Ο Γιάμπο χάνει τη μνήμη του αλλά αυτό είναι το λιγότερο κακό που παθαίνει διότι έτσι του συμβαίνει κάτι εντελώς αναπάντεχο, σαν ένα δώρο της τύχης που δεν το περίμενε κανείς: ανακαλύπτει τη ζωή σαν λογοτεχνία, και τη λογοτεχνία σαν ζωή.
Αρχίζει να θυμάται τα ουσιώδη. Τελείως διαφορετικά απ' αυτά που θα νόμιζε κάποιος: "Φτάνει, φτάνει. Δείχνετε να θυμάστε όλα όσα μαθαίνει κανείς διαβάζοντας ή ακούγοντάς τα, αλλά όχι εκείνα που έχουν σχέση με τις άμεσες εμπειρίες σας. Ξέρετε ότι ο Ναπολέων ηττήθηκε στο Βατερλό, αλλά προσπαθήστε να μου πείτε αν θυμάστε τη μητέρα σας". Έτσι λοιπόν ο Γιάμπο βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να πάψει να θυμάται γεγονότα που αφορούν την επιφάνεια της ζωής του, και ν' αρχίσει την περιδίνηση του στον κόσμο των εντυπώσεων της παιδικής ηλικίας του όπου κυριαρχούν τίτλοι βιβλίων, κόμικς, ηπερήρωες, ένας παράλληλος κόσμος φαντασίας.
"Αυτά όλα τα πράγματα τα συγκεντρώνει η μνήμη μέσα στην τεράστια σπηλιά της, στις μυστικές και άφατες πτυχές της, στο τεράστιο ανάκτορο της μνήμης μου έχω μαζί τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, εκεί συναντώ και τον ίδιο μου τον εαυτό" (σ. 51)
Ο Έκο μας μεταφέρει, εμάς μαζί με τον Γιάμπο, στα φαντάσματα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας όπου τα γεγονότα αξιολογούνται υπό το φως της επιθυμίας να ξαναζήσουμε την εποχή εκείνη ως διαδοχική σειρά εικόνων, λέξεων και ιστοριών. Ο Γιάμπο, βέβαια, είναι τυχερός που έχει φυλάξει τα αντικείμενα της παιδικής του ηλικίας σε κάποια σοφίτα, σε κάποια παλιά κιβώτια κι έτσι τα ανακαλεί και πάλι, ο θησαυρός έρχεται στο φως. Ο σκοπός του αναφέρεται λίγο παρακάτω: "Ήταν η επινόηση, η εικασία που έστησα στα εξήντα μου γύρω από τα όσα θα μπορούσα να είχα σκεφθεί στα δέκα μου. Ελάχιστο αν ήθελα να πω "ξέρω ότι έτσι έγιναν τα πράγματα" , αλλά αρκετό για να συνοψίσω, σε φύλλα παπύρου, αυτό που πιθανόν ένιωσα τότε".
Αν δεν σ' αρέσουν τα βιβλία, αν δεν έχεις ζήσει, στο μέτρο που σ' αναλογεί, παρόμοια παιδική και εφηβική ζωή σαν κι αυτή του Έκο, βουτηγμένος σε κάθε είδους έντυπο που έπεφτε στα χέρια σου, αν δεν είχες τη μανία της συλλογής βιβλίων, κόμικς, περιοδικών, αυτό το βιβλίο του Έκο δεν θα σου πει πολλά πράγματα γιατί είναι ένα βιβλίο που ενώ η λογοτεχνική του αξία όσον αφορά την πλοκή είναι πολύ φτωχή, εντούτοις καταφέρνει να σου δημιουργεί άπειρα συναισθήματα νοσταλγίας, αλλά και να σου δίνει αξία σ' αυτό που έμαθες να κάνεις ίσαμε σήμερα, δηλαδή:
"Να κάνω τη βιβλιομανία του τον δικό μου ασυνήθιστο τρόπο διαφυγής από τον κόσμο".
Πόση χαρά αισθάνομαι όταν πηγαίνω στο σπίτι ενός φίλου μου, όταν βλέπω στη βιβλιοθήκη και και σε άλλα πονηρά μέρη όπως ανάμεσα στα συρτάρια και τη βάση ενός κομοδίνου, διάφορα βιβλία και αντικείμενα που τα είχα κι εγώ στην παιδική μου ηλικία αλλά εκείνος, πιο σοφός από μένα, τα διατήρησε, ίσως γιατί δεν ήθελε ποτέ να χάσει την εγγύτητα της σχέσης με την παιδική του ηλικία. Αλλά αν και τα έχασα από μπροστά μου, ξέρω ότι υπάρχουν κάπου και μπορώ να τα δω, το έλεος τους με καταδιώκει, ή όπως θα έλεγε πιο φιλοσοφημένα ο Έκο: "ζω σε μια ξεφτισμένη οντολογία. Έχω την ηγεμονική εξουσία να δημιουργώ τους δικούς μου θεούς και τις δικές μου Μητέρες" . (σ. 494)
Πραγματικά, μακαρία οδός.
"Αυτά όλα τα πράγματα τα συγκεντρώνει η μνήμη μέσα στην τεράστια σπηλιά της, στις μυστικές και άφατες πτυχές της, στο τεράστιο ανάκτορο της μνήμης μου έχω μαζί τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, εκεί συναντώ και τον ίδιο μου τον εαυτό" (σ. 51)
Ο Έκο μας μεταφέρει, εμάς μαζί με τον Γιάμπο, στα φαντάσματα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας όπου τα γεγονότα αξιολογούνται υπό το φως της επιθυμίας να ξαναζήσουμε την εποχή εκείνη ως διαδοχική σειρά εικόνων, λέξεων και ιστοριών. Ο Γιάμπο, βέβαια, είναι τυχερός που έχει φυλάξει τα αντικείμενα της παιδικής του ηλικίας σε κάποια σοφίτα, σε κάποια παλιά κιβώτια κι έτσι τα ανακαλεί και πάλι, ο θησαυρός έρχεται στο φως. Ο σκοπός του αναφέρεται λίγο παρακάτω: "Ήταν η επινόηση, η εικασία που έστησα στα εξήντα μου γύρω από τα όσα θα μπορούσα να είχα σκεφθεί στα δέκα μου. Ελάχιστο αν ήθελα να πω "ξέρω ότι έτσι έγιναν τα πράγματα" , αλλά αρκετό για να συνοψίσω, σε φύλλα παπύρου, αυτό που πιθανόν ένιωσα τότε".
Αν δεν σ' αρέσουν τα βιβλία, αν δεν έχεις ζήσει, στο μέτρο που σ' αναλογεί, παρόμοια παιδική και εφηβική ζωή σαν κι αυτή του Έκο, βουτηγμένος σε κάθε είδους έντυπο που έπεφτε στα χέρια σου, αν δεν είχες τη μανία της συλλογής βιβλίων, κόμικς, περιοδικών, αυτό το βιβλίο του Έκο δεν θα σου πει πολλά πράγματα γιατί είναι ένα βιβλίο που ενώ η λογοτεχνική του αξία όσον αφορά την πλοκή είναι πολύ φτωχή, εντούτοις καταφέρνει να σου δημιουργεί άπειρα συναισθήματα νοσταλγίας, αλλά και να σου δίνει αξία σ' αυτό που έμαθες να κάνεις ίσαμε σήμερα, δηλαδή:
"Να κάνω τη βιβλιομανία του τον δικό μου ασυνήθιστο τρόπο διαφυγής από τον κόσμο".
Πόση χαρά αισθάνομαι όταν πηγαίνω στο σπίτι ενός φίλου μου, όταν βλέπω στη βιβλιοθήκη και και σε άλλα πονηρά μέρη όπως ανάμεσα στα συρτάρια και τη βάση ενός κομοδίνου, διάφορα βιβλία και αντικείμενα που τα είχα κι εγώ στην παιδική μου ηλικία αλλά εκείνος, πιο σοφός από μένα, τα διατήρησε, ίσως γιατί δεν ήθελε ποτέ να χάσει την εγγύτητα της σχέσης με την παιδική του ηλικία. Αλλά αν και τα έχασα από μπροστά μου, ξέρω ότι υπάρχουν κάπου και μπορώ να τα δω, το έλεος τους με καταδιώκει, ή όπως θα έλεγε πιο φιλοσοφημένα ο Έκο: "ζω σε μια ξεφτισμένη οντολογία. Έχω την ηγεμονική εξουσία να δημιουργώ τους δικούς μου θεούς και τις δικές μου Μητέρες" . (σ. 494)
Πραγματικά, μακαρία οδός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου