είναι μια γενική ελληνική ιστορία, δεν αναλύονται φυσικά σε βάθος όψεις της πολεμικής ή της κοινωνικής ιστορίας αν και περιλαμβάνονται αρκετά πρωτότυπα στοιχεία όπως είναι η εξέταση της υγειονομικής πολιτικής του κράτους  ή της εκπαίδευσης σε διάφορες εποχές. Στον βιβλιογραφικό οδηγό που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας επιλέγει τα κατά τη γνώμη του σημαντικότερα βοηθήματα. Είναι σαφές πως πρόκειται για δευτερεύουσα βιβλιογραφία, δεν γίνεται καμιά αναφορά σε πρωτογενείς πηγές, αλλά και τούτο είναι ευεξήγητο αφού  δεν πρόκειται για πρωτότυπη έρευνα μιας συγκεκριμένης περιόδου αλλά μια γενικότερη επισκόπηση επί της οποίας προτείνεται μια ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση που έχει τη σημασία της και αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί. Από την πρώτη στιγμή κιόλας ο Κώστας Κωστής αμφισβητεί κάποια παραδεδεγμένα σχήματα της ιστοριογραφίας μας: "παρά τον μεγάλο αριθμό μελετών πολιτικής ιστορίας, γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και το φαινόμενο της πατρωνείας εξακολουθεί να αποτελεί το passe-partout κάθε θεωρητικής εμπλοκής, παρά τις αμφισβητήσεις που δέχεται για την περιορισμένη ευρετική ικανότητά του". Η συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους των ελληνόφωνων χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η πορεία αυτού του κράτους προς την εθνική ολοκλήρωση αποτελεί το δραματικό αφήγημα του συγγραφέα οριοθετώντας τις βασικές παραμέτρους της ιστορίας που διαμόρφωσαν την πορεία αυτή, τις νίκες και τις παταγώδεις αποτυχίες του. Σ' αυτή την πορεία το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνο στις δυνάμεις του έθνους. Η παρουσία των ξένων υπήρξε καταλυτική και αποφασιστική τόσο για τη συγκρότηση όσο και για την ύπαρξή του ακόμα: "η δημιουργία του ελληνικού κράτους υπήρξε δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων, που εξυπηρετούσε τις δικές τους αναζητήσεις ισορροπιών στις συνθήκες της Παλινόρθωσης και εξαρχής είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν θα άφηναν τον έλεγχο του να ξεφύγει από τα χέρια τους" (σ. 178). Αυτή η αλήθεια καταγράφει την αδυναμία των Ελλήνων να συγκροτηθούν σε μια πολιτεία η οποία θα οριζόταν από τις επιθυμίες όσων αγωνίστηκαν γι' αυτή. Ο εξωτερικός μεσολαβητής, όπως λέει ο Κωστής, υπήρξε μια αναγκαιότητα τελικά. Η δολοφονία του Καποδίστρια, το πιο τραγικό γεγονός της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, σήμαινε την πραγματική αδυναμία των Ελλήνων να έλθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους. Είναι εξαιρετικό το απόσπασμα που παραθέτει ο Κωστής στην προμετωπίδα του τρίτου κεφαλαίου με τίτλο "Οι Βαυαροί στην Ελλάδα" από το διάγγελμα του Όθωνα κατά την άφιξη του στην Ελλάδα: "ο,τι καλόν ο έρως της πατρίδος απέκτησε δια σας, δια του πλέον ευγενούς ενθουσιασμού, το αφανίζει η εσωτερική διχόνοια του πλέον βδελυρούς εγωϊσμού". Ίσως να αποτελούσε κίνηση ευγνωμοσύνης και οπωσδήποτε χειρονομία ιστορικής αναγνώρισης αν ο πρωθυπουργός Τσίπρας μετά την επίσκεψη του στην καγκελάριο της Γερμανίας ταξίδευε προς το Μόναχο για να καταθέσει στεφάνι στην λάρνακα του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα, αναγνωρίζοντας έτσι την οφειλή του ελληνικού λαού προς αυτόν και τους Γερμανούς της εποχής εκείνης οι οποίοι προσπάθησαν να στήσουν εκ του μηδενός κρατικούς θεσμούς την καθημαγμένη Ελλάδα και από τα βελανίδια να τους προσγειώσουν στον πολιτισμό, Ο Κωστής σ' αυτό το σημείο είναι έντιμος και παραδέχεται πως "το έργο που έφεραν (οι Βαυαροί) σε πέρας ήταν από κάθε άποψη σημαντικό, αν όχι εντυπωσιακό, και στην πραγματικότητα θα θέσει τις βάσεις για τη διαμόρφωση ενός κράτους που ξέφευγε από τα παραδοσιακά πρότυπα διακυβέρνησης των πληθυσμών. Μπόρεσαν να καλύψουν θεσμικά και οργανωτικά, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, όλους τους τομείς της κρατικής οργάνωσης και ανεξαρτήτως του κατά πόσον τελικά οι ρυθμίσεις αυτές μπόρεσαν να λειτουργήσουν, διαμόρφωσαν ένα προηγούμενο που στη συνέχεια δεν ήταν δυνατό να ανατραπεί". (σ. 248).
Η ιστορική πορεία του ελληνικού κράτος είναι μια πορεία προς τον ανέφικτο εκδυτικισμό. Ο στόχος έχει τεθεί από παλιά, η κατάληξη όμως δεν υπήρξε ποτέ ευτυχής, και αυτό οφείλεται αφενός στο ότι πριν από τη δημιουργία λειτουργικών και σύγχρονων κρατικών δομών είχε τεθεί το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης ως ιδεολογικού υπόβαθρου, αφετέρου το ζήτημα των συμμαχιών με τις ξένες δυνάμεις το οποίο οδηγούσε σε διχασμούς και εμφύλιες συγκρούσεις. Δεν είναι όμως ξέχωρα αυτά τα δύο: αντικατοπτρίζουν την ριζική αδυναμία του ελληνόφωνου πληθυσμού να σκεφθεί το ζήτημα της δημιουργίας κοινωνίας και κράτους αυτόβουλα. Αλλά και όταν μπορούσε να σκεφθεί, οι επιλογές του προσέκρουαν στην έλλειψη συναίνεσης και συνεννόησης αναμεταξύ του. Η βία γεννά το ελληνικό κράτος, η βία διαποτίζει την ιστορική πορεία του στον 20ο αιώνα. Ο ανέφικτος εκδυτικισμός κατέληγε, ιδίως όταν αναφύονταν ανεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, στο ερώτημα περί της ταυτότητας του ελληνόφωνου πληθυσμού. Όπως αναρωτιέται ο Κωστής Παπαγιώργης σ' ένα άρθρο του: "Αυτό που κατέστησε τη χώρα άλυτο γρίφο είναι το πού επιτέλους ανήκει. Είναι χώρα της Ανατολής; Χαμένο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας; Βαλκανικό κρατίδιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα; Κληρονόμος του μεγαλύτερου πολιτισμού; Ιστορικό λάθος;" Αυτό που ισχυρίζεται ο Κωστής είναι εντούτοις αισιόδοξο καθώς βλέπει πως "στη διάρκεια της ιστορίας της η Ελλάδα πέτυχε να γίνει ευρωπαϊκή χώρα, κάτι που δεν ήταν απαραίτητα αυτονόητο", όπως όμως δεν μπορεί να είναι αυτονόητη και η συνέχεια αυτή. Εδώ φαίνεται πως συμφωνεί με την προηγούμενη διαπίστωση του Παπαγιώργη γράφοντας πως "η κατάκτηση του ευρωπαϊκού πεπρωμένου δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως κεκτημένο. Θα αποτελεί στο εξής μια διαρκή πρόκληση για τους Έλληνες" (σ. 869). Γιατί όμως "κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας" ως τίτλος; Επειδή, γράφει ο Κωστής, οι Έλληνες θεωρούν πως δικαιούνται ειδική μεταχείριση επειδή οι πρόγονοί τους θεμελίωσαν τον δυτικό πολιτισμό. Την ειδική αυτή μεταχείριση την είχαν, το γεγονός της συνεχούς επιβίωσης του ελλαδικού κρατιδίου μάλλον απροκάλυπτη έκπληξη προκαλεί παρά θαυμασμό.

Η θυματοποίηση. Διδώ Σωτηρίου: Ματωμένα Χώματα

Η θυματοποίηση του περιούσιου λαού, του λαού που δεν έχει ιστορική ευθύνη αλλά άγεται και φέρεται από τους θύτες της ιστορίας, από ξένες δυνάμεις, από οποιονδήποτε άλλο εκτός από το ξερό του το κεφάλι.
Δεν αντέχεται η ανάγνωση των "Ματωμένων Χωμάτων" σήμερα, όσο κορυφαία και αν είναι η θέση του στον κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν αντέχεται βέβαια αν έχεις υιοθετήσει την άποψη ότι δεν φταίνε οι ξένοι, οι όποιοι άλλοι για τα δεινά σου αλλά οι πολιτικές και πνευματικές επιλογές σου. Μια τέτοια ανάγνωση όμως σήμερα είναι της μόδας, ταιριάζει με το πολιτικό πνεύμα της εποχής της τωρινής συγκυβέρνησης (αλλά η τάση αυτή υπήρχε ανέκαθεν με διαφορετικές αποχρώσεις ή τόνους) και της εμπέδωσης ενός κλίματος θυματοποίησης του λαού. 
Είναι χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα από το βιβλίο: "Βρε Αξιώτη, δεν πέρασε ποτέ απ' το ξεροκέφαλό σου πως οι εκλογές του Νοέμβρη και ο διχασμός, όλα είναι έργο των ξένων; Δεν το'χεις ακουστά, μωρέ, το "διαίρει και βασίλευε"; Αυτοί μας βάλανε να φαγωθούμε, αυτοί. Τον φέρνανε δεν τον φέρνανε το βασιλιά, αυτοί θ' αλλάζανε πολιτική μια κι άλλαξε το συμφέρον τους". Τί ήταν ο ελληνικός λαός στη Μικρασία; "Ήμασταν ένας δημιουργικός, κεφάτος λαός και γινήκαμε ξαφνικά ένα παθητικό στα τεφτέρια των ξένων, που έπρεπε μονοκοκτυλιάς να σβηστεί. Και το σβήσιμο μας δεν έγινε μ' αθώα μολυβδοκόντυλα και γομολάστιχες, έγινε μ' αναρίθμητα εγκλήματα".
Μια τέτοια λογοτεχνία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί μέσω της θυματοποίησης και της αμνήστευσης των παραλείψεων του λαού παρεμποδίζει την πορεία του προς την αυτογνωσία και την αυτομεμψία που οδηγεί στη μη επανάληψη των ίδιων λαθών ιστορικά, τα οποία όμως επαναλαμβάνονται (από τον εμφύλιο ως τη σημερινή χρεωκοπία) επειδή απουσιάζει η αναγκαία στροφή προς την πραγματικότητα και η απομάκρυνση από την εικονικότητα. Η πορεία εξόδου από την ανωριμότητα δεν έχει ολοκληρωθεί, μήπως δεν έχει καν αρχίσει;

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Άλκη Ζέη: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

Η απομυθοποίηση της αριστεράς όταν προέρχεται από αριστερούς που έζησαν τα μεγάλα γεγονότα του 20ου αιώνα αποκτά διαστάσεις υπαρξιακής αναζήτησης, ταπείνωσης απέναντι στο αμείλικτο δικαστήριο της ιστορίας, το οποίο δίκασε και καταδίκασε την εκκοσμικευμένη πολιτική θεολογία του περασμένου αιώνα. Η Άλκη Ζέη
έζησε τα γεγονότα αυτά από πρώτο χέρι, συμμετείχε με τον ενθουσιασμό μιας νεαρής κοπέλας που βρέθηκε στη δίνη της γραφής της ιστορίας, επέλεξε στρατόπεδο (ποιές επιλογές άραγε διαφορετικές να υπήρχαν εκείνη τη στιγμή;) και, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όταν αποκαλύφθηκε πως πίσω από την αγαθή ιδέα κρυβόταν η εκμετάλλευση που απλώς είχε αλλάξει όνομα, δεν δίστασε να καταγράψει ωμή την αλήθεια όπως την αντιλήφθηκε. Ακριβώς όπως και η σύντροφος του Μπελογιάννη Έλλη Παππά, τούτη τη φορά σε θεωρητικό επίπεδο, η μαρτυρία των αριστερών πολιτών καθιστά την αλήθεια των γραπτών τους περισσότερο οδυνηρή, όχι μονάχα για τους συνοδοιπόρους τους, αλλά και για τις μελλοντικές γενιές που θα εξακολουθήσουν να τρέφονται με πολιτικούς μύθους. Δεν απαρνιέται η Ζέη τη ζωή που έζησε, πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Την εποχή εκείνη, έπρεπε να επιλεγεί στρατόπεδο πάλης: από τη μια το θηρίο του ναζισμού, από την άλλη το παράδειγμα που κόμιζε στην ιστορία το σοβιετικό πρότυπο και το κομμουνιστικό ιδεώδες. Η νίκη επί του ναζισμού δεν χωρούσε αμφιταλαντεύσεις, η επιλογή στράτευσης τότε, αλλά και αργότερα τον Δεκέμβρη του 44 με τους κατοπινούς ηττημένους ήταν ότι πιο ευγενικό θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, ειδικά όταν η γνώση του ήταν περιορισμένη για την αληθινή φύση του κομμουνιστικού συστήματος. Αυτό που αναγνωρίζει όμως κανείς στη Ζέη δεν είναι η ιστορική στράτευση αλλά η μετέπειτα απομυθοποίηση της, όταν μάλιστα μεσολάβησαν και τα γεγονότα του 20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, αλλά και η άνοιξη της Πράγας, η επιβολή στρατιωτικού καθεστώτος στην Πολωνία κλπ. Είναι βαθιά ανθρώπινες οι στιγμές που περιγράφει η Ζέη όταν αναφέρεται στον θάνατο του Στάλιν αλλά και στην μετέπειτα αποκαθήλωσή του από το τέμπλο των πολιτικών εικονισμάτων, η παρουσίαση του "Αχιλλέα" ως έναν μικρό, κακομοιριασμένο δυνάστη, απλό φερέφωνο άνωθεν κομματικών εντολών, στερημένο από κάθε αισθητική ευαισθησία η οποία ξεφεύγει από τα εγχειρίδια της κομματικής σχολής που σπούδασε. H απομυθοποίηση των ηγετών και των ηγετίσκων όπως του "Αχιλλέα" επιφέρει μεγαλύτερο πόνο διότι καταρρίπτει την θεωρία πως μπορεί να υπάρχει ένας "καλύτερος άνθρωπος" εκτός από έναν "καλύτερο κόσμο". Ο ηθικιστής "Αχιλλέας", το πρότυπο αγωνιστή και ανιδιοτελούς ανθρώπου που ξυπνά μέσα του η μικροαστική καταγωγή του όταν βλέπει μια γυμνή εικόνα που είχε ζωγραφίσει ένας ζωγράφος την "αρραβωνιαστικιά" του και τη σκίζει με μανία, ο "Αχιλλέας" που δεν μπορεί να χαρεί ένα κλασικό έργο της ρώσικης λογοτεχνίας. Είναι πικρή η γεύση της γενιάς αυτής: "Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε. Μας πρόλαβαν άλλα. Πόλεμος, Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία". Η γενιά αυτή είχε λοιπόν δικαιολογία. Η εμμονή όμως στο λάθος, όταν πλέον έχει αποκαλυφθεί η αλήθεια, γίνεται δαιμονική σήμερα. Αυτό δεν έχει μόνο πολιτικές συνέπειες, γίνεται επιπλέον κίνητρο για τη συγγραφή νέας λογοτεχνίας που θα μορφώσει και θα διαμορφώσει τις συνειδήσεις του μέλλοντος.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Αντρές Νέουμαν: Ταξιδιώτης του αιώνα

Η αγγλική έκδοση του El viajero del siglo μτφρ Nick Caistor, Lorenza Garcia
 "Φαντασιώνομαι για άγνωστα μέρη, καινούργια πρόσωπα, ξένες γλώσσες". (σ.192)

Σύμφωνα με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, "η λογοτεχνία του 21ου αιώνα θα ανήκει στο Νέουμαν και σε μερικούς άλλους εξ αίματος αδελφούς του". Δεδομένου ότι ο Μπολάνιο απεβίωσε το 2003 και ο "Ταξιδιώτης του αιώνα" κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση στα ισπανικά το 2009, μας κάνει να πιστεύουμε πως ο συγγραφέας του 2666 είχε προφητικές ικανότητες και μάλιστα αυτές επιβεβαιώνονται. Σίγουρα ο Μπολάνιο πρόλαβε να διαβάσει όσα έργα είχε δημοσιεύσει έως τότε ο Νέουμαν, δηλαδή τα μυθιστορήματα Bariloche, La vida en las ventanas και Una vez Argentina, ίσως και κάποιες ποιητικές του συλλογές. Ο διορατικός Αχιλλέας Κυριακίδης 
είναι ο πρώτος μεταφραστής του Νέουμαν στα ελληνικά,
"Κατά Μόνας", μτφρ. Αχ. Κυριακίδης
μεταφράζοντας το "Hablar Solos" που κυκλοφόρησε το 2012 στις εκδόσεις Opera. Ας ελπίσουμε να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα, κυρίως το βιβλίο του "El viajero del siglo" που στα αγγλικά μεταφράστηκε ως "Traveller of the Century" από τις εξαιρετικές λονδρέζικες εκδόσεις Pushkin.
O Αντρές Νέουμαν
Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται στη Γερμανία του 19ου αιώνα, στα χρόνια λίγο μετά το τέλος της κυριαρχίας του Ναπολέοντα στην φανταστική πόλη Βάντερνμπουργκ (λογοπαίγνιο με το γερμανικό ρήμα wandern=περιπλανιέμαι) που τοποθετείται κάπου μεταξύ Σαξωνίας και Πρωσίας. Κεντρικός χαρακτήρας ο Χανς, ένας περιπλανώμενος νέος που εγκαθίσταται στην πόλη αυτή ερχόμενος από το Βερολίνο, βρίσκοντας στέγη στο πανδοχείο του Χερ Τσάϊτ (Zeit=χρόνος). Στην πόλη αυτή θα συναναστραφεί με κατοίκους που προέρχονται είτε από άλλες χώρες, είτε είναι φορείς διαφορετικών ιδεών και κοσμοαντιλήψεων για την πολιτική, την τέχνη, την φιλοσοφία. Όπως εξηγεί ο Χανς στον οργανοπαίκτη, έναν γέρο άνδρα της πόλης με τον οποίο θα συνδεθεί φιλικά, "ήταν ένα είδος ταξιδιώτη ο οποίος μετακινούνταν από τόπο σε τόπο, σταματώντας σε άγνωστους προορισμούς προκειμένου να ανακαλύψει τι είδους ήταν, έπειτα έφευγε μόλις άρχιζε να βαριέται αισθανόμενος την ανάγκη να ταξιδέψει ξανά ή ανακαλύπτοντας κάτι καλύτερο να κάνει κάπου αλλού". Ο Χανς σ' αυτήν την πόλη θα περάσει το χρόνο του ανακαλύπτοντας πράγματα για τους κατοίκους συζητώντας με τους επιφανέστερους αυτών στο σαλόνι της νεαρής όμορφης και καλλιεργημένης Σόφι Γκότλιμπ, θυγατέρας του δημοτικού συμβούλου της πόλης Χερ Γκότλιμπ. Εκεί, σ΄αυτό το ανοικτό σαλόνι, θα συζητηθούν επίκαιρα όσο και διαχρονικά θέματα με πάθος ανάμεσα στους συνομιλητές που συνήθως δεν καταλήγουν πουθενά μέχρι να ανοίξει ένα καινούργιο θέμα. Ωστόσο είναι φανερό πως ο Χανς είναι φορέας κοσμοπολίτικων, αντιεθνικιστικών ιδεών και αυτό τον φέρνει σε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους γερμανούς συνομιλητές του, όχι όμως και τον ισπανό Άλβαρο ο οποίος, με μια φράση κλειδί στο βιβλίο, του λέει πως "είναι αδύνατο να βρεθεί το σημείο της ύπαρξης του Βάντερνμπουργκ σε οποιοδήποτε χάρτη, γιατί αλλάζει τοποθεσίες διαρκώς". Μια πόλη που μετακινείται διαρκώς στο χάρτη, πρέπει να έχει πάντως κάποιες σταθερές, και ο Χανς βρίσκει αυτές τις σταθερές στη γλώσσα: "Δεν νομίζω πως είναι οι χώρες που μας καθοδηγούν, νομίζω πως μετακινούμαστε εξαιτίας των ανθρώπων, και αυτοί μπορεί να προέρχονται από οποιοδήποτε μέρος. Μετακινούμαστε στο χώρο εξαιτίας των γλωσσών που μαθαίνουμε, ή εξαιτίας των αναμνήσεων. Αλλά τι θα σήμαινε πως και οι αναμνήσεις μετακινούνται επίσης; Τι σημαίνει πως οι αναμνήσεις σου προέρχονται από διαφορετικές εποχές και τόπους; Ποιές είναι οι αληθινά δικές σου;". Μια πόλη που αλλάζει σύνορα, μια χώρα που αλλάζει σύνορα, όπως έχει γίνει τόσες φορές στην ευρωπαϊκή ιστορία, αυτοκρατορίες που πέφτουν και διαλύονται, "και το μόνο για το οποίο είμαστε βέβαιοι είναι οι ζωές μας, τις οποίες μπορούμε να ζήσουμε οπουδήποτε".
 Πέρα από αναζητήσεις αυτές, ή στο κέντρο αυτών, βρίσκεται η ερωτική σχέση που αναπτύσσει ο Χανς με τη Σόφι. Εδώ κατά τη γνώμη μου βρίσκονται ορισμένες από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχω διαβάσει αλλά δεν θα ήθελα να τις μεταφράσω από τα αγγλικά γιατί θα χαθεί η μαγεία της μετάφρασης κατ' ευθείαν από τα ισπανικά. Θα ήταν προσβλητικό άλλωστε για την ίδια την ιστορία του Χανς και της Σόφι καθώς η ερωτική τους σχέση διαπλέκεται με προβλήματα γλώσσας και μετάφρασης (εξαιρετικό εύρημα του Νέουμαν), είναι ακριβώς η αφορμή και η αιτία τα μεταφραστικά και λεξικογραφικά προβλήματα που φέρνουν κοντά τους δύο νέους, δουλεύουν μαζί σ' ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, λεξικά, σημειώσεις, κάνουν παθιασμένο έρωτα, συζητούν στο διάλειμμα της ερωτικής τους επαφής: "κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ωρών που περνούσαν μόνοι τους τρεις φορές τη βδομάδα, ο Χανς και η Σόφι εναλλάσονταν ανάμεσα στα βιβλία και το κρεβάρι, το κραβάτι και τα βιβλία, εξερευνώντας με λέξεις ο ένας τον άλλον και διαβάζοντας ο ένας το σώμα του άλλου". Φαντασμαγορία λέξεων και σωμάτων; η αποθέωση της λογοτεχνίας και της τέχνης του έρωτα, με αναφορές σε σημαντικά ζητήματα που προκύπτουν από τις μεταφραστικές δυνατότητες του λογοτεχνικού έργου στο πλαίσιο της κατάργησης των φραγμών της γλώσσας, ταξιδιώτης του αιώνα λοιπόν ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους, δηλαδή ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες και λογοτεχνίες. Το βιβλίο εμπεριέχει πολλούς μεγάλους και μικρούς θησαυρούς και ο προσεχτικός αναγνώστης δεν θα βαρεθεί να σημειώνει σ' αυτό. Η μεγάλη αλήθεια αναφέρεται προς το τέλος του κειμένου, σε μια ανταλλαγή ερωτικών επιστολών ανάμεσα στο Χανς και τη Σόφι: "είμαι πεπεισμένος πως οι άνθρωποι που μένουν σ' έναν τόπο είναι περισσότερο νοσταλγικοί από τους ανθρώπους που ταξιδεύουν......πακετάροντας μια βαλίτσα δεν σημαίνει πως συνειδητοποιείς περισσότερο τις αλλαγές, μάλλον αναγκάζεσαι να αναβάλλεις το παρελθόν, και αντιλαμβάνεσαι το παρόν αναφερόμενος στο άμεσο". Η βαλίτσα που είχε μαζί του ο Χανς στο Βάντερνμπουργκ περιείχε βιβλία, λεξικά, σημειώσεις: το ταξίδι ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες και λογοτεχνίες γκρεμίζει τα σύνορα όχι μόνο τα γλωσσικά μέσω της μετάφρασης, αλλά και τα πραγματικά που θέτουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, κυρίως εκείνοι που δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ και παρέμειναν προσκολλημένοι σ' έναν τόπο νοσταλγώντας κάποιο ένδοξο παρελθόν. Αρκετά διδακτικό και για σήμερα, για την κατάσταση που βιώνει η σύγχρονη Ελλάδα με την αναβίωση διαφόρων κωμικοτραγικών μορφών ενθολαϊκισμού. Τελειώνοντας την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου δεν μποροώ να μην σκεφθώ πόσο μεγάλος, τελικά, ήταν ο Ρομπέρτο Μπολάνιο γι' αυτό που προέβλεψε για τον συνταξιδιώτη του στην ισπανική γλώσσα Αντρές Νέουμαν.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Οι θεσμοί

Η μετονομασία δεν αλλάζει την ουσία. Παραμένουν εκεί πάντα όταν τους χρειαστείς, δανειστές συναισθημάτων , ιδεών και μυστικών απολαύσεων. Δεν τους ελέγχεις, σε ελέγχουν, γιατί εσύ το επιθυμείς. Λειτουργούν πάντα ως έσχατο καταφύγιο. Γι' αυτό και δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη χαρά που σου προσφέρουν.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Συνέντευξη Κώστα Δεσποινιάδη

Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη η συνέντευξη του εκδότη Κώστα Δεσποινιάδη στη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης TV 100.
Μέσα σ' ένα χώρο όπου κυριαρχούν τα βιβλία, και σ' έναν τέτοιο χώρο οτιδήποτε άλλο μοιάζει περιττό, ο Κώστας Δεσποινιάδης εξιστορεί την προσωπική του πορεία στο χώρο των εκδόσεων ξεκινώντας από την εφηβική του ηλικία όπου είχε κατασταλάξει τι ήθελε να κάνει έχοντας προσβληθεί από το μικρόβιο της ανάγνωσης και των βιβλίων. Μικρόβιο που δεν έχει εξήγηση από που προήλθε όταν μάλιστα δεν υπήρχε και οικογενειακό υπόβαθρο γι' αυτό. Αλλά άπαξ και προσβληθείς δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής: σε κάποια πάθη οφείλουμε να παραδινόμαστε αμαχητί, και η ανάγνωση είναι σαφές πως είναι ένα απ' αυτά τα πάθη που μόνο ομοιοπαθείς μπορούν να κατανοήσουν. Επομένως το να λέει ο Δεσποινιάδης πως ήθελε να ζήσει βιοποριζόμενος από το χώρο των βιβλίων μεγεθύνει την αξία του, τον καθιστά πρότυπο για όσους θα ήθελαν να ακολουθήσουν το πάθος τους και να πετύχουν. Ειδικά μάλιστα σ' αυτή τη χώρα όπου τέτοιες επαγγελματικές ενασχολήσεις (να κάνεις το πάθος σου επάγγελμα) κινδυνεύουν να καταποντιστούν στην οικονομική αφάνεια και την απογοήτευση. Κακά τα ψέμματα, μόνο αν είσαι δημόσιος υπάλληλος ή κινείσαι πέριξ του κράτους έχεις δικαίωμα επιβίωσης στον τόπο αυτό. Οτιδήποτε άλλο, ειδικά αν έχεις το ήθος που κομίζει ο Δεσποινιάδης αποτελεί εν δυνάμει δονκιχωτισμό. Ή αλλιώς τόλμη την οποία οι περισσότεροι δεν διαθέτουμε ή δεν ανοιχτήκαμε ποτέ να την βρούμε και υποκύψαμε στην εύκολη λύση και στον ενταφιασμό των ονείρων. Τέτοιες εκδοτικές προσπάθειες
σαν του Δεσποινιάδη πάντως έχουν υπάρξει και στο παρελθόν από λίγους οραματιστές. Στην συνέντευξη γίνεται αναφορά στο περιοδικό "Σημειώσεις" του εκδότη, ποιητή, μεταφραστή Γερ. Λυκιαρδόπουλου, και φαίνεται πόσο αγαπά και εκτιμά ο Δεσποινιάδης και τους συντελεστές της έκδοσης και συνολικά την πνευματική τους προσπάθεια. Και άλλα περιοδικά κατά το παρελθόν έγραψαν μια σημαντική πορεία μέσα από κόπους, ξενύχτια και βασανιστική αναζήτηση του κατάλληλου υλικού. Το ότι δεν ακολουθήσαμε το ατομικό μας πάθος γιατί δεν ήμασταν αρκετά τολμηροί ή οραματιστές δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να συμ-μετέχουμε στο παρόμοιο πάθος των άλλων αναδεικνύοντας τις ιδιαίτερες αυτές φωνές.


Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες: Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα

"Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα" (μτφρ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη)
Ένας Γκουτιέρες δεν είναι ποτέ αρκετός, και μετά από την βρώμικη τριλογία του, συμπλήρωμα απαραίτητο κρίνεται "Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα" (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη) και ίσως εκεί μπει μια τελεία, αν και ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τους γοητευτικούς λατίνους. Οι απεγνωσμένες νοικοκυρές που διαβάζουν εκστασιασμένες τα φληναφήματα των "50 αποχρώσεων του γκρι" ούτε κατά διάνοια δεν θα μπορούσαν να ακουμπήσουν τον Γκουτιέρες, οι σελίδες του είναι βουτηγμένες στα βιολογικά υγρά ανδρών και γυναικών και το σεξ είναι αληθινό και όχι κατασκευασμένο στο μυαλό μιας αργόσχολης βρετανίδας housewife. Με τα χαρακτηριστικά λόγια του Γκουτιέρες: "λερώνοντας το χαρτί με αίμα και σάλιο και σκατά και ούρα και μύξες και δάκρυα", και ακόμα, φυσικά, άφθονο σπέρμα.
Μια από τις χαρακηριστικές πόζες του Γκουτιέρες
Σε δύο απόψεις της ζωής κινείται ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, το άλτερ έγκο του συγγραφέα, οι οποίες ενσαρκώνονται από δύο γυναίκες φορείς δύο διαφορετικών μεταξύ τους πολιτισμών. Από τη μια είναι η Γκλόρια, κορίτσι της Κούβας, ζωώδης, αισθησιακή, που γνωρίζει τα μυστικά του καλού σεξ, που είναι γεννημένη για να ευχαριστεί τους άνδρες αλλά συνάμα ζει και στην Κούβα της φτώχειας όπου λίγα δολλάρια από έναν τουρίστα που ζητά κουβανικό σεξ είναι αρκετά για να την βγάλει αυτή και η οικογένεια της. Η σχέση μαζί της αποπνέει ελευθερία και τονώνει τα ατίθασα γούστα του συγγραφέα πρωταγωνιστή: "Έτσι είναι η ζωή. Πόνος και ηδονή.....Φοράω ένα κόκκινο μπλουζάκι χωρίς μανίκια και αισθάνοπμαι δυνατός σαν ταύρος. Με το τατουάζ μου ακάλυπτο κάτω από τον ήλιο. Μ' αρέσει ναγαμιέμαι άγρια με την Γκλόρια. Άγρια. Να ιδρώνω για ένα δίωρο και μετά να βγαίνω βόλτα μόνος μου. Με το άρωμα μου από ιδρώτα, σπέρμα, Γκλόρια, κρεβάτι. Ένα δυνατό και υγιές ζώο" (σ.127). Από την άλλη, υπάρχει η αντίθεση, η Σουηδή ερωμένη Ανιέτα. Φορέας ενός διαφορετικού πολιτισμού στον οποίο σπανίζουν οι ζεστές ακτίνες του ήλιου. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στη Σουηδία για να προωθήσει το έργο του και εκεί θα γνωρίσει από κοντά την φίλη του Ανιέτα με την οποία είχε ήδη επικοινωνία όσο βρισκόταν στην Κούβα, αλλά θα γνωρίσει και έναν διαφορετικό πολιτισμό, οργανωμένο, τακτοποιημένο, προγραμματισμένο, εν τέλει αποστειρωμένο. Είναι και η Ανιέτα καλή ερωμένη, αλλά μαζί της δεν υπάρχει η μαγεία της βρωμιάς, ο αυθορμητισμός, το σπέρμα και το σάλιο μοιάζουν να έχουν καθαρθεί από την βιολογική τους υπόσταση. Παρά την απόλαυση που του προσφέρει, κάποτε και ο συγγραφέας φθάνει στα όρια του και τότε ξεσπά: "Δεν θέλεις να το κάνουμε ούτε να μου πάρεις πίπα στις σκάλες, δεν θέλεις καφέ, κατεβάζεις τα μούτρα. Ε ναι, μου την σπάς, μωρό μου. Relax, please" (σ. 261).
Η πρωτότυπη έκδοση
Οι δύο κόσμοι έχουν περιγραφεί ιδεοτυπικά. Σαφώς και υπάρχουν αποχρώσεις διαφορετικές στην πραγματικότητα, οι δύο κόσμοι δεν είναι μονοκόμματοι. Η προσαρμογή όμως σ' έναν από τους δύο για τον φορέα μιας άλλης κουλτούρας είναι υπόθεση δύσκολη και περιγράφεται με ειλικρίνεια από τον συγγραφέα. Στο τέλος υπερισχύει αυτό που γνωρίζει καλύτερα, με όλα τα στραβά και την ανυπόφορη κατάσταση που λυγίζει την ύπαρξη, εντούτοις η αυτογνωσία και η νοσταλγία οριοθετεί τα βήματά του προς την εστία του: "Πολλές φορές προσπαθεί κανείς να αλλάξει τη ζωή του. Να αποκτήσει περισσότερο έλεγχο, να προβλέψει κάποια πράγματα. Αλλά όχι. Είμαστε σαν εκείνα τα τρελά μυρμήγκια που τρέχουν στον κήπο και πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο και χάνουν το δρόμο τους ξανά και ξανά" (σ. 315).  Αυτό σημαίνει πως κάθε αλλαγή είναι αδύνατη και αδιανόητη; Δεν υπάρχει μονοσήμαντη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Στον κόσμο του Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες η Κούβα, με όλα τα κακά της, υπερισχύει της πιο αναπτυγμένης Σουηδίας.  Ίσως δεν χρειάζεται και πολλά για να είναι κανείς ευτυχισμένος (λιτός βίος;): "Δεν θέλω υπολογιστές, ούτε e-mail, ούτε Internet, ούτε θέλω να με πρήζουν άλλο" (σ. 405). Ίσως πρέπει να πάμε στηνΚούβα για να μην μας πρήζουν και μας. Αυτό θα ήταν μια ενδιαφέρουσα σύγκριση πολιτισμών, όχι ίσως τόσο μακρινών όσο ανάμεσα στην Κούβα και τη Σουηδία.