Το 1990 η Antonia Byatt έλαβε το βραβείο Booker για το "Possession", αλλά αυτό δεν μας λέει, κατ' αρχάς, και πολλά πράγματα για την αξία του έργου αν δεν προηγηθεί η κοπιαστική ανάγνωσή του. Ειδικά γι' αυτό το βιβλίο η ανάγνωση υπήρξε αρκετά κοπιαστική σε σημείο, προκειμένου να απαλλάξω τον εαυτό μου από το μαρτύριο της ανάγνωσης από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα με τη σοβαρότητα που απαιτεί ένα βιβλίο που έχει βραβευτεί με σημαντικό βραβείο.
Ανάγκάστηκα λοιπόν να "πηδήξω" πολλές σελίδες και να παραλείψω την ανάγνωση ολόκληρων κεφαλαίων, και πραγματικά δεν έχασα τίποτα από την γενική εικόνα και εποπτεία του μυθιστορήματος, ίσα ίσα ξεκούρασα τα μάτια και το νου μου από την ιστορία της Byatt που ενώ σαν σύλληψη ήταν ικανοποιητική, αν και όχι πρωτότυπη, η υλοποίηση της υπήρξε αρκετά προβληματική.
'Οπως αναφέρει στην Εισαγωγή του βιβλίου η Byatt, έγραψε το βιβλίο κατά τη διάρκεια δύο καλοκαιριών όπου είχε διακόψει την πανεπιστημιακή της διδασκαλία στο University College του Λονδίνου. Αφορμή για το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν η ειδική ερευνήτρια του έργου του Coleridge, Kathleen Coburn, η οποία πηγαινοερχόταν πέρα δώθε στον διάδρομο των αρχειακών καταλόγων, και αναρωτιόταν η Byatt αν ο ποιητής είχε γίνει έμμονη ιδέα στην ερευνήτρια, η αν η ερευνήτρια ήταν αυτή που ήταν το θύμα της προσωπικότητας του ποιητή. Ένα άλλο σημαντικό σημείο στην Εισαγωγή της Byatt είναι οι εκδότες του βιβλίου σε Αγγλία και Αμερική είχαν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για το αν έπρεπε να συμπεριληφθούν στην τελική έκδοση του κειμένου οι ατελείωτες σελίδες με τα ποιήματα των δύο φανταστικών Βικτωριανών ποιητών ή να κοπούν, κάτι που τελικά επιλύθηκε με την βράβευση του βιβλίου κι έτσι έμειναν ως έχουν. Επίσης, και αυτό λέει κάτι για τις επιρροές της Byatt, θεωρεί πως πολλά οφείλονται στο έργο του Ουμπέρτο Έκο.
Antonia Byatt |
Η ιστορία του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από δύο φανταστικές μορφές της βικτωριανής λογοτεχνίας (αυτό από μόνο του ήταν κίνητρο για μένα να διαβάσω το βιβλίο, αν και δεν είχα υπολογίσει πως δεν είναι γραμμένο από συγγραφέα της βικτωριανής εποχής!) που επινοεί η Byatt, τον ποιητή Ράντολφ Χένρυ Ας και της ποιήτριας Κρίσταμπελ Λα Μοτ. Ο ακαδημαϊκός ερευνητής του ποιητή Ας στη σύγχρονη εποχή είναι ο Ρόλαντ Μίτσελ ο οποίος ανακαλύπτει σε μια παλιά έκδοση της "Νέας Επιστημονικής Γνώσης" του Βίκο, στη Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, κάποιες επιστολές του Ας προς τη Λα Μοτ. Οι επιστολές αυτές υπονοούν μια ερωτική σχέση την οποία δεν γνώριζαν μέχρι πρότινος οι ερευνητές τόσο του έργου και της ζωής του Ας όσο και της Λα Μοτ. Ξεκινά λοιπόν μια συστηματική προσπάθεια ανακάλυψης του είδους της σχέσης των δύο βικτωριανών ποιητών προκειμένου να ξαναγραφτεί η ιστορία της λογοτεχνικής περιόδου της Αγγλίας που σημαδεύτηκε από την συγγραφή αθάνατων αριστουργημάτων. Εδώ θα εμπλακούν οι κυριότεροι λόγιοι ακαδημαϊκοί ερευνητές καθώς ο Μίτσελ και η ειδικός στο έργο της Λα Μοτ Μοντ Μπέϊλι που συνιστούν τους δύο ερασιτέχνες "ντετέκτιβ" του έργου, θα αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία του ακαδημαϊκού κατεστημένου που μόλις ψυλλιάζεται πως τούτοι οι δύο βρίσκονται ενώπιον μιας μεγάλης ανακάλυψης θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά να αποσπάσουν το μυστικό πρώτοι αυτοί, να το καρπωθούν και να κατοχυρώσουν τη θέση τους στην επιστημονική κοινότητα των επαγγελματιών της λογοτεχνίας.
Η ελληνική έκδοση (Λιβάνης) |
Σαν σύλληψη η υπόθεση δεν είναι κακή, αλλά η εκτέλεση της χωλαίνει σημαντικά με αποτέλεσμα ο συνεπής αναγνώστης να αγωνίζεται να φέρει εις πέρας το βιβλίο. Πρώτα απ' όλα, το βιβλίο είναι γεμάτο από δεκάδες σελίδων υποτιθέμενων ποιημάτων του Ας και της Λα Μοτ, καθώς και δεκάδων επιστολών που αντάλλασσαν οι δυο μυστικοπαθείς εραστές. Το υλικό αυτό, για το μέγεθος του βιβλίου, θα έπρεπε να περικοπεί κατά 90%. Έχω την εντύπωση ότι η Byatt προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια σοβαρή εκδοχή του "Κώδικα Ντα Βίντσι" του Νταν Μπράουν, εξού και η χρήση αρκετά λόγιων και περίτεχνων εκφράσεων της αγγλικής γλώσσας, και σε μια μυθιστορηματική ελεγεία τύπου "Ονόματος του Ρόδου" του Έκο, αλλά αποτυγχάνει και στα δύο. Το βιβλίο δεν έχει μυστήριο, ο υπομονετικός αναγνώστης πρέπει να αναμένει ως τις τελευταίες σελίδες για να δει κάτι να γίνεται όταν ο Νταν Μπράουν προσφέρει απαντήσεις σε γρίφους σε κάθε σελίδα, ενώ δεν έχει και τη φιλοσοφική έμπνευση του Ουμπέρτο Έκο.
Αν η Byatt είχε σκοπό να περιγράψει το βρετανικό ακαδημαϊκό μικρόκοσμο των επαγγελματιών της λογοτεχνίας, και μόνο αυτό, με τα μίση, τους ανταγωνισμούς, τις υπερφίαλες επιδιώξεις (αλλά πάντα με τη μορφή του βρετανικού φλέγματος), τα άχρηστα διδακτορικά και τις ακόμα πιο ασήμαντες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά κειμένων που προκαλούν τη βαρεμάρα ακόμα και των ίδιων των συγγραφέων τους, τότε έχει πετύχει. Αλλά δεν χρειαζόταν να γράψει μυθιστόρημα γι' αυτό το λόγο προκειμένου να περιγράψει έναν βαρετό κόσμο.
Ο φανταστικός βικτωριανός κόσμος της με τους δύο ποιητές, έχει μεγαλύτερη αξία από τον σύγχρονο ακαδημαϊκό κόσμο που δεν αντιλαμβάνεται την ποίηση ως υπαρξιακή του ανάγκη αλλά μονάχα ως επαγγελματική καταξίωση- εδώ για μένα είναι και η μεγάλη διαφορά με το έργο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο φανταστικός κόσμος του οποίου που αποτελείται από ποιητές, συγγραφείς, στοχαστές, διαθέτει απίστευτη ζωή και αλήθεια διότι γι' αυτούς η ποίηση είναι πρωταρχική ανάγκη επιβίωσης, ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Η Byatt, αντίθετα, δεν μας προσφέρει χαρακτήρες με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε. Αποτυγχάνει τόσο σαν συγγραφέας μιας ιστορίας μυστηρίου, όσο και στην δημιουργία ρομαντικής ατμόσφαιρας στη σύγχρονη εποχή. Αυτό που μένει είναι μονάχα το πάθος για την ερευνητική εκείνη ανακάλυψη που θα ανατρέψει παραδεδεγμένα γεγονότα της λογοτεχνικής ιστορίας- αλλά αυτό δεν είναι ποίηση. Αν αυτό είναι το "αιχμάλωτο πάθος" όπως μεταφράστηκε αρκετά εύστροφα ο τίτλος του βιβλίου στα ελληνικά, τότε πρόκειται για ένα ασήμαντο πάθος που δεν μετουσιώνει αλλά μάλλον πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο, μέχρι τη νέα ανακάλυψη που θα διαγράψει την προηγούμενη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου