Όπως τότε, έτσι και την εποχή
εκείνη στο βιβλιοπωλείο της οδού Σόλωνος δούλευαν τρεις βιβλιοπώλες, δεμένοι
μεταξύ τους, εξαιρετικά φιλικοί προς τους πελάτες με τους οποίους δεν είχαν μια
σχέση απλώς διεκπεραιωτική αλλά κατεξοχήν βιβλιοφιλική. Μπορούσες να συζητήσεις
μαζί τους με τις ώρες, δεν σε πίεζε ο χρόνος να αγοράσεις ένα βιβλίο, να το
πληρώσεις και να φύγεις, αλλά να ακούσεις και πεις κουβέντες με αυτούς και
άλλους πληγωμένους από τη γνώση και την αγάπη προς το διάβασμα που κατέφευγαν
στο μικρό αυτό ναό για να ικανοποιήσουν το πάθος τους. Η εβδομαδιαία επίσκεψη
λοιπόν στο βιβλιοπωλείο αυτό γινόταν θεσμός, μια μικρή απόλαυση σαν τον ζεστό
πρωινό καφέ. Φυσικά στον ίδιο δρόμο, αλλά και στους παράδρομους υπήρχαν κι άλλα
βιβλιοπωλεία που μπορούσες να βρεις αυτό που έψαχνες και να ικανοποιήσεις
παράλληλα και την ανάγκη σου για ξεχαρμάνιασμα με βιβλιοπώλες ή άλλους πελάτες,
αλλά αυτό το συγκεκριμένο καθώς ήταν πιο μαζεμένο σε χώρο, αλλά όχι φτωχότερο
σε τίτλους, ήταν περισσότερο κοντά στα γούστα κάποιου που διάβαζε κείμενα γύρω
από τις ανθρωπιστικές σπουδές, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, έκανε κάποια
καλή τιμή στο ταμείο, ενώ και η χαλαρή διάθεση ανάμεσα στους πελάτες και τους
βιβλιοπώλες επέτρεπε να συμβεί το αμάρτημα κάθε συνεπούς αναγνώστη, η
βιβλιοκλοπή.
Από τους τρεις βιβλιοπώλες, η
πλέον βιβλιοφιλική μορφή ανάμεσά τους ήταν αναμφισβήτητα ο μουσάτος. Θα
μπορούσε να εργάζεται σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο μια τέτοια μορφή, ίσως μονάχα
αυτός να ενσάρκωνε το ιδεώδες του ανθρώπου του βιβλίου όπου νυχθημερόν βρίσκεται
εκεί, πίσω από το ταμείο, μπροστά από τα ράφια, στο υπόγειο ή το πατάρι,
ψάχνοντας κάποια έκδοση που του τη ζήτησε ένας ψαγμένος πελάτης, τακτοποιώντας
το χάος, αναζητώντας την καλύτερη θέση για τα δοκίμια του Μπόρχες: στη θέση της
λογοτεχνίας ή της φιλοσοφίας; Ήταν μονάχα βιοποριστικοί οι λόγοι που τον έκαναν
να μην φεύγει ποτέ, να μην απομακρύνεται ούτε καν την περίοδο που οι
αναγνώστες απουσιάζουν στις παραλίες λερώνοντας στην άμμο τα βιβλία που
αγόρασαν από το βιβλιοπωλείο του; Μήπως δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει και
αποφάσιζε να μένει συνέχεια εκεί; Προφανώς δεν είχε τίποτα άλλο σημαντικότερο να κάνει. Γι’ αυτό και
δέσποζε η παρουσία του εκεί μέσα, ήταν το ίδιο σημαντικός όσο και η αποστολή
αυτών που πούλαγε. Διάβαζες στο πρόσωπό του την αφοσίωση στο βιβλίο ενός κόσμου
που σιγά σιγά θα φύγει, για να παραχωρήσει τη θέση του στη ραγδαία εξάπλωση των
ηλεκτρονικών πωλήσεων βιβλίου.
Ένας φανατικός αναγνώστης όταν
δεν έχει λεφτά αναγκάζεται για να ικανοποιήσει το πάθος να κλέψει βιβλία. Ο
Κωστής Παπαγιώργης περιγράφει σε ένα κείμενο του το πώς κατόρθωσε την δεκαετία
του 60 να απαλλοτριώσει γύρω στους 10.000 τόμους από τα βιβλιοπωλεία του
Παρισιού, όχι μονάχα γιατί ήθελε να χτίσει μια προσωπική βιβλιοθήκη ο ίδιος,
αλλά για να τα εμπορευθεί συνάμα. Η περιγραφή των τεχνασμάτων που
χρησιμοποιούσε για να κλέβει τα βιβλία τον ανύψωνε σε πραγματικό ήρωα στα μάτια
κάποιου με ανάλογο πάθος. Τα πράγματα εξελίχθηκαν, όμως, από τότε και τα
βιβλιοπωλεία με τα μέτρα ασφαλείας που διαθέτουν δυστυχώς αποτρέπουν τη συστηματική
κλοπή των τίτλων τους. Απ’ όλα τα πάθη, αυτό είναι το μόνο δικαιολογημένο. Όταν
πεινάς και δεν έχεις λεφτά, θα κλέψεις για να φας, όταν δεν έχεις λεφτά για να
αγοράσεις όσους τίτλους χρειάζεσαι,
θα κλέψεις βιβλία- δεν χρειάζεται περισσότερη αιτιολόγηση. Ο μουσάτος
βιβλιοπώλης κάποτε όμως ανακάλυπτε τις κλοπές, ίσως να υποψιαζόταν, αλλά ποτέ
δεν είπε τίποτα, ποτέ δεν προσέβαλε πελάτη του- διακριτικά μετέφερε το μήνυμα
του. Ήταν ο άνθρωπος των βιβλίων, γι’ αυτό και κατανοούσε.
Τα χρόνια πέρασαν και το
βιβλιοπωλείο μεταφέρθηκε αλλού. Παρέμενε στέκι βιβλιόφιλων, σημαντικών
διανοουμένων που σύχναζαν εκεί για να συζητήσουν, τις περισσότερες φορές, ή να
αγοράσουν κάποιο καινούργιο βιβλίο, τις λιγότερες φορές. Λόγω της κρίσης ήταν
αναμενόμενο η κίνηση στην αγορά βιβλίου να πέσει σημαντικά. Τέτοια μάλιστα
ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία χτυπήθηκαν περισσότερο καθώς το βιβλίο, που
ήταν ακριβό έτσι ή αλλιώς, αποτέλεσε αντικείμενο πολυτελείας γι’ αυτούς που
αναγκάστηκαν να βάλουν προτεραιότητα άλλες αγορές με το συρρικνωμένο εισόδημα
τους. Βέβαια, οι άρρωστοι του είδους θα προτιμήσουν να περιορίσουν το ψωμί ή
την έξοδο για καφέ προκειμένου να αγοράσουν το βιβλίο που θέλουν, αλλά μονάχα
μ’ αυτούς δεν στηρίζεται η αγορά του βιβλίου, ειδικά τέτοιων ανεξάρτητων
βιβλιοπωλείων. Στηρίζεται μόνο η ανάγκη για κουβέντα με ανάλογους ανθρώπους που
συνεχίζουν να συναντιούνται εκεί, αλλά τα έξοδα των ιδιοκτητών του
βιβλιοπωλείου δεν θα καλυφθούν από την διαπροσωπική σχέση τους με τους
βιβλιόφιλους αλλά όχι αγοραστές, πλέον, βιβλίων.
Ο ηρωικός μουσάτος παραμένει
εκεί. Παρά τα χρόνια που πέρασαν, κάποιες δεκαετίες, εξακολουθούσε ο φανατικός
βιβλιόφιλος να μαθαίνει νέα του. Είχε όμως σταματήσει η εικόνα του την εποχή
εκείνη, με τα πυκνά μαύρα μαλλιά, το ατημέλητο μαρξιστικό μαύρο μούσι, τα
μεγάλα μαύρα γυαλιά, με τα εμφανώς
φθαρμένα ρούχα, να δεσπόζει στο χώρο, έχοντας πλήρη εποπτεία των χιλιάδων
τίτλων βιβλίων που βρίσκονταν γύρω του, δεξιά αριστερά στα ράφια, ακόμα και για
αυτά που μέλλουν να έρθουν στο βιβλιοπωλείο, για τις καινούργιες και τις
σπάνιες εκδόσεις. Ένα έμψυχο βιβλίο ο ίδιος. Έως ότου, τον είδε ξανά σε κάποιες
φωτογραφίες, φυσικά στο βιβλιοπωλείο, τα χρόνια να έχουν αφήσει το λευκό
αποτύπωμα τους, τα μαλλιά και το μούσι από το πυκνό μαύρο να έχουν μετατραπεί
στο χρώμα του χιονιού, και αν δεν ήταν η συγκεκριμένη αναφορά στις φωτογραφίες,
ή αν τον έβλεπε στον δρόμο, δεν θα τον αναγνώριζε, διότι ο χρόνος είχε
ξεγελάσει και τον αναγνώστη, πίστευε πως η εικόνα είναι διαρκής και
αμετάλλακτη, και πως δύσκολα πια θα μπορούσε να ταυτίσει την μορφή που γνώρισε
με τη νέα, τη μορφή με τα λευκά μαλλιά και το δασύτριχο λευκό μούσι, ίσως η
πυκνότητα να παρέπεμπαν στην παλιά μορφή, αλλά με ένα άλμα της φαντασίας που
δεν ήταν ικανός, ή και πρόθυμος ακόμα, να πράξει γιατί γι’ αυτόν η εμμονή στις
αναμνήσεις σήμαινε την απροθυμία του να μεγαλώσει, η ακινητοποίηση του χρόνου
σήμαινε την διαρκή του επιθυμία να παραμείνει σε ένα καθεστώς διαρκούς νεότητας
και ανεμελιάς τότε που οι βιοτικές ανάγκες αντιμετωπίζονταν με την κλοπή
κάποιων βιβλίων, ενώ τώρα απλώς με το κοίταγμα σε μια βιτρίνα ή στην ιστοσελίδα
κάποιου εκδοτικού οίκου. Ο άνθρωπος όμως του βιβλίου με τα λευκά μαλλιά και τη
λευκή γενειάδα του θύμισαν πως ο χρόνος πέρασε και γι’ αυτόν τον ίδιο, και πως
δεν είναι πια καιρός για ψέμματα. Μια στιγμή όμως. Κοίταξες τα μάτια του; Αυτά
δεν γέρασαν, η ματιά παραμένει διαπεραστική και αγνή, με στρώσεις σοφίας βέβαια
περισσότερες, αλλά είναι εκεί για να σε παρηγορεί πως η κοινή σας αγάπη, το
βιβλίο, δεν μορφώνει απλώς, αλλά μορφοποιεί και την εικόνα σου στα μάτια του
άλλου. Και έτσι διαπίστωσε με χαρά πως ο μουσάτος ήταν
πάντα νέος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου