Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Τάσος Αθανασιάδης: Αλβέρτος Σβάϊτσερ

Εκδόσεις Εστία (2008)
Εκπρόσωπος της λογοτεχνικής γενιάς του '30, και ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα, ο Αθανασιάδης έγραψε και σπουδαίες βιογραφίες καθώς και δοκιμιακό έργο άξιο προς μελέτη ακόμα και σήμερα. 

Η μυθιστορηματική βιογραφία του για έναν από τους μεγαλύτερους χριστιανούς ανθρώπους και καθολικό άνθρωπο του πνεύματος, τον Αλβέρτο Σβάϊτσερ, διαβάζεται με ενδιαφέρον παρά τον μισό αιώνα ζωής που έχει το έργο. Ευτύχησε ο Αθανασιάδης να έχει την "έγκριση" του μεγάλου Αλσατού γι' αυτό το κείμενο, όπως μας πληροφορεί η εισαγωγική επιστολή του Σβάϊτσερ στον Έλληνα συγγραφέα: "Τελείωσα την ανάγνωση του κειμένου σας, κι έμεινα κατάπληκτος απ' αυτό. Δίνετε μια πολύ σαφή ανάλυση των σκέψεων μου. Σας ευχαριστώ μ' όλη μου την καρδιά. Νιώθω πραγματικά συμπάθεια για το βιβλίο σας. Με καταλάβατε". Πόση ευτυχία θα ένιωσε ο Αθανασιάδης διαβάζοντας τούτες τις γραμμές!

Ο Αθανασιάδης, ουμανιστής συγγραφέας και ο ίδιος, είναι φυσικό να έλκεται από τη μορφή του στοχαστή και χριστιανού ανθρώπου της ηθικής πράξης Αλβέρτου Σβάϊτσερ. Ο Αλσατός ενσαρκώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν έναν άνθρωπο άξιο του ονόματος αυτού: μέγιστος θεολόγος, πάστορας, μουσικός εκτελεστής των έργων του Μπαχ, αφιερωμένος στην ιεραποστολή ανάμεσα στους ελάχιστους εκείνους αδελφούς του Ιησού, ιατρός που θυσιάζεται για την υγεία και την αξιοπρέπεια των Αφρικανών, ειρηνιστής, συγγραφέας σημαντικών θεωρητικών κειμένων, αλλά και κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης. Είχε όλα εκείνα τα στοιχεία ικανά να γοητεύσουν έναν στοχαστή σαν τον Αθανασιάδη ο οποίος στο μυθιστορηματικό του έργο προβάλλει ως πρότυπα ηθικές μορφές.

Ο Σβάϊτσερ, όπως τον κατανοεί ο Αθανασιάδης, δεν μπορεί να ερμηνευτεί σωστά αν δεν ληφθεί υπόψη η χριστιανική του κλήση- "ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν, ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν". Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την εντολή αυτή,  θα σπουδάσει ιατρική εγκαταλείποντας μια μεγάλη καριέρα στο χώρο των θεολογικών γραμμάτων προκειμένου να συνδράμει στην ίαση των αφρικανών αδελφών του που μαστίζονται από μεταδοτικές ασθένειες.  Έτσι ξεκινά ένα έργο που με ανθρώπινα δεδομένα θα ήταν αδύνατο να καρποφορήσει αν δεν υπήρχε η ολοζώντανη παρουσία του αγίου πνεύματος σε κάθε εκδήλωση της αφρικανικής περιπέτειας του Σβάϊτσερ στη χώρα της Γκαμπόν. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά η εκ του μηδενός δημιουργία ενός νοσοκομείου την οποία ο Σβάϊτσερ είχε θέσει ως σκοπό ζωής, αντιπαλεύοντας στοιχεία της φύσης και εμπόδια που έθεταν οι ιστορικές συνθήκες.

O Αλβέρτος Σβάϊτσερ είχε ως φιλοσοφικό οδηγό τον "σεβασμό προς τη ζωή", μια αντίληψη την οποία ο ίδιος θεωρεί ως προσωπική συμβολή στο χώρο του πνεύματος αλλά με καθολικές αξιώσεις- η ζωή του δικαιολογεί αυτόν τον χαρακτηρισμό και, μπορούμε να πούμε, την ετικέττα. Ο σεβασμός προς τη ζωή σημαίνει να βλέπεις τον άλλο άνθρωπο όπως τον είδε ο Χριστός, απαλλαγμένος από κάθε είδους ιδιοτέλεια ή προσωπικό συμφέρον. Έτσι εξηγείται και η αντιαποικιοκρατική του στάση: 'Όταν χρειάστηκε να ρωτήσει αν έχουμε- εμείς οι "πολιτισμένοι" - το δικαίωμα να επιβάλουμε την κυριαρχία μας σε λαούς πρωτόγονους, δε δίστασε ν' απαντήσει ο ίδιος μ' ένα κραυγαλέο "όχι", όσο ο μοναδικός σκοπός μας είναι ν' αποσπάσπυμε απ' τις χώρες τους υλικά κέρδη".

Τάσος Αθανασιάδης
Η ζωή του Αλβέρτου Σβάϊτσερ συνιστά άφθαρτο ηθικό πρότυπο ακόμα και στην εποχή μας. Ευτυχήσαμε να έχει ασχοληθεί μαζί του ο Τάσος Αθανασιάδης, ένας πραγματικός καλλιτέχνης του λόγου και να μας δώσει κάτι από το μεγαλείο του μεγάλου ανθρωπιστή και αληθινού χριστιανού ανθρώπου.  Ισχύουν ακόμα και σήμερα τα εισαγωγικά λόγια του Αθανασιάδη: "σε μια εποχή, που καλλιεργεί συστηματικά την εχθρότητα,  η μορφή του Αλβέρτου Σβάϊτσερ αναδίνει ένα παρήγορο μεγαλείο".

Κώστας Ουράνης: Ισπανία

Εκδόσεις Εστία (1997)
Η λογοτεχνία ταξιδεύει το νου, αλλά η ταξιδιωτική λογοτεχνία, η λογοτεχνική αποτίμηση ενός ταξιδιού ταξιδεύει ακόμα περισσότερο. Για την Ισπανία έχει γράψει και ο Καζαντζάκης, περιγράφοντας μάλιστα τις φρικαλεότητες του εμφυλίου πολέμου, αλλά η αντικαζαντζακική μου προδιάθεση δεν μου δίνει κάποιο κίνητρο να τον διαβάσω, αν και τα ταξιδιωτικά του κρητικού συγγραφέα είναι , ίσως, τα μόνα που διαβάζονται.

Ο Κώστας Ουράνης καταγράφει τις εντυπώσεις του από την ισπανική γη κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου ταξιδιού που έκαμε την δεκαετία του 1930 αλλά δεν πρόλαβε τον Εμφύλιο Πόλεμο.  Φυσικά η Ισπανία της εποχής που ταξιδεύει ο Ουράνης δεν έχει καμιά σχέση με την σημερινή Ισπανία, αλλά γι' αυτόν τον λόγο δεν έχει η περιγραφή του μουσειακό χαρακτήρα. Εντυπωσιάζεται κανείς κατ' αρχήν από την ωραία, ρέουσα γλώσσα του συγγραφέα, τη γλώσσα των λογοτεχνών εκείνης της περιόδου όπου χρησιμοποιούσαν άφθονες λεπτομερειακές περιγραφές προσπαθώντας να μεταδώσουν όσο δυνατό πιστότερα την εμπειρία τους. Δεν είναι ούτε δημοσιογραφική γλώσσα, ούτε μια ξερή περιγραφή, δίχως συναίσθημα, αλλά αποτελείται από δυνατές εικόνες που μονάχα το ταλέντο καλών συγγραφέων μπορεί να αποτυπώσει. 

Ο Ουράνης ταξιδεύει όχι μόνο τουριστικά, αλλά αναζητώντας την ψυχή της Ισπανίας. Πηγαίνει στην Καστίλλη, την καρδιά της Ισπανίας, την οποία αποτιμά με σκοτεινά χρώματα, "η θλίψη που πλανιέται στα γυμνά και δραματικά τοπία της, που έχει κατασταλάξει στις μεσαιωνικές πολιτείες και που είναι αποτυπωμένη στις φυσιογνωμίες των κατοίκων της, είναι η θλίψη των μεγάλων φυλών των πεσμένων στο περιθώριο της ζωής, των μεγάλων πεπρωμένων που έσβησαν για πάντα". Μιλά τελείως αρνητικά για τη Μαδρίτη, μια πόλη χτισμένη στο μέσο που πουθενά, ¨μια πόλη τεχνητή-χωρίς άλλους πόρους, εκτός από κείνους που αντλεί από τον προϋπολογισμό του κράτους για τον εξωραϊσμό της κι αυτήν ακόμα τη συντήρησή της: μια πόλη κρατικών υπαλλήλων".

Αν είναι τόσο αρνητικός για τη Μαδρίτη, εντούτοις μιλά με θαυμασμό για το Εσκοριάλ, το μνημείο-τάφος του Φιλίππου Β' και για την Άβιλα, την μεταφυσική όψη της Ισπανίας, ο τόπος όπου έζησε η Τερέζα της Άβιλα: "η ερωτική περιπέτεια της μοναχής της Άβιλα, όσο κι αν αποτελεί φαινόμενο μέσα στην ιστορία του ισπανικού μυστικισμού, δεν παύει να' ναι φαινόμενο καθαρά ισπανικό".  Ο Ουράνης ταξιδεύει στην πνευματική ζωή της Ισπανίας, μιλώντας με θαυμασμό για το Τολέδο, την Γρανάδα, το φαινόμενο της Αλάμπρα, μέμφεται τη χρήση των αραβικών μνημείων ως χριστιανικών ναών. Οι αναλύσεις του θα ήταν επίκαιρες ακόμα και σήμερα: "Έτσι όμως που (η Εκκλησία) παρεμβάλλει το βάρος της, την κατήφεια της και τα σύμβολα της μέσα στις αναρίθμητες φαντασμαγορικές κολόνες, στο θάμπος των αραβουργημάτων και στην ονειρώδη ατμόσφαιρα του μαγικού τζαμιού, γεμίζει το θεατή αποτροπιασμό κι αγανάκτηση". Ο πνευματικός τζιχαντισμός είχε επισημανθεί ακόμα και την περίοδο του 1930 αλλά γι΄αυτό απαιτούνταν πένες καλλιτεχνικά ευαίσθητες σαν κι αυτή του Ουράνη.

Κώστας Ουράνης
Ταυρομαχίες, ο μύθος του Δον Ζουάν, Γκρέκο, Θερβάντες και Δον Κιχώτης, ο μεγάλος Γκόγια, όλα αυτά περνάνε από την μνήμη και την πένα του Ουράνη στο μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη. Το φως της Ανδαλουσίας, η βιομηχανική Καταλωνία, η δημοκρατική επανάσταση και το αντικληρικό της πνεύμα καθώς και οι αντιφάσεις που το διαπότιζαν- η γλαφυρότητα του Κώστα Ουράνη είναι έκδηλη σε κάθε σελίδα των αναμνήσεων του. Στην εποχή της γρήγορης πληροφορίας, της τηλεοπτικής εικόνας και των εμπορικών ταξιδιωτικών οδηγών, αυτό το βιβλίο, και τόσα ακόμα, μοιάζουν παράταιρα. Αλλά  η ταξιδιωτική λογοτεχνία, ειδικά αυτή μιας κάποιας εποχής, έχει ακόμη πολύ μαγεία μέσα της, δεν είναι μόνο λογοτεχνία αλλά και ιστορία. Δεν πήγε ποτέ κανείς στη χαμένη Ατλαντίδα του Πλάτωνα, κι όμως θέλει να διαβάζει περιγραφές της, δεν πήγε ποτέ κανείς στην Ισπανία του Κώστα Ουράνη, κι όμως διαβάζοντας την ήταν ήδη εκεί.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Σέργουντ Άντερσον: Ουάινσμπεργκ, Οχάϊο

 Από το διήγημα "Ο Φιλόσοφος":

"Η ιδέα είναι πολύ απλή, τόσο απλή που αν δεν είσαι προσεκτικός θα την λησμονήσεις. Πρόκειται γι' αυτό- πως καθένας που βρίσκεται στον κόσμο είναι ο Χριστός, και είναι όλοι σταυρωμένοι. Μην το ξεχάσεις αυτό. Οτιδήποτε συμβεί, μην τολμήσεις να το ξεχάσεις".

Από το διήγημα "Περιπέτεια":

"Τι συμβαίνει με μένα; Θα κάνω κάτι φοβερό αν δεν είμαι προσεκτική" σκέφθηκε, και στρέφοντας το πρόσωπό της προς τον τοίχο, ξεκίνησε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της να αντιμετωπίσει με γενναιότητα το γεγονός πως, ακόμα και στο Ουάινσμπεργκ, πολλοί άνθρωποι πρέπει να ζουν και να πεθάνουν μονάχοι".

Από το διήγημα "Μοναξιά":

"Δεν επιθυμούσε να έχει φίλους για τον απλούστατο λόγο πως κανένα παιδί δεν επιθυμεί φίλους. Ήθελε περισσότερο από κάθε άλλο τους ανθρώπους που έφτιαχνε με το μυαλό του, ανθρώπους με τους οποίους μπορούσε να συνομιλήσει, ανθρώπους που θα είχε λεκτικούς διαξιφισμούς και θα επιτιμούσε κάθε συγκεκριμένη στιγμή, υπηρέτες, καταλαβαίνεις, της φαντασίας του".

Από το διήγημα "Αφύπνιση":

 Ο Τζωρτζ Ουίλλαρντ βγήκε από το κενό διάστημα και στάθηκε ξανά στη διάβαση των πεζών ατενίζοντας τα σπίτια. Αισθανόταν πως όλοι οι άνθρωποι σ' αυτό τον μικρό δρόμο πρέπει να είναι δικά του αδέλφια και αδελφές και ευχήθηκε να είχε το θάρρος να τους φωνάξει να βγουν από τα σπίτια τους και να τους σφίξει τα χέρια".

Σε όλα τα διηγήματα του Σέργουντ Άντερσον που διαδραματίζονται σ' αυτή την μικρή πόλη της πολιτείας του Οχάιο στη δεκαετία του 1920, βλέπουμε αυτόν τον αγώνα για ανθρώπινη επικοινωνία μεταξύ των κατοικούντων σ' αυτή τη μικρή γωνιά του κόσμου, βλέπουμε την υπαρξιακή ανησυχία που γεννά η επαφή μεταξύ των ανθρώπων που από τη μια αντιλαμβάνονται και βασανίζονται από τη μοναξιά τους, την οποία μερικές φορές εξειδανικεύουν για να μπορούν να ζήσουν μαζί της, και άλλοτε ρίχνονται στη σχέση αλλά με ολέθρια αποτελέσματα. 

Δεν είναι εύκολη υπόθεση η αίσθηση του ανήκειν κάπου. Τα πάθη που μπορεί να κρύβουν οι χαρακτήρες μια μκρής κοινωνίας ανθρώπων περιγράφονται από τον Άντερσον με χαμηλούς τόνους αλλά αισθάνεσαι τη σοβαρότητα της κατάστασης και πως το πραγματικό πάθος που υποβόσκει είναι αυτό που σηματοδοτεί με περιεχόμενο τον λόγο: "Ο καθένας μιλά και μιλά, άρχισε. Τα σιχάθηκα όλ' αυτά. Θα κάνω κάτι, θα πιάσω κάποια δουλειά όπου δεν θα μετρά το να μιλά κανείς" (από το διήγημα "Ο Στοχαστής"). Πράγματι, οι λέξεις και ο λόγος αποσυντονίζουν και ενώνουν, διασπούν την ησυχία αλλά και ενώνουν μεταξύ τους τους ανθρώπους. Κάπου αλλού (στο διήγημα "Εκζήτηση") γράφει: "Τις φαινόταν πως ο κόσμος όλος ήταν γεμάτος από  αστόχαστους ανθρώπους που απλώς έλεγαν λόγια". Και στο διήγημα "Θάνατος" επίσης διαβάζουμε: " Σε όλη τη φούσκα των λέξεων που έπεφτε από τα χείλη των ανδρών με τους οποίους είχε στενές σχέσεις, προσπαθούσε να ανακαλύψει ποιά θα ήταν για κείνη η αληθινή λέξη".

Ο Σέργουντ Άντερσον είναι ο διηγηματογράφος των χαμένων λέξεων, αυτών που ειπώθηκαν χωρίς να έπρεπε να ειπωθούν, και αυτών που δεν ειπώθηκαν ποτέ όταν υπήρχε κάποιος που ανέμενε εναγωνίως να τις ακούσει. Τούτο όμως συνιστά μια αδυναμία επι-κοινωνίας. Ακόμα και η έλλειψη σεξουαλικής σχέσης και επαφής, την οποία τόσοι χαρακτήρες επιζητούν στα διηγήματα του, είναι αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας μετάδοσης συναισθημάτων μέσω του λόγου, ή τουλάχιστον, των σωστών λέξεων. Όπως λέει στα επιλεγόμενα ο Ντην Κουντζ "οι πολίτες του Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, είναι χαμένοι και βρίσκονται σε αναζήτηση, αλλά ενώ ίσως επιθυμούν να ξεφύγουν από την κλειστότητα και την αποξένωση της μικρής αμερικάνικης πόλης, την ίδια στιγμή λαχταρούν την κοινωνικότητα και την αίσθηση του ανήκειν η οποία κάποτε ήταν η ουσία της κουλτούρας τους". 

Μια εξαιρετική γραφή από την οποία δεν λείπουν και οι θεολογικές παράμετροι, με τον Θεό να είναι ο , αθέατος ορισμένες φορές, πρωταγωνιστής σε αρκετά διηγήματα. Και όταν παραουσιάζεται, έχει πάντα τη μορφή κάποιου κατοίκου της μικρής αυτής πόλης, όπως λέει ο Κρις Χάρτμαν στο διήγημα ¨Η ισχύς του Θεού": "Βρήκα το φως" φώναξε δυνατά. "Ύστερα από δέκα χρόνια σ' αυτήν την πόλη, ο Θεός μου παρουσιάστηκε με τη μορφή μιας γυναίκας".

Ο Σέργουντ Άντερσον δεν έχει ενδιαφέρον μόνο ως διηγηματογράφος αλλά και ως θεολογικός σχολιαστής, και αυτό καταδεικνύει τη στόφα μεγάλων συγγραφέων. Όπως έλεγε και ο Ουίλλιαμ Φώκνερ, ο Άντερσον "ήταν ο πατέρας όλης της δικιής μου γενιάς συγγραφέων".

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Γκράχαμ Γκρην: Η εξουσία και η δόξα

Η κοσμική εξουσία καταδιώκει την αληθινή εξουσία που σ' αυτόν τον κόσμο κρύβει το πρόσωπο της στη δόξα του Κυρίου, αλλά υπάρχουν κάποιες στιγμές που κι αυτή η εξουσία θυμάται όταν ζούσε στο χώρο της δόξας, νοσταλγικές αναμνήσεις- "θυμόταν τη μυρωδιά του λιβανιού στις εκκλησιές της παιδικής του ηλικίας, τα κεριά και τα άμφια και την αυτοεκτίμηση", λέει ο εκπρόσωπος της κοσμικής εξουσίας. 

Ο Γκράχαμ Γκρην αναγνωρίζει πως μέσα του ο υπολοχαγός έκρυβε έναν ιερέα "έναν θεολόγο που επιστρέφει στα σφάλματα του παρελθόντος προκειμένου να τα καταστρέψει και πάλι". Αλλά, η σύγκρουση που γίνεται στην ψυχή του είναι αμείλικτη, καθώς ως εκπρόσωπος της κοσμικής εξουσίας καλείται να ενστερνιστεί ιδέες και να υλοποιήσει αποφάσεις που δεν αρέσκονται στον ανταγωνισμό με άλλες μορφές εξουσίας- το μονοπώλιο της δύναμης το έχει αυτός μόνο, διαφορετικά η αμφισβήτηση της σημαίνει την σχετικότητα και της δικής του εξουσίας: "Τον εξόργιζε να πιστεύει πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι στην πολιτεία που πιστεύουν στον Θεό της αγάπης και του ελέους. 

Υπάρχουν μύστες που λέγεται πως είχαν άμεση εμπειρία του Θεού. Ήταν κι αυτός ένας μύστης, και αυτό που γεύτηκε ήταν το κενό- μια απόλυτη βεβαιότητα στην ύπαρξη ενός θνήσκοντος, ψυχρού κόσμου, ανθρώπινων όντων που εξελίχθηκαν από τα ζώα δίχως κανέναν σκοπό". Έχουν τεθεί λοιπόν οι συντεταγμένες της παρουσίας της δύναμης στον κόσμο. Εκεί που υπάρχει μηδενισμός, δεν υπάρχει Θεός. 

Από την άλλη, ο ιερέας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι το πρότυπο της αρετής που φανταζόμαστε. Όσο μακριά από την αρετή κι αν βρίσκεται, εντούτοις δεν είχε χάσει εντελώς την ορθή σκέψη: "στο κέντρο της πίστης του βρισκόταν πάντα το πειστικό μυστήριο- ότι είμαστε δημιουργημένοι κατ' εικόνα του Θεού. Ο Θεός ήταν ο γονιός, αλλά ήταν επίσης και ο αστυνόμος, ο εγκληματίας, ο ιερέας, ο μανιακός και ο δικαστής". Αυτός ο ταπεινός ιερέας που βαρύνεται με πολλά αμαρτήματα, εξομολογείται ενώπιον των αδελφών του αμαρτωλών για την αποτυχία του να είναι σωστός ιερέας.  Στην πραγματικότητα, όλα παίζονται στο ζήτημα της εξομολόγησης των αμαρτιών, ιερέα και υπολοχαγού, καθώς εκεί ορίζονται τα όρια της εξουσίας που έχει ο ένας πάνω στον άλλο.

Με κοσμικά κριτήρια και ο υπολοχαγός νοιάζεται για τη σωτηρία των ανθρώπων του, δίχως Θεό όμως:"Όχι άλλα λεφτά για προσευχές, όχι άλλα λεφτά για να φτιάχνονται ευκτήριοι οίκοι. Θα προσφέρουμε φαγητό στους ανθρώπους, θα τους διδάξουμε να διαβάζουν, θα τους δώσουμε βιβλία. Θα νοιαστούμε ώστε να μην υποφέρουν". Και ο ιερέας αντιμέτωπος μ' αυτήν την επίθεση, δεν λησμονεί την δική του ευθύνη καθώς αισθάνεται την ανάγκη να καταδικάσει τον εαυτό του αν έστω κι ένας αδελφός του απολέσει την σωτηρία του. Στην κατάσταση της αμαρτίας, όμως, που βρίσκεται με θλίψη σκέφτεται πως αυτό που μετράει τελικά είναι μόνο να είχε υπάρξει άγιος. Ήταν τόσο εύκολο αυτό! Είναι όμως μαζί με τους ανθρώπους που υποφέρουν, μ' αυτούς που τον έχουν περισσότερο ανάγκη. Είμαι μέθυσος και πόρνος. 

Είχε όμως αγάπη γι'αυτούς τους ελάχιστους που τον είχαν ανάγκη, γι' αυτό και δεν φεύγει μακριά από το πεπρωμένο του και συλλαμβάνεται από την κοσμική εξουσία. Ο Γκρην με μια μεγαλειώδη φράση συνοψίζει την σχέση των δύο εξουσιών που μάχονται για την καρδιά του ανθρώπου: "Το μίσος είναι απλώς η αποτυχία της φαντασίας".

Η βιβλιοθήκη του πατέρα


Χόρχε Λουίς Μπόρχες: 
"Αν με ρωτούσαν για το ποιό ήταν το καθοριστικό γεγονός της ζωής μου, θα έλεγα η βιβλιοθήκη του πατέρα μου".


Joachim Fest: Όχι Εγώ. Ο Ναζισμός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού

Εκδόσεις Μεταίχμιο (2015). Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παύλου
Η μαρτυρία του Γιόαχιμ Φεστ εκδόθηκε λίγο προτού πεθάνει, έτσι πρόλαβε και είδε και σε έντυπη μορφή αυτά που είδε και έζησε στο ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας.

Η οικογένεια του Φεστ ήταν ένα σπάνιο είδος στη Γερμανία της ανόδου του Χίτλερ. Ήταν μια οικογένεια, με δεσπόζουσα μορφή τον πατέρα, που είπε Όχι στην ναζιστική κυριαρχία, χρησιμοποιώντας μια ρήση από το ευαγγέλιο του Ματθαίου: Etiam si omnes, ego non. Αλλά πώς εξηγείται αυτό το αναπάντεχο όχι; Ο πατέρας του Φεστ "παρά τις ανεπάρκειες της ιδρυτικής πράξης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τις οποίες και παραδεχόταν, ήταν δημοκράτης από πεποίθηση". Ο πατέρας του Φεστ κατά περίεργη στάση της ιστορίας, ενστερνίστηκε την γερμανική αρχή περί αφοσίωσης στους θεσμούς και το κράτος ήδη από την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στάση ολότελα γερμανική, σε αντίθεση με την πλειονότητα των συμπατριωτών του που αποδέχτηκαν το ναζιστικό καθεστώς ως το τέλος, ακόμα και όταν η πολεμική ήττα φαινόταν βέβαιη αρκετά χρόνια προτού τελειώσει επίσημα ο πόλεμος των ναζί.
Όσες φορές και αν διαβάσουμε μαρτυρίες, αυτοβιογραφίες, μνήμες απ' αυτήν την περίοδο, το βασικό ερώτημα που επανέρχεται διαρκώς είναι πως η Γερμανία, αυτή η τόσο βαθιά πολιτισμένη χώρα, οδήγησε εαυτήν και τον κόσμο στον όλεθρο του ναζισμού. Ο Φεστ προσπαθεί από την εμπειρία του να απαντήσει σ' αυτό το ερώτημα ενδοσκοπώντας τη φύση του γερμανικού λαού, μέσα από τα λόγια ξανά του πατέρα του: "για τους Γερμανούς ο νόμος είναι σημαντικότερος από το Δίκαιο". 

Ο πατέρας δεσπόζει παντού και δίνει τον τόνο της συμπεριφοράς, ψυχικής και κοινωνικής, απέναντι στην δεσποτεία των ναζί. Ακόμα και όλοι συμπράξουν, εμείς θα διαφοροποιηθούμε: "Ένα κράτος όπου όλα είναι ένα ψέμα τουλάχιστον ας μην περάσει το κατώφλι μας. Δεν θέλω να υποταχθώ στην κυρίαρχη ψευτιά, έστω κι αν η άρνηση αυτή περιορίζεται μέσα στον οικογενειακό κύκλο".  Αναδεικνύεται διαρκώς μέσα από την μαρτυρία του Γιόαχιμ Φεστ ο ρόλος του πατέρα και η οφειλή του στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Σταθερός στις αρχές του, δημοκράτης εκ φύσεως, αλλά και βαθιά καλλιεργημένος, με αληθινή και όχι επίπλαστη μόρφωση η οποία βασίστηκε στις αρχές του πολιτισμού οι οποίες ως βάση είχαν "τις Δέκα Εντολές, τις φιλοσοφικές περί ηθικής πραγματείες, τη σπουδαία λογοτεχνία αλλά και πολλά ακόμα, τα οποία καταμαρτυρούν ολόκληρες βιβλιοθήκες. Και όλα αυτά, επί της ουσίας, δεν έχουν παρά ένα ταπεινό σκοπό: να μάθουν στον άνθρωπο τα αυτονόητα".


Έτσι λοιπόν ανατράφηκε ο μικρός Γιόαχιμ καθώς και τα αδέλφια του, μια ζωή ως άσκηση στα αυτονόητα όπως την είχε προδιαγράψει η μορφή του πατέρα.  Ο πατέρας είναι πρότυπο για τον μικρό Γιόαχιμ και ο θαυμασμός του γι' αυτόν απεριόριστος. Γράφει κάπου: "Εγώ δεν χαιρετώ ούτε καν με το ελεύθερο χέρι" (αναφέρεται στο ναζιστικό χαιρετισμό) αποκρίθηκα κομπάζοντας και πρόσθεσα: Ο πατέρας μου δεν το κάνει ούτε καν με δύο ελεύθερα χέρια". Ο Γιόαχιμ μεγαλώνει διαβάζοντας τους Γερμανούς κλασικούς της λογοτεχνίας, αλλά μερικές φορές κάνει και κάποια τολμηρά αναγνωστικά βήματα επιλέγοντας και πιο σύγχρονους συγγραφείς, όπως ο Τόμας Μαν, αλλά είναι και πάλι ο πατέρας που τον ελέγχει για αυτή του την επιλογή επισημαίνοντας πόσο διαβρωτική επιρροή άσκησε το βιβλίο "Οι στοχασμοί ενός απολιτικού" του Τόμας Μαν στην αποξένωση της μικροαστικής τάξης από την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ίσως περισσότερο και από τον Χίτλερ ακόμα.  



Στο βιβλίο πέρα από την επιβλητική μορφή του πατέρα Φεστ, παρελαύνουν άνθρωποι που σημάδεψαν την πρώιμη και εφηβική ηλικία του Γιόαχιμ, άνθρωποι με τους οποίους αντάλλασσε σκέψεις και παρατηρήσεις για την τέχνη και τη λογοτεχνία, διότι πέρα από την καταγραφή της εμπειρίας ενός παιδιού στην περίοδο του Τρίτου Ράιχ, το βιβλίο αποτελεί και μια αυτοβιογραφική γραφή της πορείας προς την πνευματική ανάπτυξη- πρωτεύοντα ρόλο σ' αυτήν την πορεία έχουν, φυσικά, τα ποικίλα αναγνώσματα, κυρίως αυτά των Γερμανών κλασικών, αλλά και η μεγάλη μουσική παράδοση της Γερμανίας. 


Οι ανάγκες του πολέμου επιστρατεύουν και τον νεαρό Γιόαχιμ.  Στις μονάδες που θα υπηρετήσει θα γνωρίσει από κοντά τον ανθρωπόμορφο τύπο του ναζί αξιωματικού. Έχει όμως κάποια παρηγοριά όταν τα στρατιωτικά καθήκοντα του τον καταβάλλουν: "όταν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, εγώ δραπέτευα στα βιβλία". Σε μια μάχη κοντά στην Κολωνία συλλαμβάνεται από αμερικανικές δυνάμεις και στην ουσία σώζεται από βέβαιο θάνατο. Θα επιχειρήσει να αποδράσει όμως από την φύλαξη των αμερικάνων φοβούμενος πως η περιοχή του θα πέσει στα χέρια των Γάλλων, αλλά δεν θα τα καταφέρει. Ωστόσο, δεν θα περάσει από δίκη ποτέ, καθώς η διευθέτηση των ζωνών κατοχής θα τον βρει τελεσίδικα στην πλευρά των αμερικάνων που θα τον αφήσουν ελεύθερο στη συνέχεια να επιστρέψει στο σπίτι του.

Η ζωή του Γιόαχιμ Φεστ διαφέρει από τη ζωή των περισσότερων Γερμανών εκείνη την περίοδο, τουλάχιστον στην πολιτική στράτευση. Και άλλοι Γερμανοί διάβαζαν Σίλερ, Γκαίτε, άκουγαν Μότσαρτ, αλλά λίγοι επέλεξαν σταθερά να ταχθούν, όχι μόνο ως εσωτερική διάθεση αλλά και ενεργά, κατά του χιτλερικού καθεστώτος, αλλά αυτό το οφείλει κατά βάθος στην συνολική στάση του πατέρα του που σημάδεψε την εξέλιξη του. Ο Γιόαχιμ Φεστ, ωστόσο, παρατηρεί και μόνος του πως αυτό που οδήγησε στην έλευση του ναζισμού ήταν "η κατάρρευση του μεσοαστικού κόσμου". Η κατάρρευση της μεσαίας τάξης και η άνοδος του λαϊκισμού, ως απάντηση στα προβλήματα που αυτή έφερε τελικά αποδείχτηκε ολέθριο ιστορικό σφάλμα, σε συνδυασμό με την παθητική στάση των Γερμανών έναντι της έννοιας του δικαίου, αλλά και το πνεύμα της εποχής που ευνοούσε τα απολυταρχικά συστήματα. Σε στιγμές συλλογικής κρίσης, διδάσκει ο Γιόαχιμ και ο πατέρας του, δεν υπάρχουν συλλογικές απαντήσεις ή στάσεις συμπεριφοράς, δεν υπάρχουν ιδεολογικά συστήματα που μπορούν να απαντήσουν στην πρόκληση του πολιτικού πρωτογονισμού, αλλά μονάχα προσωπικές επιλογές: Ego non! Γράφει ο Φεστ: "Το δίδαγμα των εθνικοσοσιαλιστικών χρόνων ήταν να αντιστέκομαι στο ρεύμα, να μην επηρεάζομαι από αυτό".  

Αυτό, μπορεί να γίνει κανόνας; Μονάχα ως έμπνευση και ηθικό δίδαγμα για τον καθένα ξεχωριστά σε ανάλογες στιγμές, αλλά τούτο προϋποθέτει ξεχωριστά άτομα και προσωπική αντίσταση σε κάθε είδους πειρασμούς. Όσο δύσκολο κι αν είναι, αξίζει να το παλέψει κανείς.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Ντανιέλ Τσαβαρία: Είδα να φτάνει ένας γέρος

Τον Τσαβαρία δεν τον ήξερα, αλλά η υπογραφή της μετάφρασης από τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο σε συνδυασμό με το ότι ήταν ένα πολυσέλιδο βιβλίο ήταν δύο λόγοι σημαντικοί, και αρκετοί, για ν' αγοράσω και αν διαβάσω την αυτοβιογραφία του πολιτογραφημένου Κουβανού συγγραφέα. Αργότερα διαπίστωσα πως ο Ανταίος Χρυσοστομίδης του είχε πάρει συνέντευξη στην Κούβα, για την εκπομπή "Οι Κεραίες της εποχής μας".  
Στη συνέντευξη αυτή ο Τσαβαρία λέει για τις πολλές περιπέτειες της ζωής του, τις οποίες δεν προκάλεσε ο ίδιος όπως ισχυρίζεται. 

Το βιβλίο αποτελεί μια επιτομή, μια σύνοψη των κυριότερων σταθμών της ζωής του Τσαβαρία, μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Αν ο Τσαβαρία έγραφε μόνο για τη ζωή του, έστω με κάποιες λογοτεχνικές προσθέσεις, δεν θα είχε ανάγκη την φαντασία του να πλάσει άλλους κόσμους, αρκούσε η μνήμη του ίδιου του συγγραφέα προκειμένου να συγγράψει μια απίστευτα πολυτάραχη και, τελικά, συναρπαστική ζωή.
Εκδόσεις Opera (2015), μεταφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος

Γεννημένος το 1933 στην Ουρουγουάη ο Τσαβαρία θα περιπλανηθεί στον κόσμο γνωρίζοντας ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, συγχρωτιζόμενος με πνευματικούς ανθρώπους, ανθρώπους της αρετής αλλά και πάμπολλα κοινωνικά κατακάθια που τα γνώριζε σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, από την Ευρώπη ως την Λατινική Αμερική. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Τσαβαρία αποτυπώνονται με απόλυτη ειλικρίνεια από τον ίδιο για να γοητεύσουν τον αναγνώστη, είτε συμφωνεί είτε όχι με την ζωή και τις ιδέες του. 

Πρόκειται για έναν άνθρωπο αυτοδίδακτο στην ουσία για τον οποίο το Πανεπιστήμιο όπου πήγε και παρακολούθησε μαθήματα κλασικών σπουδών σε μεγάλη ηλικία δεν τον έκανε σοφότερο, καθώς ο ίδιος είχε φροντίσει και πολλές ξένες γλώσσες να μάθει, και τα σημαντικότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας να διαβάσει. Ήταν όμως τυχερός διότι το σύστημα παιδείας που προσέφερε η Ουρουγουάη στα χρόνια της διαμόρφωσης του ήταν εξαιρετικό- ίσως θα άξιζε οι ανύπαρκτοι ιθύνοντες σ' αυτόν τον τόπο να έριχναν ένα βλέμμα σ' αυτά που λέει ο Τσαβαρία: "Πολύ εύστοχα, το εκπαιδευτικό σύστημα έδινε έμφαση στο να αναπτύξουν οι μαθητές την ικανότητα να διαβάζουν στις γλώσσες του πρωτοτύπου τα μελλοντικά πανεπιστημιακά τους συγγράμματα" 

Φαντάζει αυτό τελείως εξωτικό για εκείνη την εποχή σε μια τριτοκοσμική χώρα, φαντάζει εξίσου εξωτικό για την τελευταία τριτοκοσμική χώρα της Νοτίου Ευρώπης, την Ελλάδα σήμερα. Όμως ο Τσαβαρία εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες αυτές και σε συνδυασμό με την πνευματική του αρετή κατόρθωσε να μορφωθεί σε βάθος. Αυτή είναι η μία πλευρά της προσωπικότητας του η οποία τον ακολουθεί έως σήμερα. 

Ο περιπετειώδης Τσαβαρία είναι αυτός που περιπλανιέται ανά την Ευρώπη, και αργότερα στην Λατινική Αμερική, γνωρίζοντας τον κόσμο και τις διάφορες κουλτούρες, βρίσκοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού ή περισσότερο σοβαρές δουλειές σε κάθε χώρα προκειμένου να ζήσει, διαβάζοντας με πάθος, ερωτευόμενος διάφορες γυναίκες, μπλέκοντας σε αναρίθμητες περιπέτειες και δοσοληψίες με το νόμο σε σημείο ν' αναρωτιέται κανείς για την τύχη αυτού του ανθρώπου και το ότι σήμερα είναι ακόμα ζωντανός- το ομολογεί, όμως, και ο ίδιος για το πόσο τυχερός στάθηκε στη ζωή του. 

Γνωρίζοντας τον κόσμο "από τα μέσα" και όχι μόνο από τα βιβλία θα αναπτύξει πολιτική δράση εντασσόμενος στην αριστερή ιδεολογία, αν και πρωτεύοντα ρόλο σ' αυτό έπαιξε η αίσθηση της αδικίας που γεννήθηκε μέσα του καθώς διάβαζε τις περιπέτειες που γνώρισε ο Γιάννης Αγιάννης των "Αθλίων" του Ουγκώ: "Τα διαβάσματά μου για τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη και η επιρροή της μαρξιστικής σκέψης, απογύμνωσαν τη γαλλική μπουρζουαζία αποκαλύπτοντας όλη την κτηνωδία της". Ο Ουγκώ και οι "Άθλιοι" του ήταν το πνευματικό κεντρί που διαπέρασε την ύπαρξη του και τον έστρεψε οριστικά στην προάσπιση των αδυνάμων και των κοινωνικά απόκληρων. Αλλά δεν έμεινε μόνο σ' αυτό. Ο Τσαβαρία ήταν και άνθρωπος της δράσης, και το βιβλίο του είναι κατάφορτο με άφθονα περιπετειώδη γεγονότα. Ο ίδιος το είχε φιλοσοφήσει το πράγμα: "Τελικά, όταν κάνουμε ασκητική ζωή ή όταν συμβαίνει μια καθημερινή ρουτίνα, σχεδόν ποτέ δεν μας συμβαίνει τίποτα που ν' αξίζει τον κόπο να το συζητήσουμε. Η αλήτικη και ρέμπελη ζωή είναι που σε γεμίζει γεγονότα...".

Τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια του βιβλίου αφορούν τα γεγονότα που έζησε ο συγγραφέας σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής στα αριστερά αντάρτικα που συμμετείχε. Κάποτε μάλιστα στην Κολομβία έφθασε πολύ κοντά στη σύλληψη από τις αρχές αλλά για γλυτώσει δεν φοβήθηκε να κάνει αεροπειρατεία προκειμένου να καταφύγει στην Κούβα η οποία την εποχή εκείνη φάνταζε ως ο επίγειος παράδεισος για τους κάθε λογής αριστερούς οραματιστές.  Ο Τσαβαρία είναι θαυμαστής του Φιντέλ Κάστρο, και παραμένει ακόμα και σήμερα. Θα τον χαρακτήριζε κανείς "αμετανόητο" οπαδό του σοσιαλιστικού πειράματος που έγινε στην Κούβα. 

Σε κάποια στιγμή ειλικρίνειας (αν και, για μένα, οι πιο ειλικρινείς σελίδες του βιβλίου αφορούν τις εκμυστηρεύσεις του για την αποτυχία των οικογενειακών και συζυγικών του σχέσεων) αναφέρει πως η πραγματική Κούβα δεν είναι αυτό που φαίνεται στα μάτια του απρόσεκτου τουρίστα, δεν είναι η φανερή φτώχεια με ότι αυτό συνεπάγεται, αλλά η αληθινή Κούβα είναι αυτή που "βρίσκεται στα πανεπιστήμια, στις σχολές Καλών Τεχνών, στα επιστημονικά ινστιτούτα, στους τριάντα πέντε χιλιάδες γιατρούς της που υπηρετούν στον Τρίτο Κόσμο, στις χιλιάδες οφθαλμολογικές επεμβάσεις στους φτωχούς της γης από τις πιο μακρινές γωνιές της". Ο Τσαβαρία χρωστά τη συγγραφική του σταδιοδρομία στην Κούβα και στην υποστήριξη που το καθεστώς του Κάστρο του προσέφερε καθώς και στο βιοπορισμό του από το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα αυτής της χώρας. Θεωρώ, υπ' αυτές τις συνθήκες, πως ο Τσαβαρία δεν μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό, αφήνει όμως κάποιους υπαινιγμούς όπως λ.χ για το πόσο κυνηγήθηκαν από το καθεστώς οι ομοφυλόφιλοι. 

Ρεϊνάλντο Αρένας
Όμως στο νου έρχεται ένας άλλος μεγάλος Κουβανός συγγραφέας, ο Ρεϊνάλντο Αρένας, και τα όσα μαρτυρικά υπέφερε από το καθεστώς της σοσιαλιστικής ουτοπίας του Κάστρο, όπως και τόσοι άλλοι βέβαια που είτε φυλακίστηκαν λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων είτε αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν στο Μαϊάμι καταγγέλοντας την έλλειψη ελευθερίας στην Κούβα του Κάστρο. Ο Τσαβαρία δεν λέει τίποτα για όλ' αυτά.  Εμμέσως όμως αναγνωρίζει πως ο Κάστρο, λόγω της ιστορικής αναγκαιότητας, έπρεπε να ενδυθεί τις εξουσίες ενός δικτάτορα έτσι ώστε να αλλάξει την φυσιογνωμία της κουβανικής κοινωνίας.  Ο Ντανιέλ Τσαβαρία μου άφησε τη γεύση ενός ανθρώπου που θέλει να είναι ειλικρινής, και σε πολλά σημεία του βιβλίου του δεν χαρίζεται στον εαυτό του, αλλά φαίνεται πως υπάρχουν και κάποια όρια που δεν μπορεί να υπερβεί, όπως η παραδοχή πως το καστρικό καθεστώς και η σοσιαλιστική ουτοπία των θαυμαστών και μιμητών του (λ.χ. του Ούγκο Τσάβες) δεινά περισσότερα έφεραν παρά την ευημερία που υπόσχονταν στους λαούς τους.