|
Ο Κώστας Κωστής |
Ο Κώστας Κωστής είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πιο δημοφιλές βιβλίο του, αυτό φαίνεται από το ότι έχει ήδη μπει στην 6η έκδοση, είναι τα "Κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας" (εκδόσεις Πόλις), αν και το πιο αγαπημένο του, όπως λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξη στην "Καθημερινή" είναι το "Κράτος και επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η ιστορία του "Αλουμινίου της Ελλάδας".
|
"Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας" (Εκδόσεις Πόλις) |
Το βιβλίο επισκοπεί τη νεώτερη ελληνική ιστορία φθάνοντας μέχρι τα γεγονότα της σύγχρονης χρεωκοπίας του ελληνικού κράτους, είναι όμως μια ιστορία που αναφέρεται στην οργάνωση και διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, δεν είναι μια γενική ελληνική ιστορία, δεν αναλύονται φυσικά σε βάθος όψεις της πολεμικής ή της κοινωνικής ιστορίας αν και περιλαμβάνονται αρκετά πρωτότυπα στοιχεία όπως είναι η εξέταση της υγειονομικής πολιτικής του κράτους ή της εκπαίδευσης σε διάφορες εποχές. Στον βιβλιογραφικό οδηγό που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας επιλέγει τα κατά τη γνώμη του σημαντικότερα βοηθήματα. Είναι σαφές πως πρόκειται για δευτερεύουσα βιβλιογραφία, δεν γίνεται καμιά αναφορά σε πρωτογενείς πηγές, αλλά και τούτο είναι ευεξήγητο αφού δεν πρόκειται για πρωτότυπη έρευνα μιας συγκεκριμένης περιόδου αλλά μια γενικότερη επισκόπηση επί της οποίας προτείνεται μια ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση που έχει τη σημασία της και αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί. Από την πρώτη στιγμή κιόλας ο Κώστας Κωστής αμφισβητεί κάποια παραδεδεγμένα σχήματα της ιστοριογραφίας μας: "παρά τον μεγάλο αριθμό μελετών πολιτικής ιστορίας, γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και το φαινόμενο της πατρωνείας εξακολουθεί να αποτελεί το passe-partout κάθε θεωρητικής εμπλοκής, παρά τις αμφισβητήσεις που δέχεται για την περιορισμένη ευρετική ικανότητά του". Η συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους των ελληνόφωνων χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η πορεία αυτού του κράτους προς την εθνική ολοκλήρωση αποτελεί το δραματικό αφήγημα του συγγραφέα οριοθετώντας τις βασικές παραμέτρους της ιστορίας που διαμόρφωσαν την πορεία αυτή, τις νίκες και τις παταγώδεις αποτυχίες του. Σ' αυτή την πορεία το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνο στις δυνάμεις του έθνους. Η παρουσία των ξένων υπήρξε καταλυτική και αποφασιστική τόσο για τη συγκρότηση όσο και για την ύπαρξή του ακόμα: "η δημιουργία του ελληνικού κράτους υπήρξε δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων, που εξυπηρετούσε τις δικές τους αναζητήσεις ισορροπιών στις συνθήκες της Παλινόρθωσης και εξαρχής είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν θα άφηναν τον έλεγχο του να ξεφύγει από τα χέρια τους" (σ. 178). Αυτή η αλήθεια καταγράφει την αδυναμία των Ελλήνων να συγκροτηθούν σε μια πολιτεία η οποία θα οριζόταν από τις επιθυμίες όσων αγωνίστηκαν γι' αυτή. Ο εξωτερικός μεσολαβητής, όπως λέει ο Κωστής, υπήρξε μια αναγκαιότητα τελικά. Η δολοφονία του Καποδίστρια, το πιο τραγικό γεγονός της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, σήμαινε την πραγματική αδυναμία των Ελλήνων να έλθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους. Είναι εξαιρετικό το απόσπασμα που παραθέτει ο Κωστής στην προμετωπίδα του τρίτου κεφαλαίου με τίτλο "Οι Βαυαροί στην Ελλάδα" από το διάγγελμα του Όθωνα κατά την άφιξη του στην Ελλάδα: "ο,τι καλόν ο έρως της πατρίδος απέκτησε δια σας, δια του πλέον ευγενούς ενθουσιασμού, το αφανίζει η εσωτερική διχόνοια του πλέον βδελυρούς εγωϊσμού". Ίσως να αποτελούσε κίνηση ευγνωμοσύνης και οπωσδήποτε χειρονομία ιστορικής αναγνώρισης αν ο πρωθυπουργός Τσίπρας μετά την επίσκεψη του στην καγκελάριο της Γερμανίας ταξίδευε προς το Μόναχο για να καταθέσει στεφάνι στην λάρνακα του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα, αναγνωρίζοντας έτσι την οφειλή του ελληνικού λαού προς αυτόν και τους Γερμανούς της εποχής εκείνης οι οποίοι προσπάθησαν να στήσουν εκ του μηδενός κρατικούς θεσμούς την καθημαγμένη Ελλάδα και από τα βελανίδια να τους προσγειώσουν στον πολιτισμό, Ο Κωστής σ' αυτό το σημείο είναι έντιμος και παραδέχεται πως "το έργο που έφεραν (οι Βαυαροί) σε πέρας ήταν από κάθε άποψη σημαντικό, αν όχι εντυπωσιακό, και στην πραγματικότητα θα θέσει τις βάσεις για τη διαμόρφωση ενός κράτους που ξέφευγε από τα παραδοσιακά πρότυπα διακυβέρνησης των πληθυσμών. Μπόρεσαν να καλύψουν θεσμικά και οργανωτικά, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, όλους τους τομείς της κρατικής οργάνωσης και ανεξαρτήτως του κατά πόσον τελικά οι ρυθμίσεις αυτές μπόρεσαν να λειτουργήσουν, διαμόρφωσαν ένα προηγούμενο που στη συνέχεια δεν ήταν δυνατό να ανατραπεί". (σ. 248).
Η ιστορική πορεία του ελληνικού κράτος είναι μια πορεία προς τον ανέφικτο εκδυτικισμό. Ο στόχος έχει τεθεί από παλιά, η κατάληξη όμως δεν υπήρξε ποτέ ευτυχής, και αυτό οφείλεται αφενός στο ότι πριν από τη δημιουργία λειτουργικών και σύγχρονων κρατικών δομών είχε τεθεί το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης ως ιδεολογικού υπόβαθρου, αφετέρου το ζήτημα των συμμαχιών με τις ξένες δυνάμεις το οποίο οδηγούσε σε διχασμούς και εμφύλιες συγκρούσεις. Δεν είναι όμως ξέχωρα αυτά τα δύο: αντικατοπτρίζουν την ριζική αδυναμία του ελληνόφωνου πληθυσμού να σκεφθεί το ζήτημα της δημιουργίας κοινωνίας και κράτους αυτόβουλα. Αλλά και όταν μπορούσε να σκεφθεί, οι επιλογές του προσέκρουαν στην έλλειψη συναίνεσης και συνεννόησης αναμεταξύ του. Η βία γεννά το ελληνικό κράτος, η βία διαποτίζει την ιστορική πορεία του στον 20ο αιώνα. Ο ανέφικτος εκδυτικισμός κατέληγε, ιδίως όταν αναφύονταν ανεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, στο ερώτημα περί της ταυτότητας του ελληνόφωνου πληθυσμού. Όπως αναρωτιέται ο Κωστής Παπαγιώργης σ' ένα άρθρο του: "Αυτό που κατέστησε τη χώρα άλυτο γρίφο είναι το πού επιτέλους ανήκει. Είναι χώρα της Ανατολής; Χαμένο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας; Βαλκανικό κρατίδιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα; Κληρονόμος του μεγαλύτερου πολιτισμού; Ιστορικό λάθος;" Αυτό που ισχυρίζεται ο Κωστής είναι εντούτοις αισιόδοξο καθώς βλέπει πως "στη διάρκεια της ιστορίας της η Ελλάδα πέτυχε να γίνει ευρωπαϊκή χώρα, κάτι που δεν ήταν απαραίτητα αυτονόητο", όπως όμως δεν μπορεί να είναι αυτονόητη και η συνέχεια αυτή. Εδώ φαίνεται πως συμφωνεί με την προηγούμενη διαπίστωση του Παπαγιώργη γράφοντας πως "η κατάκτηση του ευρωπαϊκού πεπρωμένου δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως κεκτημένο. Θα αποτελεί στο εξής μια διαρκή πρόκληση για τους Έλληνες" (σ. 869). Γιατί όμως "κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας" ως τίτλος; Επειδή, γράφει ο Κωστής, οι Έλληνες θεωρούν πως δικαιούνται ειδική μεταχείριση επειδή οι πρόγονοί τους θεμελίωσαν τον δυτικό πολιτισμό. Την ειδική αυτή μεταχείριση την είχαν, το γεγονός της συνεχούς επιβίωσης του ελλαδικού κρατιδίου μάλλον απροκάλυπτη έκπληξη προκαλεί παρά θαυμασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου