Μετάφραση: Τασία Χατζή |
"Για να σουλουπωθώ και να εξηγηθώ όσο μπορώ, βάλθηκα να γράψω ένα βιβλίο", εξηγήθηκε καλά λοιπόν ο αφηγητής στο πρωτοποριακό και εμφανώς ασύμμετρο ως προς τη δομή του βιβλίο του Βίτολντ Γκόμπροβιτς. Αλλά αυτό δεν ήταν, δεν είναι και σήμερα, μια εύκολη υπόθεση. Ο λόγος είναι αφενός μια σειρά από κλίκες μεταξύ του λογοτεχνικό-εκδοτικού σιναφιού και αφετέρου από μια διάχυτη οσμή ημιμάθειας που διαβρώνει τα πάντα.
"Η παγκόσμια κουλτούρα έχει κυριευτεί από ένα κοπάδι γυναικούλες γατζωμένες στη λογοτεχνία, αξιοσημείωτα πληροφορημένες πάνω στις πνευματικές αξίες κι ενημερωμένων σχετικά με την αισθητική κατέχοντας συχνά έναν κάποιον αριθμό από ιδέες και θεωρίες". Ο συγγραφέας-αφηγητής σιχαίνεται αυτό το είδος των ημιδιανοουμένων που λιμνάζουν στην πνευματική ζωή και έχουν λόγο που μπορεί να επηρεάζει και να ρυθμίζει την κίνηση των ιδεών- το βιβλίο αν και δημοσιεύτηκε το 1937, σε μια Πολωνία που τα σύννεφα του πολέμου και της διάσπασης ήταν βαριά πάνω της, ο Γκόμπροβιτς καταπιάνεται με ευρύτερα θέματα που δεν έχουν σχέση με το ζήτημα εθνικής επιβίωσης που απασχολούσε τους συμπατριώτες του, αλλά με ζητήματα που φάνταζαν, την εποχή εκείνη, κάπως εξωτικά, όπως της ατομικότητας και της αυτονομίας. Πραγματικά, μια παράταιρη φωνή: "Και βέβαια, υπάρχει μια διαρκής βία στον κόσμο του πνεύματος. Δεν είμαστε αυτόνομοι, υπάρχουμε μόνο σε σχέση με τους άλλους, πρέπει να είμαστε όπως οι άλλοι μας βλέπουν, και το προσωπικό μου δράμα προερχόταν απ' το γεγονός ότι μ' ένα είδος νοσηρής ηδονής δεχόμουνα να εξαρτιέμαι από τ' αγόρια της άχαρης ηλικίας, απ' τους νέους και τις νέες και τις καλές θείες της κουλτούρας".
Βίτολντ Γκόμπροβιτς |
Η καταδίκη του στείρου λογιοτατισμού και η αναζήτηση της αυτονομίας του πνεύματος χαρακτηρίζει το βιβλίο, καθώς και η ζωηρή κριτική, διανθισμένη με πικρόχολο χιούμορ, των παιδαγωγικών μεθόδων που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη. Είναι ένα ανάγνωσμα που ακόμα και σήμερα θα στεναχωρούσε κάποιους μεγαλόσχημους καθηγητάδες που αφήνουν αμόρφωτα τα παιδιά, στην ουσία αμόρφωτα: "Είναι βλάκες, ολότελα αβλαβείς, διδάσκουν μονάχα ο,τι είναι μέσα στο πρόγραμμα. Όντως δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν καμιά προσωπική ιδέα".
Οι επιθέσεις του συγγραφέα στο διανοουμενίστικο κατεστημένο της εποχής του δεν έχουν τελειωμό: "Οργανώνετε φιλολογικά βραδινά, κάνετε αμοιβαίες φιλοφρονήσεις, αποπειράστε να παρουσιάσετε στον άλλο όπως και στον ίδιο σαν τον εαυτό μια νέα μάσκα για να καλύψετε την ανικανότητά σας". Σίγουρα ο Γκόμπροβιτς δεν είχε κατά νου, αν τον ήξερε, τα ετερώνυμα του Πεσσόα, συγγραφικές μάσκες που εξυπηρετούν έναν καλλιτεχνικό σκοπό, αλλά τις μάσκες του τίποτα, σαν κι αυτές που ευδοκιμούν στα social media ακόμα και μεταξύ των λεγόμενων πνευματικών ανθρώπων, και τέτοιες μάσκες και διαμάχες μεταξύ μασκών έχουμε δει αρκετές το τελευταίο διάστημα. Ο λόγος κοφτερός, είναι ανελέητος και επίκαιρος: "Και δεν έχετε ούτε καν για παρηγοριά τη σκέψη πως αυτό που γράψατε και κατασκευάσατε έχει αξία στα δικά σας μάτια: ολ' αυτά , το επαναλαμβάνω είναι μόνο απομίμηση, δάνειο και αντανάκλαση μονάχα της ψευδαίσθησης πως κατέχουμε κιόλας μια βαρύτητα, μιαν αξία". Τούτη η καταδίκη της ετερονομίας και της κίβδηλης πνευματικής δημιουργίας χαρακτηρίζουν συνολικά το έργο του Γκόμπροβιτς και όχι μονάχα το "Φερντυντούρκε". Μια ιδιαίτερη φωνή στην οποία ανυπομονώ να δώσω μια ακόμα ευκαιρία (κυρίως να διαβάσω τα Ημερολόγια του), διότι πέρα από την διασκεδαστική από ένα σημείο και πέρα κριτική στην παρωχημένη παιδαγωγική και την ετερονομία του πνεύματος, η χαλαρή δομή του κειμένου και οι διηγήσεις που το συναπαρτίζουν μου άφησαν μια στυφή γεύση καθώς η αφήγηση παραήταν υπερβολική, όμως ο συγγραφέας είχε δώσει το στίγμα του μοναχικού επικριτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου