Μετά το "Καταφύγιο ιδεών" του Χρ. Γιανναρά, είναι η αυτοβιογραφία που απόλαυσα περισσότερο, αν και μεταξύ των δύο υπάρχει μεγάλη διαφορά σε βιώματα, διότι η μεν του Γιανναρά είναι μια αυτοβιογραφία καταθλιπτική, μέσα στους χώρους μιας στρατιωτικού τύπου παραεκκλησιαστικής (ή μήπως θρησκευτικής, απλά;) οργάνωσης ενώ αυτή του Δήμου σφύζει από ζωή, ερωτισμό και εναλλαγές σε συναισθήματα. Η αυτοβιογραφία του Γιανναρά είναι κυρίως επικεντρωμένη στην καταπίεση της σάρκας και την υπερτροφία του πνεύματος ενώ στο Δήμου πνεύμα και σάρκα υπάρχουν αρμονικά δίχως να ανταγωνίζεται το ένα το άλλο. Η διαφορά αυτή , τελικά, αναδεικνύει τους Δρόμους του Δήμου σε ένα κείμενο γοητευτικό και, παρά την γλυκιά πίκρα που βγάζει σε αρκετά σημεία, αφήνει τον αναγνώστη με την επιθυμία να επιστρέψει ξανά στα μονοπάτια της ζωής του Νίκου Δήμου.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρές ενότητες- κεφάλαια που έχουν την χάρη πως μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα σαν αυτοτελή επεισόδια. Μέσα σ΄αυτό αποκαλύπτεται ολόκληρος ο Νίκος Δήμου, δίχως περιττές φράσεις, εκλογικεύσεις ή αποσιωπήσεις, περιγράφει την πορεία του ζωής του και την εξέλιξη του ως ανθρώπου, συγγραφέα, ανθρώπου της επικοινωνίας, εραστή της ζωής. Είναι όντως μια αυτοβιογραφία μυθιστόρημα που κερδίζει τον αναγνώστη και ανήκει σ' αυτή τη μικρή γκάμα των βιβλίων που δεν θέλεις να τα αφήσεις από το χέρι σου, γυρνάς τις σελίδες γρήγορα, βοηθά σ' αυτό τόσο ο λόγος του Δήμου, όσο και οι περιπέτειες της ζωής του σε καθέναν απ' αυτούς τους τέσσερις δρόμους. Θα υπάρξει και συνέχεια; Μακάρι! Ίσως όχι ένας ακόμη δρόμος, αλλά μια πλήρης ακόμη δημιουργική δεκαετία, σαν και την τελευταία του, για να έχει να διηγηθεί όμορφα πράγματα.
Το πρόβλημα με το Δήμου είναι και πρόβλημα γενικότερα της ελληνικής διανόησης η οποία ποτέ δεν καταδέχθηκε να τον αναγνωρίσει, αν όχι τον σημαντικότερο εν ζωή, πάντως ως ένα επίλεκτο μέλος της που έχει κατορθώσει να πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα των βιβλίων του. Ίσως να φταίει σ' αυτό η μοναχική πολυπραγμωσύνη του, όπως λέει ο ίδιος, καθώς ο Δήμου δεν υπήρξε ποτέ ο συγγραφέας ΤΟΥ μυθιστορήματος ή ΤΗΣ ποίησης ή κάποιου άλλου έργου αναφοράς. Η αρετή του Νίκου Δήμου ήταν η μικρή φόρμα, ο αφοριστικός αποφθεγματικός λόγος (είναι, για μένα, ο Έλληνας La Rochefoucauld), το δοκίμιο και η κριτική του ικανότητα όσον αφορά τη λογοτεχνία. Το πρόβλημα με το Δήμου είναι πως αυτά συνιστούν μονάχα ένα μέρος της ύπαρξής του, για κείνον το σημαντικότερο, αλλά ο όλος Δήμου υπάρχει αν στα βιβλία του προσθέσουμε και το διαφημιστικό του έργο που το άσκησε για βιοπορισμό, αλλά και σ' αυτό ακόμα, στα σλόγκαν και στο στήσιμο μιας διαφήμισης, φαίνεται το πνεύμα του ανθρώπου. Αν όμως ο Δήμου δεν αναγνωρίστηκε από τους ομότεχνους του (αλλά μόνο απ' αυτούς, και μόνο από τους εγχώριους), αναγνωρίστηκε και συζητήθηκε στο πολύ πιο απαιτητικό εξωτερικό όπου η περίφημη "Δυστυχία" μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και πουλήθηκε αρκετά, ενώ είναι από τους ανθρώπους εκείνους που ένα ξένο κανάλι θα δεχτεί να πάρει συνέντευξη για θέματα της ελληνικής επικαιρότητας, διότι έχει κάτι να πει το ενδιαφέρον.
"Κατάλαβα μερικά πράγματα για τον εαυτό μου, γράφοντας αυτά τα κείμενα....έβγαλα σκονισμένους σκελετούς από τα ντουλάπια της μνήμης μου και τόλμησα να τους κοιτάξω καταπρόσωπο. Όλη αυτή η αναδρομή ήταν μια προσπάθεια να αποκαταστήσω τις σχέσεις μου με τον εαυτό μου". Αυτή η εξομολόγηση (όλο το βιβλίο είναι μια εξομολόγηση) θυμίζει, στην ειλικρίνεια του, τις αρχικές σελίδες των "Εξομολογήσεων" του Αυγουστίνου, μόνο που αντί για την αναζήτηση του Θεού ο Δήμου αναζητά τον εαυτό του.
Πιστεύω πως ο Νίκος Δήμου είναι ο αιώνια νέος. Μπορεί να έφθασε τα 80, αλλά δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τη ζωή και τα μυστικά της. Αυτός ο έρωτας για τη δημιουργία, αυτή η περιέργεια για κάθε νέο επίτευγμα, πνευματικό δηλαδή τεχνολογικό και τεχνολογικό δηλαδή πνευματικό, κατακλύζει την ύπαρξη του Δήμου ακόμη και σήμερα: "Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου διαφορετικά από αυτό που έγραψα τώρα: αιώνιος νέος. Νέος. Μπορεί κουρασμένος, απογοητευμένος, πεσμένος, καταθλιπτικός, παραιτημένος- αλλά νέος". To παιδί εκείνο που μεγάλωσε διαβάζοντας μετά μανίας Βερν και Ξενόπουλο, ξενιτεύτηκε για να σπουδάσει όχι για το "χαρτί" (πόσο πρωτοποριακή κι αυτή η κίνηση!) αλλά για να ωριμάσει και για να γίνει άνθρωπος όπως το έγραψε σε ένα Γράμμα στον πατέρα (κάποιο άλλο γράμμα έρχεται στο νου μου, κάποια άλλη σχέση πατέρα-γιου που σημάδεψε την παγκόσμια λογοτεχνία), ερωτεύτηκε, απατήθηκε, πάλεψε και νικήθηκε, κάποια στιγμή τα εγκατέλειψε όλα (κίνηση ρίσκου) για να αναδείξει τη σκέψη του, δεν πήρε φράγκο από το δημόσιο κορβανά (υπόδειγμα ανεξάρτητου διανοούμενου), όλα αυτά είναι σταθμοί που αναλύονται επαρκώς στους "Δρόμους" και συνιστούν ένα μάθημα ζωής που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Πότε τελειώνει ο χρόνος μιας αυτοβιογραφίας; "Κανείς ποτέ δεν ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του" γράφει ο Δήμου στον πρόλογο της "Οδού Παράσχου". Ορθόν, αλλά μετά την αυτοβιογραφία ακολουθεί η ερμηνεία, και αυτή έχει πολλά ψωμιά ακόμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου