Λίγο προτού μπει η νέα χιλιετία ο Ολλανδός
δημοσιογράφος Χέιρτ Μακ είχε την έμπευση να ταξιδέψει στο μεγαλύτερο μέρος της
ευρωπαϊκής ηπείρου προκειμένου να γνωρίσει σύγχρονες μορφές του βίου στις
ευρωπαϊκές πόλεις που επισκεπτόταν, τόπους όμως όχι ιστορικά ουδέτερους αλλά
τόπους όπου κατά το πέρασμα του 20ου αιώνα γράφτηκε η ιστορία της
Ευρώπης, των πολέμων και των σφαγών της.
Το βιβλίο, ογκώδες, πάνω από 1000 σελίδες που
διαβάζεται όμως μονορούφι, χωρίζεται σε 12 κεφάλαια μήνες, κάθε μήνας και κεφάλαιο.
Είναι ένα ταξίδι που ξεκινά από το Άμστερνταμ του 1900 και διασχίζει τις
μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Βιέννη αλλά και Ελσίνκι,
Βαρσοβία, Άουσβιτς, Στάλινγκραντ, όπου γράφτηκε η ιστορία τον 20ο
αιώνα. Είναι μια ταξιδιωτική ιστορία, ο δημοσιογράφος περιδιαβαίνει τις πόλεις,
συναντά συγκαιρινούς κατοίκους και οδηγείται στο παρελθόν και στα σημαντικά
γεγονότα που σημάδεψαν τον αιώνα. Δεσπόζουν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, οι
επαναστάσεις στη Γερμανία, τη Ρωσία , ο εμφύλιος στην Ισπανία, ο ανταρτοπόλεμος
στην Ιρλανδία, οι εμφύλιοι της Γιουγκοσλαβίας. Είναι καταγραφή της ιστορίας,
αλλά με τρόπο μη συστηματικό, όμως στον αναγνώστη μένουν τα ουσιώδη από κάθε
ιστορική περίοδο, δεν χάνεται σε λεπτομέρειες- σημαντικό μέρος του βιβλίου αποτελούν
οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και βιωματικά καταθέτουν την
εμπειρία αυτή. Είναι δηλαδή μια ιστορία από συγκεκριμένη οπτική, αυτή των
ανθρώπων που την έζησαν. Και όσο κι αν είναι γνωστή η ιστορία της Ευρώπης του
20ου αιώνα, η αφήγηση του Μακ είναι συναρπαστική γι’ αυτό και
αισθάνεσαι την ανάγκη να προχωρήσεις το βιβλίο όλο και περισσότερο για να δεις
τι θα γίνει παρακάτω, δεν έχεις την αδημονία βέβαια μήπως αλλάξουν τα γεγονότα,
αλλά να διακρίνεις την οπτική και την εμμονή σ’ αυτή τη λεπτομέρεια που θα
διαφωτίσει τα γεγονότα λίγο διαφορετικά.
Geert Mak |
Πέρα από ιστορία, ο Μακ παίρνει θέση όσον
αφορά τα τρέχοντα γεγονότα, αναγνωρίζοντας τον καταλυτικό ρόλο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (πρώτα ΕΚΑΧ, μετά ΕΟΚ), της σύλληψης δηλαδή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού οικονομικού
και πολιτικού χώρου όπου οι αντιπαραθέσεις των λαών, κυρίως της Γαλλίας και της
Γερμανίας, αυτών των αδελφών λαών, θα αποτελούσαν παρελθόν. Αναγνωρίζει όμως
και τον σημαντικό ρόλο οργανισμών όπως του Συμβουλίου της Ευρώπης και του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που ιδρύθηκαν στο πλαίσιο
του εκδημοκρατισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο Μακ είναι ένθερμος
υποστηρικτής αυτών των εξελίξεων, έχοντας καταγράψει προηγουμένως την ιστορική
εμπειρία: «η ενοποίηση ήταν η σημαντικότερη διαδικασία εκσυγχρονισμού της
Ευρώπης από την αρχή της διακυβέρνησης του Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου
αιώνα». Η σύγκριση που επιχειρεί, των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής ενοποίησης
στον τομέα της ποιότητας ζωής σε σχέση με ότι πέτυχε η Αμερική είναι σαφώς υπέρ
της Ευρώπης. Όπως λέει «Οι ΗΠΑ έχουν πάψει προ πολλού να αποτελούν τον
προορισμό της Ευρώπης». Δεν παραγνωρίζει όμως εκείνες τις δυσλειτουργίες στον
μηχανισμό της ευρωπαϊκής ενοποίησης που την διακρίνουν από τον αμερικάνικο
πραγματισμό, γιατί σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η έννοια του ευρωπαϊκού λαού δεν
υφίσταται ως ενότητα. Στο σημείο αυτό ο Μακ επισημαίνει την εγγενή αδυναμία της
Ευρώπης που συνάμα αποτελεί και την πεμπτουσία του σύγχρονου πολιτισμού που
ξεκίνησε από δω: «Δεν υπάρχει ευρωπαϊκός λαός. Δεν υπάρχει ένας οικουμενικός
κοινός πολιτισμός και μια κοινή παράδοση που να συνδέουν το Γιόρβερτ, το
Βασάροσμπετς και την Κεφαλονιά, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις: η
βορειοπροτεσταντική παράδοση, η ρωμαιοκαθολική, η ελληνορθόδοξη και η
μουσουλμανική οθωμανική». Αυτό που αναζητεί ο Μακ, και αυτό που έλειπε καθ’ όλη
τη διάρκεια του 20ου αιώνα από την Ευρώπη, ήταν μια «κοινή στάση
ζωής», και τούτο μπορεί να επιτευχθεί αν παραμεριστεί ο εθνικός εγωισμός προς
όφελος της ευρωπαϊκής ιδέας και όσων αυτή πρόσφερε στον μεταπολεμικό κόσμο. Γράφοντας
πριν την κρίση χρέους που γνώρισαν αφενός λόγω της δικής τους κακοδιαχείρισης,
αφετέρου λόγω των δομικών προβλημάτων στο σχεδιασμό ενός κοινού νομισματικού
χώρου, ο Μακ επισημαίνει την αντίφαση ανάμεσα στην ποικιλομορφία της Ένωσης,
που αποτελεί τη μεγάλη της δύναμη, και την ατελή εμβάθυνση της ενοποίησης όσον
αφορά τον πολιτισμό, την πολιτική και τη δημοκρατία. Αυτό που χρειάζεται, μας
λέει, είναι ένα σύστημα που θα υπερβαίνει τα εθνικά συμφέροντα και θα φροντίζει
για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η Ελλάδα μετέχοντας σ’ αυτόν τον χώρο είδε την
δραματική άνοδο του βιοτικού επιπέδου ζωής από τη δεκαετία του 80 και εξής.
Γνωρίζοντας πως δεν μπορούσε να επιβιώσει εκτός από το στάτους μιας
χώρας-προτεκτοράτου, η στρατηγική επιλογή ένταξης στον κοινό ευρωπαϊκό χώρο
και, αργότερα, στο κλειστό κλαμπ της Ευρωζώνης, αποτέλεσε την μοναδική ορθή
απόφαση σ’ ένα χάος ανορθολογικών επιλογών της πολιτικής τάξης που προφανώς
κινήθηκε σ’ αυτή την επιλογή επειδή κυριάρχησαν τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης.
Το ίδιο δηλαδή ένστικτο που κυριάρχησε και επέβαλε την άποψη του στη στροφή της
κυβέρνησης Τσίπρα προς τον ρεαλισμό και την εγκατάλειψη κάθε διαφορετικής
πορείας. Η πορεία αυτή προς τον ρεαλισμό και τα κεκτημένα της χώρας
διαταράχθηκαν εμφανώς από την αλόγιστη πολιτική επιλογή του δημοψηφίσματος,
όπου το «όχι» ορθά ερμηνεύτηκε, πριν τις εκλογές, από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη
ως όχι στο ευρώ, άρα και στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Παρά την κατίσχυση
της φαντασιώδους επανάστασης και του θυμικού από την πλειοψηφία του εκλογικού
σώματος (που θα το συνέκρινα με την εκλογική άνοδο του Χίτλερ το 1933 στη
Γερμανία), εντούτοις η αρχή της αυτοσυντήρησης που επέδειξε η πολιτική τάξη
αιφνιδιάζοντας και προκαλώντας θλίψη στους οπαδούς του «όχι», διέσωσε την χώρα
από μια πολιτική ήττα που μόνο με αυτή του 1922 μπορούσε να συγκριθεί.
Ολόκληρη η Ευρώπη δεν μπορεί να χωρέσει σ’
ένα βιβλίο, αναφέρει ο Μακ. Μπορεί ωστόσο να χωρέσει ως ταξίδι αυτοσυνειδησίας
και στοχασμού για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων και των λαών
της. Μέσα από την ποικιλομορφία, η ενότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου