Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015, μεταφρ. Γ. Πεδιώτης, Γ. Θωμαδάκης |
Στο πολύ σημαντικό αυτό δοκίμιο ο μεγάλος κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας επιχειρεί να ερμηνεύσει μέσα από γεγονότα της γερμανικής ιστορίας τη διαμόρφωση του πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος που οδήγησε στην άνοδο του Τρίτου Ράιχ στην εξουσία. Το βασικό ερώτημα που, αν πρέπει να απαντηθεί με κάποια πειστικότητα χρειάζεται να ψηλαφίσει κανείς βαθιά στη ψυχή του γερμανικού έθνους, είναι πως αυτός ο λαός με τέτοια πνευματικά χαρίσματα μπόρεσε να φθάσει με άκρα αποτελεσματικότητα στο σχεδιασμό και την υλοποίηση του Ολοκαυτώματος.
Πράγματι, ο Ελίας γράφει, "οι διωγμοί κατά των Εβραίων είχαν ένα ισχυρό στοιχείο ρεαλισμού και ορθολογικότητας". Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο προϋπόθεση ήταν πέρα από την τεχνική κατάρτιση η οποία έφθασε σε ακρότατα όρια λόγω της γραφειοκρατικοποίησης των ενεργειών των αξιωματούχων και ένα απαραίτητο ψυχικό στοιχείο που κινητοποιούσε την βούληση έτσι ώστε οι διαταγές του Χίτλερ και του Χίμλερ να εκτελούνται με ακρίβεια ως τον τελευταίο δεσμοφύλακα σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης: το αρχέγονο αυτό στοιχείο ήταν το μίσος κατά των Εβραίων.
Ένα μίσος που λογικά δεν ερμηνεύεται, μπορεί όμως να ερμηνευτεί ως ιδεολογική κατασκευή: "Αποτελούσε (για τον Χίτλερ και τους οπαδούς του) απλώς πεποίθηση τους ότι τούτο υπαγόρευε η φύση, η τάξη του κόσμου και ο δημιουργός της". Η εξόντωση των Εβραίων από πολεμικής απόψεως δεν εξυπηρετούσε κανένα στόχο των Ναζί. Ήταν το φυλετικό μίσος εκείνο που τύφλωσε τους Ναζί και μετέτρεψε τους Εβραίους σε αποδιοπομπαίους τράγους στην ιστορία.
Ο Χίτλερ δεν είχε κρύψει τα πιστεύω του, αν και υπήρχαν και κυκλοφορούσαν αντισημιτικές αντιλήψεις στην Ευρώπη, ο Χίτλερ προσέδωσε σ' αυτές ένα μυστικιστικό τόνο, μια αντίληψη περί θεοδικίας, ένα κίνημα μεσσιανικού χαρακτήρα σαν κι αυτά που είχαν γεννηθεί τον Μεσαίωνα. Η διαφορά είναι βέβαια πως οι Ναζί είχαν την τεχνική ικανότητα να υλοποιήσουν το σχέδιο τους.
Ο Ελίας ανατρέχει στον τρόπο διαμόρφωσης του γερμανικού κράτους και στη διαφορά της εξέλιξης του από τα ανταγωνιστικά του έθνη, τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Η γερμανική ιστορία και ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους οι Γερμανοί ιστορικά σε σχέση με τη Γαλλία και τη Βρετανία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η Γερμανία είναι στην ουσία ένα σύγχρονο κράτος που έφθασε στην ενοποίηση των γερμανικών κρατιδίων μέσω "ενός ισχυρού ηγέτη που θα κατάφερνε να αποκαταστήσει την ενότητα και την ομόνοια".
Η πολιτική ως σχέση ισχύος ανάμεσα σε κράτη δεν ήταν το παιχνίδι που είχαν μάθει να παίζουν επί ίσοις όροις οι Γερμανοί με πολύ εμπειρότερους παίκτες. Η γερμανική αυτοσυνείδηση μέχρι την εποχή του Μπίσμαρκ ήταν μια έννοια ακαθόριστη, "δεν υπήρχε κάποιος τρόπος ζωής ο οποίος να λογίζεται στη σκέψη και στον λόγο ως χαρακτηριστικά γερμανικός". Την ώρα που οι Βρετανοί κυριαρχούσαν σε όλες τις θάλασσες, οι Γερμανοί ανέπτυσσαν την έννοια της Bildung, της καλλιέργειας εκείνης που ξεφεύγει από τα όρια της τυπικής παιδείας.
Έτσι όταν ήρθε η ώρα να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι κατανομής ισχύος μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, μπήκαν με δυσμενείς όρους. Ο απολυταρχικός μονάρχης ήταν αυτός που όριζε την τύχη της Γερμανίας, αυτός που ενσάρκωνε το όραμα της ενότητας με μέσο την πειθαρχία στην εξουσία του. Καθήκον λοιπόν του κάθε ατόμου ήταν να δώσει τα πάντα σ' αυτή την ενότητα, στην ιδέα της Γερμανίας ως κάτι του ξεχωριστού: "την ώρα που η πατρίδα τους είχε ανάγκη, έπρεπε να υπακούσουν στο κάλεσμα των όπλων με κάθε τίμημα".
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στην ανάλυση του Ελίας για την άνοδο του Χίτλερ είναι πως δεν αποδίδει τόση σημασία στους όρους που επιβλήθηκαν στη Γερμανία μετά την ήττα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αναζητά τη γενεσιουργό αιτία στην ίδια τη γερμανική ιστορία με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ένα από τα οποία ήταν η ταύτιση των Γερμανών με κάποιον δυνάστη. Αυτό συνεπαγόταν την ύπαρξη ενός ζωτικού χώρου, στην Ευρώπη φυσικά, όπου η Γερμανία θα ανέπτυσσε την αυτοκρατορική της ισχύ, διότι, όπως γράφει ο Ελίας "οι Γερμανοί ήταν πρακτικά οι μόνοι για τους οποίους η εικόνα μιας αυτοκρατορίας στην Ευρώπη αποτελούσε μέρος της παράδοσής τους".
Αντιλαμβάνοντας ο Ελίας την ιστορία της Γερμανίας ως μια ιστορία παρακμής, συγκρινόμενη βέβαια με τις άλλες χώρες της Δύσης, θεωρεί πως οι Γερμανοί αναζήτησαν στον Χίτλερ τον παράγοντα εκείνο που θα τους έδινε το δικαίωμα να υπάρχουν όχι απλώς σαν ισότιμα μέλη αλλά ως ηγέτες τουλάχιστον στην Ευρώπη. Εκχώρησαν έτσι τη συνείδηση τους στο Κράτος και σ' αυτό απόθεσαν τις προσδοκίες τους, με αποτέλεσμα "κάθε σύγκρουση ανάμεσα στον έλεγχο που ασκούσε το κράτος και σ' εκείνον που ασκούσε η δική τους συνείδηση τους προκαλούσε έντονη δυσφορία. Ως εκ τούτου, με τρόπο αντανακλαστικό, κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να απωθήσουν όποιο συμβάν απειλούσε να προκαλέσει μια τέτοια σύγκρουση".
Ο Ελίας δεν απαντά στο ερώτημα αν ένα τέτοιο φαινόμενο μπορεί να ξαναγεννηθεί, αφήνει όμως τον υπαινιγμό πως μπορεί να υπάρξουν ξανά οι κοινωνικές εκείνες συνθήκες που ευνόησαν την γέννηση αυτής της βαρβαρότητας. Η μόνη διέξοδος, λέει, είναι η γνώση αυτών των συνθηκών προκειμένου ν' αποτραπεί μια παρόμοια κατάσταση γενικευμένης αταξίας στο μέλλον. Είναι μια αισιόδοξη αντίληψη την οποία δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε ως προς τα κίνητρα της, δεχόμενοι ωστόσο και την απλοϊκή άποψη πως η ιστορία, τελικά, δεν διδάσκει τίποτα.
Αντιλαμβάνοντας ο Ελίας την ιστορία της Γερμανίας ως μια ιστορία παρακμής, συγκρινόμενη βέβαια με τις άλλες χώρες της Δύσης, θεωρεί πως οι Γερμανοί αναζήτησαν στον Χίτλερ τον παράγοντα εκείνο που θα τους έδινε το δικαίωμα να υπάρχουν όχι απλώς σαν ισότιμα μέλη αλλά ως ηγέτες τουλάχιστον στην Ευρώπη. Εκχώρησαν έτσι τη συνείδηση τους στο Κράτος και σ' αυτό απόθεσαν τις προσδοκίες τους, με αποτέλεσμα "κάθε σύγκρουση ανάμεσα στον έλεγχο που ασκούσε το κράτος και σ' εκείνον που ασκούσε η δική τους συνείδηση τους προκαλούσε έντονη δυσφορία. Ως εκ τούτου, με τρόπο αντανακλαστικό, κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να απωθήσουν όποιο συμβάν απειλούσε να προκαλέσει μια τέτοια σύγκρουση".
Ο Ελίας δεν απαντά στο ερώτημα αν ένα τέτοιο φαινόμενο μπορεί να ξαναγεννηθεί, αφήνει όμως τον υπαινιγμό πως μπορεί να υπάρξουν ξανά οι κοινωνικές εκείνες συνθήκες που ευνόησαν την γέννηση αυτής της βαρβαρότητας. Η μόνη διέξοδος, λέει, είναι η γνώση αυτών των συνθηκών προκειμένου ν' αποτραπεί μια παρόμοια κατάσταση γενικευμένης αταξίας στο μέλλον. Είναι μια αισιόδοξη αντίληψη την οποία δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε ως προς τα κίνητρα της, δεχόμενοι ωστόσο και την απλοϊκή άποψη πως η ιστορία, τελικά, δεν διδάσκει τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου