|
Μέλπω Αξιώτη: Δύσκολες Νύχτες Εκδόσεις Κέδρος (8η έκδοση) |
Δεν έχω καταφέρει να αντιμετωπίσω το συνειδησιακό μου πρόβλημα, όταν με κουράζει ένα βιβλίο να το παρατώ στην άκρη και είτε να το εγκαταλείπω δια παντός είτε να το ξαναρχίζω έπειτα από λίγο καιρό. Στα βιβλία πρέπει να δίνουμε μια δεύτερη ευκαιρία, ίσως και περισσότερες, όπως και στους ανθρώπους. Κάποια όμως, όσο έμπειροι αναγνώστες και αν είμαστε, είναι φύσει αδύνατο να συνεχιστεί η ανάγνωσή τους και σ' αυτό το σημείο δεν φταίει πάντα ο συγγραφέας- ίσως και ο αναγνώστης να μην έχει την κατάλληλη διάθεση ή τις αναγκαίες προσλαμβάνουσες ώστε να ευχαριστηθεί κάτι που του διαφεύγει συναισθηματικά. Έτσι, πολλές φορές ένιωσα την ανάγκη να παρατήσω, λίγο πριν φθάσω στη μέση, αλλά και αργότερα όσο το συνέχιζα και ένιωθα πως καταπιέζομαι, το βιβλίο "Δύσκολες Νύχτες" της Μέλπω Αξιώτη.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εννοήσω, το συγκεκριμένο βιβλίο έτυχε θερμής υποδοχής όταν εκδόθηκε το 1938 ενώ είχε γραφτεί ένα χρόνο νωρίτερα. Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή της 8ης έκδοσης των εκδόσεων "Κέδρος":
"Το πρωτοποριακό αυτό βιβλίο έγινε αμέσως αντικείμενο εγκωμιαστικών κριτικών αλλά και γενικού καγχασμού και πολεμικής".
Η Μέλπω Αξιώτη υπήρξε αγωνίστρια στις τάξεις του ΚΚΕ και το καιρό του εμφυλίου αυτοεξορίστηκε και γενικά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής στην εξορία, στη Γαλλία αλλά και στις ανατολικές χώρες.
|
Η Μέλπω Αξιώτη |
Να συμφωνήσουμε πώς πρόκειται για πρωτοποριακό βιβλίο καθώς δεν θυμάμαι κάποιον άλλο Έλληνα μυθιστοριογράφο να γράφει τόσο ελλειπτικά ή, ακόμα, και τόσο κουραστικά, Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξιώτη για τον σύγχρονο αναγνώστη ξενίζει και είναι δυσκολοχώνευτο, πολλές λέξεις που χρησιμοποιεί δεν χρησιμοποιούνται πλέον και η κατανόηση του κειμένου δυσκολεύει αφού απουσιάζει κάποιο σχετικό γλωσσάρι. Την εποχή που γράφτηκε την καταλάβαιναν καλύτερα; Δεν μπορώ να το γνωρίζω.Είναι καλή όμως στο να αναπαράγει τον μικρόκοσμο του νησιού της και να μεταφέρει στον αναγνώστη κάποιες εικόνες από την καθημερινότητα. Η κριτική ακόμα και σήμερα εκθειάζει τη γλώσσα και την γραφή της, το ελλειπτικό της ιδίωμα (
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=289561,
http://laconialive.gr/?p=13892), αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που εκλαμβάνεται ως πρωτοπορία ο εξεζητημένος ναρκισσισμός. Όταν απουσιάζουν οι χαρακτήρες και η καλοδουλεμένη ιστορία, εκεί βρίσκει καταφύγιο η περίπλοκη γλώσσα, αλλά η απουσία νοήματος και, κυρίως, καλοδουλεμένης πλοκής, δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το γλωσσικό όργανο που έγινε για να υπηρετεί την ιστορία και όχι το αντίστροφο. Το μόνο που θα μείνει από το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η αντίθεση επαρχιακής ζωής και ζωής στην πρωτεύουσα που επιχειρεί να αντιπαραθέσει η Αξιώτη. Ένα δυνατό απόσπασμα στο τέλος του βιβλίου ίσως μπορέσει να συγκινήσει ακόμα και σήμερα όσους διατηρούν ανάλογες μνήμες:
"Τάχατες με ποιό τρόπο μπορεί κανείς να θυμάται τον τόπο του; Με τον ασβέστη, τη μυρωδιά του καντηλιού στις εκκλησίες τ' απόγεμα, τον κατηφέ, όπως τα λένε κείνα τα κόκκινα λουλουδάκια σε βελούδο, και με τη φτώχεια. Έ; δεν είναι αλήθεια; πως αλλιώτικα γνώρισε κανένας τον τόπο του...-θυμάσαι μήπως εσύ τίποτ' άλλο; Και τώρα εφτάσαμε σ' ένα μέρος, αφού επαρπατήσαμε τόσο πολύ, όπου δεν απομένει άλλο να μας συγκινήσει, παρά το πολύ λίγο πράμα. Ένα βρώμικο ρούχο απλωμένο, το γκρεμισμένο παραθυρόφυλλο, είτε η μάνα σου π' 'όλη της τη ζωή κολλούσε τα χρυσά σειριτάκια- και το θυμάσαι πάντα,-στα παπαδίστικα που έραβε ο πατέρας σου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου