Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017
Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017
Ρίτσαρντ Φορντ: Ο Αθλητικογράφος
Μέρος μιας τριλογίας με ήρωα τον Φρανκ Μπάσκομπ, "The Sportswriter" του Ρίτσαρντ Φορντ είναι μια ελεγεία για το μέσο Αμερικάνο των προαστίων των αμερικάνικων πόλεων. Η ιστορία είναι πολύ απλή και στοιχειώδης. Ένας τύπος που ονομάζεται Φρανκ Μπάσκομπ είναι αθλητικός συντάκτης, αφού έκανε μια απόπειρα να κάνει καριέρα στη σοβαρή λογοτεχνία, εγκαταλείπει την προσπάθεια αυτή για να βιοποριστεί γράφοντας άρθρα γύρω από τα σπορ που παρακολουθεί ο μέσος Αμερικάνος. Επίσης είναι χωρισμένος, πατέρας δύο παιδιών και ενός παιδιού που δεν ζει. Έχει διάφορες, μετά τον χωρισμό του, ερωτικές ιστορίες, περιπλανιέται σε πόλεις της αμερικάνικης ενδοχώρας, γνωρίζει ανθρώπους περίεργους ή συνηθισμένους, η σχέση με τον πρώην γυναίκα του δεν είναι από τις συνηθισμένες που θα ανέμενε κανείς από έναν διαζευγμένο, φιλοσοφεί για το νόημα της ζωής.
Όλα αυτά τα στοιχεία θα έκαναν έναν μάλλον βαρετό βιβλίο αφού απουσιάζει οποιαδήποτε δράση, η ιστορία κοινή και υποτυπώδης, ο συγγραφέας παρακολουθεί την εσωτερική εξέλιξη του ήρωά του κατά την αναμέτρησή του με την πεζότητα, την έλλειψη νοήματος ή την αναζήτηση κάποιου σκοπού για να ζει κανείς.
Ο Φρανκ Μπάσκομπ είναι τραγικός γιατί είναι εξαιρετικά σύγχρονος. Αν και τα γεγονότα και ο τρόπος που τα βιώνει αντλούν τις επιρροές τους από τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, εντούτοις σαν μορφή μπορεί να θεωρηθεί πως θέτει ή απαντά σε ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο που βιώνει οριακές καταστάσεις. Ο ρεαλισμός του Μπάσκομπ αναπτύσσεται στην επικράτεια του τραγικού: "Όλοι μας ήμασταν και είμαστε χαμένοι και το ξέρουμε και απλώς προσπαθούμε να βολευτούμε μες την χασούρα μας όσο πιο άνετα γίνεται και με όσους καλύτερους τρόπους και λιγότερη περιέργεια μπορούμε. Κι ίσως ο μόνος λόγιος που δεν τα παρατήσαμε είναι ότι δεν μπορέσαμε να βρούμε έναν ουσιαστικό λόγο".
Richard Ford |
Η αλήθεια του Μπάσκομπ είναι η ταπεινότητα του. Δεν διεκδικεί δάφνες μεγάλου στοχαστή, ούτε η σκέψη του έχει κάποια μορφής ποιητικότητα. Ο Μπάσκομπ είναι μια μετριότητα, ένας άνθρωπος ριγμένος στην ύπαρξη (αφελής χρήση χαϊντεγγεριανών όρων, αλλά στην περίπτωση του ταιριάζει), που είτε με χιούμορ, είτε με πικρό χαμόγελο, είτε με απορία προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο ύστερα από τις επιλογές τις δικές του και της μοίρας.
Ο Μπάσκομπ είναι, χωρίς να το θέλει ίσως εγελιανός: "η μόνη αλήθεια που ποτέ δεν μπορεί να είναι ψέμα είναι η ίδια η ζωή- αυτό που συμβαίνει", λέει προς το τέλος της περιπλάνησής του θυμίζοντας την ταύτιση λογικού και πραγματικού του Χέγκελ. Αλλά ούτε αυτό θα τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Αυτό που ήθελε ήταν "να συμμετάσχω για λίγο στη ζωή των άλλων, μ' έναν χαμηλών τόνων τρόπο, να μιλήσω με μια απλή, ειλικρινή φωνή. Να μην πάρω τον εαυτό μου υπερβολικά σοβαρά- κι έπειτα να ξεμπερδέψω".
Ο Φρανκ Μπάσκομπ δεν προτίθεται ν' αλλάξει τον κόσμο, ούτε καν να τον ερμηνεύσει. Μια είναι η αποστολή του: "Να είμαι ένας βολεμένος κι ήρεμος άνθρωπος". Αυτή είναι η φιλοσοφία που ο Ρίτσαρντ Φορντ αναπτύσσει σε όλο το βιβλίο αλλά το ερώτημα για το αν επιτυγχάνεται η ταύτιση του αναγνώστη με τον κεντρικό του ήρωα είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί.
Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017
Θράσος Καστανάκης: Ο Χατζημανουήλ
Το 1956 εκδίδεται ο Χατζημανουήλ του Καστανάκη και η γλώσσα, το ύφος και οι ιδέες του μυθιστορήματος είναι τόσο μοντέρνες, τόσο τολμηρές που αναρωτιέται κανείς πόσο μεγάλη εντύπωση θα έκανε στη συντηρητική εποχή που πρωτοδημοσιεύτηκε.
Το έργο διαδραματίζεται στην εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην Κωνσταντινούπολη, ο Χατζημανουήλ είναι ένας τύπος πρότυπο κυνισμού, αχαλίνωτου ερωτισμού και μηδενισμού ο οποίος ελίσσεται στους μαιάνδρους της ντόπιας οθωμανικής εξουσίας για να προσπορίζεται οφέλη, οικονομικά, κοινωνικά και ερωτικά. Το άλλο δίδυμο του έργου, ο Καϊμακάμης Ιμπραχίμ και το εκτελεστικό του όργανο, ο αιμοβόρος Κιορ Αλής συνθέτουν, μαζί με τον Χατζημανουήλ, ένα αρπακτικό τρίγωνο ανθρώπων που το χαρακτηρίζει ο ανόθευτος αμοραλισμός και η εντελώς κυνική ματιά στα γεγονότα της ζωής.
Το έργο μπορεί να διαβαστεί και ως μανιφέστο αντιφεμινισμού ή μισογυνισμού, αλλά ετούτοι είναι νεώτεροι όροι που δεν μπορούν να καλύψουν την έκταση της γνώσης της ανθρώπινης (και γυναικείας) φύσης του κεντρικού ήρωα: "Δίνεις μια και παίρνεις τις άλλες, με το χρήμα, με τη φοβέρα, με τη βία". Ο λόγος του Χατζημανουήλ για τις γυναίκες ηχεί πιο τολμηρός και πιο μοντέρνος απ' αυτόν του Σοπενχάουερ. Αλλά και στις συναλλαγές του με τους ανθρώπους, ο Χατζημανουήλ εκφράζει όλο το σκοτεινό εύρος της ψυχής του: "Χαιρόταν η καρδιά του κάθε που λογάριαζε πόσο εύκολο ήτανε να ξεγελά τους ανθρώπους και να πετυχαίνει τις πιο κρυφές του υποθέσεις χωρίς ν' αφήνει αχνέρι πουθενά".
Θράσος Καστανάκης |
Ο Καστανάκης πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα διαχρονικό έργο με αξέχαστους ήρωες. Δεν είναι μονάχα η βασική τριάδα που μένει αλησμόνητη, ειδικά όταν επιδίδεται στα θαυμάσια ερωτικά όργια με γυναίκες που τελικά θα υποταχθούν, αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, κυρίως οι γυναίκες μένουν στη μνήμη τόσο για τα μαρτύρια που περνούν όσο και για τον ερωτισμό που αποπνέουν μέσα από τα μαρτύρια αυτά. Ναι, προκαλεί απέχθεια ο ρόλος του Χατζημανουήλ στα σημερινά ευαίσθητα φεμινιστικά αυτιά, αλλά μήπως δεν έχει κάποιο δίκιο όταν ψυχολογεί θαυμάσια τις γυναίκες; "Η γυναίκα πρέπει να τιμωρηθεί για να καταλάβει τη δύναμη του άνδρα και να συνεφέρει ο νους της....".
Το έργο δεν είναι ωστόσο μια αντιγυναικεία ωδή, αλλά και μια σπουδή στο ρεαλισμό της εξουσίας, αν και υπάρχει ένα αόρατο νήμα που συνδέει αυτά τα δύο. Ο Χατζημανουήλ διδάσκει το προληπτικό χτύπημα στους ενάντιους, αν θέλει να' χει το σχέδιο του καλή κατάληξη. Κινείται βέβαια στα όρια της ύβρεως που προκαλεί τη νέμεση, αλλά αυτό το παιχνίδι το γνωρίζει εφόσον γνωρίζει τα όρια της δύναμης και της συμπεριφοράς των ανθρώπων, γι' αυτό και στο τέλος καταλήγει σε έναν πεσσιμισμό τον οποίο διδάχτηκε από την κοινή εμπειρία: "Άμα ξεπεράσεις της τύχης τα γραμμένα ποιά ευτυχία να βρεις; Μόνο να παλέψεις σου απομένει. Να χτυπήσεις τους ανθρώπους όπως σε χτυπά κι εσένα η μοίρα, επειδή δρασκέλισες τα γραφτά της. Να μη λυπάσαι. Να μη φοβάσαι! Χτύπα, χτύπα....Όποιος στέκει εμπρός σου, χτύπα τον, κι ας μην σε πείραξε. Κι αν τύχει και σε πείραξε, χτύπα τον διπλά!".
Ένα αξέχαστο βιβλίο με ολοζώντανους χαρακτήρες, έντονες ερωτικές σκηνές, ενδιαφέρουσα πηγαία φιλοσοφία, προσωπικά διδάγματα που αν μη τι άλλο σε προκαλούν να τα στοχαστείς πριν τα απορρίψεις. Διότι, όπως λέει ο κεντρικός ήρωας, "δεν είναι τα γεγονότα που σε αλλάζουνε μα οι λεπτομέρειες".
Τρίτη 15 Αυγούστου 2017
Τάσος Αθανασιάδης: ο Έλληνας Τόλκιν
Τάσος
Αθανασιάδης
Για να μπούμε
κατευθείαν στην ουσία του άρθρου, θεωρώ πως ο Τάσος Αθανασιάδης είναι μακράν ο καλύτερος Έλληνας λογοτέχνης και
θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο Έλληνας Τόλκιν, όχι για το fantasy στυλ του, αλλά για το πολύτομα έργα του, τα οποία κάλυψαν μεγάλες
ιστορικές περιόδους της σύγχρονης Ελλάδας.
Θεωρώ επίσης,
πως αν και πολλοί γνωρίζουν κάποια από τα έργα του, αγνοούν όμως το δημιουργό τους.
Γι’ αυτό οφείλω στους αναγνώστες τη βιογραφία του και θα δείτε πως όταν
διαβάσετε τα έργα του θα σκεφθείτε “α… ώστε αυτός το έγραψε;”.
Γεννήθηκε στο
Σαλιχλί της Μικράς Ασίας, γιος του επιχειρηματία Μιχαήλ Αθανασιάδη, που πέθανε
όταν ο συγγραφέας ήταν ακόμη παιδί, και της Ανθής Παναγιωτοπούλου. Είχε τρεις
μεγαλύτερες αδελφές. Μετά την καταστροφή του 1922 η μητέρα με τα τέσσερα παιδιά
της εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου ο Τάσος σπούδασε νομικά, εργάστηκε για λίγα
χρόνια ως δικηγόρος και ζούσε έως το θάνατό του. Παντρεύτηκε τη φιλόλογο Μαρία
Δημητροπούλου. Διετέλεσε διευθυντής γραμματείας, δραματολογίου, προσωπικού και
γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, καθώς επίσης προϊστάμενος καλλιτεχνικού
προγραμματισμού του οργανισμού των ελληνικών κρατικών θεάτρων, θέση από την
οποία παραιτήθηκε το 1972.
Με τη λογοτεχνία
άρχισε να ασχολείται από μαθητική ηλικία με δημοσιεύσεις διηγημάτων σε
περιοδικά όπως η Νέα Εστία, τα Ελληνικά, η Πρωτοπορία και άλλα. Την πρώτη του
επίσημη εμφάνιση στα γράμματα πραγματοποίησε το 1936 με τη δημοσίευση μιας
μελέτης του για το Φώτο Πολίτη, την οποία διάβασε στην Αρχαιολογική Εταιρεία.
Το 1943 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Θαλασσινοί προσκυνητές και ένα χρόνο
αργότερα τη μυθιστορηματική βιογραφία Ταξίδι στη μοναξιά, έργα λυρικής υφής με
έμφαση στην περιγραφή του εσωτερικού κόσμου των ηρώων τους. Γρήγορα ωστόσο
στράφηκε στη μυθιστορηματική γραφή της κλασικής ρεαλιστικής τεχνοτροπίας,
δείχνοντας ιδιαίτερη επιμέλεια στην περιγραφή του εξωτερικού κόσμου αλλά και
στην ψυχογράφηση των προσώπων. Χαρακτηριστικά του έργου του είναι η προσπάθειά
του να δείξει την επίδραση ενός συγκεκριμένου κάθε φορά κοινωνικού και
πολιτικού πλαισίου στη ζωή και τον ψυχισμό μεμονωμένων προσώπων και να προβάλει
έτσι τη γενικότερη θεωρία του για την εξέλιξη της ζωής ως αποτέλεσμα συνεχούς
πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις του Καλού και του Κακού. Η περίπτωση του Τάσου
Αθανασιάδη καλύπτει χρονικά μια περίοδο που φτάνει ως τη σύγχρονή μας
πεζογραφία, υφολογικά βρίσκεται στην πεζογραφική παράδοση της γενιάς του
Τριάντα.
Από το 1986 ήταν
μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ διετέλεσε επίσης ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των
Δώδεκα, πρόεδρος της επιτροπής κρατικών λογοτεχνικών βραβείων (1979-1980), της
Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το
1994
αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ντοστογιέφσκι, από το κάτεργο στο πάθος (Α΄Κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας 1956)
Τα παιδιά της Νιόβης (μυθιστόρημα, πρώτη τρίτομη
μορφή 1948, 1953, 1961, δεύτερη τετράτομη: 1967-1968).Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με πρωταγωνιστές το Γρηγόρη Βαλτινό και τη Μαρία
Τζομπανάκη.
Οι τελευταίοι εγγονοί (μυθιστόρημα, 2 τόμοι, 1984). Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με πρωταγωνιστές τη Σμάρω Στεφανίδου, τον Αντώνη Καφετζόπουλο και τη Βάσια Παναγοπούλου.
Πάνθεοι (μυθιστόρημα) – τρίτομο
(Πάνθεοι, Μάρμω Πανθέου, Ζωή Χαρισάμενη – 1948).Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με πρωταγωνιστές το Άγγελο Αντωνόπουλο και την
Κάτια Δανδουλάκη.
Οι φρουροί της Αχαΐας (μυθιστόρημα, 2 τόμοι, 1975). Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με πρωταγωνιστές τη Μιμή Ντενίση και το Στράτο Τζώρτζογλου.
Η αίθουσα του θρόνου (μυθιστόρημα, 1969). Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με με πρωταγωνιστές – μεταξύ άλλων - τον Αλέκο Αλεξανδράκη και το Νίκο Ρίζο στην τελευταία τηλεοπτική του εμφάνιση
Οι φρουροί της Αχαΐας (μυθιστόρημα, 2 τόμοι, 1975). Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με πρωταγωνιστές τη Μιμή Ντενίση και το Στράτο Τζώρτζογλου.
Η αίθουσα του θρόνου (μυθιστόρημα, 1969). Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με με πρωταγωνιστές – μεταξύ άλλων - τον Αλέκο Αλεξανδράκη και το Νίκο Ρίζο στην τελευταία τηλεοπτική του εμφάνιση
Ο Γιος του Ήλιου (βιογραφία, 1978)
Αγία Νεότητα (διηγήματα)
Τιμήθηκε με:
Τιμήθηκε με:
·
το Κρατικό
Βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1955 για το Ο Ντοστογιέβσκι από το κάτεργο
στο πάθος και 1963 για τον Αλβέρτο Σβάιτσερ),
·
το βραβείο
πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (1959-1961 για τους Πανθέους),
·
το Κρατικό
Βραβείο μυθιστορήματος (1969 για την Αίθουσα του θρόνου και 1978 για τους
Τελευταίους εγγονούς),
·
το Έπαθλο
Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1975 για τους Φρουρούς της Αχαΐας),
· το βραβείο
ελληνοτουρκικής φιλίας και ειρήνης Ιπεκτσί (1989 για τα Παιδιά της Νιόβης),
· το
αργυρούν μετάλλιο του ιδρύματος της Γαλλικής Ακαδημίας Τέχνες-Επιστήμες-Γράμματα
και το βραβείο Χέρντερ (1997).
Ο Αθανασιάδης ήταν
ο βασικός εισηγητής του «μυθιστορήματος-ποταμού» (roman-fleuve)
στην ελληνική γλώσσα. Διάβαζε ξένους μυθιστοριογράφους που τον επηρέασαν: Σταντάλ, Ουγκώ, Φλωμπέρ, Γκάλσγουορθυ, αλλά και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ.
Έντονο είναι το επικό στοιχείο και η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη ενώ διαπλέκεται
ο μύθος ενός ήρωα με το μύθο ενός άλλου. Τα μυθιστορήματά δίνουν «έναν πλατύ
και συνθετικό πίνακα της ελληνικής αστικής κοινωνίας» στα τρία τέταρτα περίπου
του εικοστού αιώνα. Οι χαρακτήρες του-έντονες
προσωπικότητες, αν και φαινομενικά αντιφατικοί, έχουν εσωτερική ενότητα και
κινούνται στην ιστορία σαν να εκπληρώνουν ένα εσωτερικό πεπρωμένο, παρά να
επηρεάζονται από τις εξωτερικές συνθήκες.
Bookman’s wife
Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017
Τρίτη 8 Αυγούστου 2017
Ένα είδος κριτικής
Αλλά μέχρι που είναι επιθυμητό να φθάσει η απαρέσκεια μας; Εξαρτάται από τον συγγραφέα. Αν πρόκειται για τη ροζ γυναικεία "λογοτεχνία" τύπου Λένας Μαντά, Χρ. Δημουλίδου και άλλων παρόμοιας εμβέλειας, ή για πιο σοβαρούς συγγραφείς αλλά εξίσου υπερτιμημένους όπως η Ζυράννα Ζατέλη, ο Αύγουστος Κορτώ και άλλοι, νομίζω η κριτική του Χουάν Γκαρσία Μαδέρο, βασικού χαρακτήρα στο βιβλίο "Οι Άγριοι Ντετέκτιβ" του Ρομπέρτο Μπολάνιο όταν διαβάζει ένα ποίημα, μπορεί να μας δώσει ένα καλό έναυσμα:
"Την πρώτη φορά που το διάβασα (πριν από μερικές ώρες) δεν μπορούσα να μην κλειδωθώ στο δωμάτιό μου και να αυνανιστώ απαγγέλοντάς το, μια, δυο , τρεις ,μέχρι και δέκα ή δεκαπέντε φορές...". Αναφέρεται σε ένα ποίημα, αλλά επεκτείνοντας τον ενθουσιασμό του φθάνουμε και στην πεζογραφία με τα ίδια θεαματικά αποτελέσματα.....
Λίγο παρακάτω όμως έρχεται στα συγκαλά του: "Δεν μπορώ να περάσω τη ζωή μου τραβώντας μαλακία". Κάπως έτσι πρέπει να είναι και η διάθεσή μας έναντι των κακών βιβλίων. Είναι απλώς μιας (συγκεκριμένης) χρήσης, η οποία κοστίζει σε χρόνο.
Σάββατο 5 Αυγούστου 2017
Γκάι Γκάβριελ Κέι: Τιγκανά
Ήταν το δεύτερο βιβλίο του Κέι που διάβασα μετά το "Ένα Τραγούδι για την Αρμπόν", το οποίο είχα διαβάσει πριν από αρκετά χρόνια. Ξαναδιάβασα λοιπόν Γκάι Γκάβριελ Κέι καταμεσής του καλοκαιριού, ένα βιβλίο στην κατηγορία του fantasy genre, αφενός για να συνδεθώ με το παρελθόν όπου τέτοιες ιστορίες διάβαζα με ευχαρίστηση, έπαιζα computer games που είχαν ως βάση τον κόσμο της φαντασίας (όπως αυτός ορίστηκε από τον Τόλκιν) και άκουγα epic metal που θεωρείται η μελοποιημένη εκδοχή αυτού του λογοτεχνικού είδους.
Ωστόσο, αν και ο Γ.Γ.Κ. ξεκίνησε ως δημιουργός μυθιστορημάτων φαντασίας, στη συνέχεια προσανατολίστηκε περισσότερο στην κατασκευή ενός υβριδικού τύπου φανταστικού μυθιστορήματος που συνδυάζει και στοιχεία από την πραγματική ιστορία μεταφερμένα όμως στον φανταστικό κόσμο. Έτσι στο "Τιγκανά" έχουμε καταστάσεις που θυμίζουν ιστορία της αναγεννησιακής Ιταλίας ενώ διατηρούνται και κάποια, λίγα όμως δίχως να είναι τα κυρίαρχα, στοιχεία από το είδος της φαντασίας: λίγη μαγεία που δεν μεταβάλλει την κεντρική αφήγηση και το νόημά της.
Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα εξολοκλήρου βιβλίο φαντασίας με τα γνωστά του κλισέ, αλλά για ένα sui generis βιβλίο που συνδυάζει την φανταστική εκδοχή μιας ιστορικής κατάστασης με στοιχεία από το λογοτεχνικό είδος της φαντασίας. Σαφώς και τα όρια παραμένουν δυσδιάκριτα. Είναι σαφή πάντως τα στοιχεία εκείνα που διακρίνουν τις αρετές από τις αδυναμίες του Γ.Γ.Κ: κατ' αρχάς το βιβλίο είναι αρκετά μεγάλο, σχεδόν 800 σελίδες και η δράση δυσανάλογα μικρή σε σχέση με το μέγεθος του. Δεν υπάρχουν πολλά επεισόδια διότι έχει επικρατήσει η λογική της περιγραφής της εσωτερικής ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων που καταλαμβάνει πολλές παραγράφους κάθε φορά που πάει να προχωρήσει λίγο η δράση.
Αυτό έχει πάντως και τα θετικά του στοιχεία που δεν πρέπει ν΄αγνοηθούν: οι ήρωες δεν είναι μονοκόμματοι, έχουν ουσία και βάθος, αλλά σ' ένα μυθιστόρημα φαντασίας τούτη η ενδοσκόπηση των ηρώων θα έπρεπε να συνοδεύεται και με λίγο περισσότερο δράση. Το θέμα της αναλογίας, εντούτοις, είναι ζήτημα γούστου. Οι περιγραφές του πάντως είναι αληθινά καλλιτεχνικές, φερ' ειπείν ο κόσμος των διαφορετικών επαρχιών του Φοίνικα αναλύεται με λεπτομέρειες και με ζωντάνια. Η ιστορία αναφέρεται στη δράση μιας παρέας νέων κατά της τυραννίας που έχει συντελέσει στην απώλεια όχι μόνο της πατρίδας τους αλλά κι αυτού του ονόματος της, τους Τιγκανά. Στο βιβλίο υπάρχει η βασική δομή των καλών συνωμοτών εναντίον της διπλής τυραννίας του Brandin και του Alberico, ηγετών αντίστοιχα του Ygrath και του Barbandier. Η κακία των δύο, και κυρίως του πρώτου που ευθύνεται για την απώλεια της ταυτότητας του Τιγκανά δεσπόζει στη μυθοπλασία του Γ.Γ.Κ. Όμως όσο εξελίσσεται η ιστορία ένα γεγονός διαφοροποιεί την τύχη των τυράννων, ο έρωτας. Εδώ ο Γ.Γ.Κ. επιφυλάσσει ευνοϊκότερη μεταχείριση για τον κατακτητή του Τιγκανά, τουλάχιστον στο επίπεδο των εντυπώσεων στα μάτια του αναγνώστη: τον απεικονίζει πιο ανθρώπινο, σε αντίθεση με την ολοκληρωτική λογική εξουσιαστικών τάσεων του Alberico, με συναισθήματα και κάποια ευθυκρισία- σ' αυτό ευθύνεται η Dianora που μεταμορφώνει τον εαυτό της και τον Brandin: η ερωτική τους ιστορία είναι από τις πιο συγκινητικές του βιβλίου, όπως και ο τρόπος θανάτωσης του Brandin.
Ο Γ.Γ.Κ. δίχως να γράψει ένα αμιγώς βιβλίο φαντασίας, κατάφερε να ταξιδέψει το νου και την καρδιά του αναγνώστη στις περιπέτειες των λαών του Φοίνικα. Αν η εμμονή στην μικρολεπτομέρεια ενίοτε κουράζει, ικανοποιεί ωστόσο την καλλιτεχνική δίψα του αναγνώστη για όμορφες περιγραφές. Η τυραννοκτονία αμφότερων των τυράννων προσφέρει κάποια ηθική ικανοποίηση, και αν εκείνη του Alberico είναι απόλυτα δικαιολογημένη, ο τρόπος με τον οποίο θανατώνεται ο Brandin, από το σπαθί του εμπίστου του, φανερώνει πως το αίσθημα της δικαιοσύνης είναι αξεδιάλυτο από την δίψα για εκδίκηση όσες αλλαγές κι αν φέρνει ο χρόνος στις καρδιές των ανθρώπων.
Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017
Γκυ Ντε Μωπασάν: Ο Φιλαράκος
"Στο Παρίσι καλύτερα να μην έχεις κρεβάτι να κοιμηθείς παρά καλά ρούχα". Αυτός είναι ο κόσμος του 19ου αιώνα στο Παρίσι, της εκρηκτικής ανόδου της αστικής τάξης και των κάθε λογής νεόπλουτων, απατεώνων της πολιτικής και του χρήματος, ατόμων που επιδεικνύουν τον πλούτο ή την εξουσία τους- είναι ο κόσμος των "πετυχημένων" της ζωής που ο Ζορζ Ντυρουά, ορμώμενος από το ταπεινό περιβάλλον της γαλλικής επαρχίας θα επιχειρήσει να κατακτήσει.
Με απόλυτα προσεγμένο ρεαλισμό που φθάνει στα όρια του κυνισμού, ο Γκυ Ντε Μωπασάν απεικονίζει τους τρόπους που μπορεί κάποιος "πραγματικά κάλπης, μπαμπέσης και καπάτσος" να χρησιμοποιήσει προκειμένου ν' ανέβει κοινωνικά στην ιεραρχία του πλούτου και της δόξας. Στον κόσμο των διεφθαρμένων αυτός που κερδίζει είναι ο πλέον καπάτσος και διεφθαρμένος που έχει τα λόγια εύκολα και την συνείδηση του ολοκληρωτικά προσανατολισμένη στην επίτευξη των εγωιστικών στόχων του. Δεν είναι, άλλωστε, δυνατή καμιά διαφορετική εναλλακτική πρόταση ζωής.
Ζώντας στους κύκλους των επιτυχημένων του χρήματος ή της πολιτικής, της δημοσιογραφίας ή της οικονομίας, ο νεαρός Ντυρουά έρχεται σε επαφή με πλήθος κατεργαρέων, απατεώνων, ασυνείδητων και εκμαυλιστών. Όνειρο του δεν είναι να διορθώσει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας αλλά να αποτελέσει το εκλεκτότερο μέρος αυτών, "ο καθένας για τον εαυτό του", όπως λέει, "ο εγωισμός είναι το παν". Το βασικό όπλο που χρησιμοποιεί για να πραγματώσει το όνειρο του είναι ο έρωτας- πάντα θα βρίσκεται η κατάλληλη γυναίκα, είτε είναι η γυναίκα του αφεντικού του, είτε η κόρη του, είτε η πρώην γυναίκα του ευεργέτη του, την οποία δελεάζει με υποσχέσεις έρωτα και αγάπης.
Ο λόγος του, γοητευτικά συναισθηματικός, ακουμπά τις γυναικείες καρδιές, βρίσκει διάπλατα κενά και εισχωρεί εντός τους για να τις αποπλανήσει με το δέλεαρ της αγάπης. Καμιά δεν του αντιστέκεται. Ακόμα και ο Θεός μοιάζει ανήμπορος, δεν ακούει τις επικλήσεις και τις εξομολογήσεις των θυμάτων του, ο έρωτας και οι υποσχέσεις του βγαίνουν νικητές και η παράδοση των γυναικών είναι ολόψυχη, του ανήκουν τα σώματα και οι ψυχές τους. Μέσω του έρωτα κερδίζει δόξα και χρήματα, καμιά συνειδησιακή τύψη δεν τον αποσπά από τον στόχο του, "καλύτερα να είσαι περήφανος για τη δόξα και τα πλούτη παρά για τη γυναίκα και για τον έρωτα". Ακόμα και τούτος ο καταφερτζής γερο-Βάλτερ δεν μπορεί να παραδεχτεί την ακαταμάχητη γοητεία του, τον δυναμισμό και τη δαιμονική ευφυΐα που κρύβει μέσα του ο Φιλαράκος. Ομολογεί την ήττα του, ή μάλλον υποτάσσεται στην ανωτερότητα του και δίχως πολλές αμφιταλαντεύσεις του παραδίδει το χέρι της θυγατέρας του.
Γραμμένο τον 19ο αιώνα το μυθιστόρημα αυτό προαναγγέλλει τον άνθρωπο της διαπλοκής του 20ου αιώνα και των εποχών που ζούμε. Η κατάλυση κάθε είδους συνειδησιακού φραγμού που χαρακτήριζε ορισμένες μόνο τάξεις του 19ου αιώνα στις μέρες μας θ' αποτελέσει modus vivendi για μια διαταξική νοοτροπία την οποία ενστερνίζονται, πλέον, οι περισσότεροι. Ακόμα και όταν ο Ντυρουά αναλογίζεται τον "σκοτεινό, αβάσταχτο τρόμο μπροστά στο μηδέν" του θανάτου, η απάντηση που δίνει την στιγμή εκείνη, η σωστή, "ότι και να πεις, αυτό είναι το μόνο καλό πράγμα στη ζωή σου, ο έρωτας!", αναιρείται μόλις έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Τότε είναι ο πλούτος και η δόξα, η ισχύς εν γένει που τον συνέχει και όχι ο έρωτας ο οποίος στην αυθεντικότητα του εμπεριέχει την θυσία του Εγώ. Θυσιάζοντας οτιδήποτε άλλο στέκεται εμπόδιο μπροστά του, εκτός από τον εαυτό του, ο Ντυρουά Φιλαράκος, φθάνει και κατακτά την κορυφή των στόχων του.
Ο Μωπασάν αποφεύγει να κακολογήσει τον ήρωά του. Βρήκε την ψυχή του; Την έχασε; Η αναζήτησή του από ένα σημείο και μετά έγινε αυτοσκοπός, η γοητεία όμως που εξάσκησε ήταν ανάλογη της καταστροφής που επέφερε- και τούτο τον καθιστά τον πλέον σύγχρονο των ανθρώπων.
Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017
Σώμερσετ Μωμ: The Moon and Sixpence
Το 1919 εκδόθηκε ένα από τα πιο γνωστά έργα του Σώμερσετ Μωμ που μαζί με το "Of Human Bondage" και το "The Razor's Edge" συνιστούν τη βασική μυθιστορηματική τριάδα του έργου του, εξαιρουμένων βέβαια των θεατρικών και των διηγημάτων που αποτελούν δύο κατηγορίες από μόνες τους.
Για την εξήγηση του περίεργου τίτλου, ο ερευνητής του Μωμ Robert Lorin Calder δίνει την ακόλουθη εξήγηση:
"'Like so many young men he [Philip of Human Bondage] was so busy yearning for the moon that he never saw the sixpence at his feet.' Somerset Maugham adopted the phrase as the title of his next novel. The author explained its meaning in a note which was intended to precede the text, but which did not appear, ' ... In his childhood he was urged to make merry over the man who, looking for the moon, missed the sixpence at his feet, but having reached years of maturity he is not so sure that this was so great an absurdity as he was bidden to believe. Let him who will pick up the sixpence; to pursue the moon seems the most amusing diversion". (Πηγή: https://www.theguardian.com/notesandqueries/query/0,,-1448,00.html)
Ανεξάρτητα από την προέλευση του τίτλου, το έργο καταπιάνεται με την πνευματική εξέλιξη του ζωγράφου Στρίκλαντ ο οποίος είναι η μυθιστορηματική μορφή του Πωλ Γκωγκέν, αγαπημένο φαίνεται θέμα για δεξιοτέχνες συγγραφείς αφού πολλά χρόνια αργότερα και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα στο έργο του "El paraíso en la otra esquina" καταπιάστηκε με το έργο και τη μορφή του Γκωγκέν.
Σώμερσετ Μωμ |
Ο Μωμ είναι δεξιοτέχνης συγγραφέας διότι στο έργο του δεν ακολουθεί καμιά μοντέρνα τεχνοτροπία ούτε προσπαθεί να αποδείξει πόσο μέτριος είναι ο αναγνώστης που τον διαβάζει και πόσο μεγάλος και καινοτόμος ο συγγραφέας, αλλά ακολουθεί μια γραμμική πορεία στο ξεδίπλωμα της ιστορίας του με αρχή, μέση και τέλος, γεμίζοντάς την όμως με ερωτήματα και προβληματισμούς τα οποία συνοδεύουν τον αναγνώστη και μετά το πέρας της ανάγνωσης. Είναι μια όμορφη αισθητική εμπειρία η ανάγνωση των βιβλίων του Μωμ, ακόμη και στο πρωτότυπο, καθώς η γλώσσα του δεν έχει ούτε περιττά στολίδια, ούτε περίεργες γλωσσικές καινοτομίες, αλλά έχει αντίθετα δουλεμένες φράσεις οι οποίες μες την απλότητά τους δημιουργούν ωραίες εικόνες. Ενώ είναι εύκολος στην ανάγνωση, δεν είναι σε καμιά περίπτωση ρηχός. Το βαθύ νόημα μιας φράσης θα το διαβάσουμε όχι σε εξεζητημένη γλώσσα αλλά σε άψογα αγγλικά, γνώρισμα αληθινά μεγάλων συγγραφέων.
Ο Στρίκλαντ είναι ο Γκωγκέν όπως τον αντιλαμβάνεται ο Μωμ, ο οποίος ενώ έχει μια άνετη και πλούσια ζωή, μέσα του τον "τρώει" το σαράκι του δαιμόνιου πνεύματος που τον καλεί σε καλλιτεχνική δημιουργία και αναζήτηση νοήματος- θέματα εξόχως Μωμ-ικά, που τα συναντούμε σε όλα σχεδόν τα μεγάλα μυθιστορήματα του. Ο Στρίκλαντ εγκαταλείπει την γυναίκα του, η οποία φαντάζεται ένα τρίτο πρόσωπο ως αιτία της απομάκρυνσής του, για ν' ακολουθήσει την φωνή του πνεύματος που στη δική του περίπτωση ονομάζεται ζωγραφική: "I seemed to feel in him some vehement power that was struggling within him....He looked upon privation as no hardship. There was something impressive in the manner in which he lived a life wholly of the spirit".
Ο Μωμ προσπαθεί σ' αυτό το έργο να θέσει και να απαντήσει στο ερώτημα του δαιμονικού χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας ως αναζήτηση υπαρξιακού νοήματος στη ζωή και τις αντιδράσεις που η αναζήτηση αυτή προκαλεί στον συγγενικό και κοινωνικό περίγυρο του καλλιτέχνη. Προσεγγίζει τον δημιουργό ως μια ασκητική μορφή που θυσιάζει τα πάντα στο βωμό της πραγμάτωσης του οράματος του, θυσιάζει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τους άλλους τους οποίους αντιμετωπίζει πότε ως εμπόδια και πότε ως έμπνευση την ώρα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Θυσιάζει ακόμα και αυτόν τον έρωτα της γυναίκας, για τον οποίο μιλά με περιφρονητικά λόγια εφόσον θεωρεί πως αυτός είναι μια αρρώστια που εμποδίζει το όραμα της ψυχής του καλλιτέχνη. Δεν υπάρχει βιβλίο του Μωμ, τουλάχιστον απ' αυτά που έχω ήδη διαβάσει, και είναι αρκετά, που να μην προβληματίζει τον σύγχρονο αναγνώστη. Ας αφήσουμε κατά μέρος τις επιφανειακές λογοτεχνικές πρωτοπορίες και ας αφεθούμε στη σαγήνη του κλασσικού, του οποίου επιφανής εκπρόσωπος παραμένει ο Σώμερσετ Μωμ.