Η "Οικογένεια Μόσκατ" είναι το δεύτερο μεγάλο μυθιστόρημα (1950) που εξέδωσε ο νομπελίστας Ισαάκ Σίνγκερ, αυτός ο σπουδαίος και εξαιρετικά πρωτότυπος συγγραφέας, ο μοναδικός κάτοχος βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας που έγραφε στη γλώσσα γίντις. Στην ουσία πρόκειται για ένα εβραϊκό έπος. Όλοι οι πρωταγωνιστές του είναι Εβραίοι που ζούσαν στην Πολωνία, τη χώρα που φιλοξενούσε τον μεγαλύτερο αριθμό Εβραίων προπολεμικά και είχε, φυσικά, τις μεγαλύτερες απώλειες κατά την περίοδο της ναζιστικής θηριωδίας. Σε όλη την διαδρομή του το μυθιστόρημα παρακολουθεί την πορεία των τέκνων του Μεσουλάμ Μόσκατ, αυτού του γηραιού και πλούσιου Εβραίου επιχειρηματία, του παντρεμένου τρεις φορές αλλά γερά αφοσιωμένου στην πατροπαράδοτη πίστη των προγόνων του. Πρόκειται για μια τεράστια τοιχογραφία, ένα ηρωικό χρονικό μια οικογένειας στην Πολωνία ήδη προτού ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, και την εξέλιξη των μερών της ο Σίνγκερ αναπτύσσει μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ένας από τους πιο αντι-ήρωες που έχω συναντήσει σε μυθιστόρημα, ένας από τους εγγονός του πατριάρχη Μόσκατ, ο Άσα Χέσελ Μπάνετ. Ο Άσα Χέσελ είναι ο τύπος του περιπλανώμενου Ιουδαίου, αυτός που περιπλανιέται από την μια κοσμοϊδεολογία στην άλλη, οπαδός πάντως του Σπινόζα, από την μια ερωτική αγκάλη στην άλλη (οι ερωτικές περιπέτειες του είναι από τις πλέον γλαφυρές σε πάθος συναισθημάτων σε όλο το βιβλίο), αυτός που συνιστά τον τύπο του κλασικού εραστή της γνώσης την οποία αναζητά με τον ίδιο έρωτα όπως και την αγάπη της γυναίκας: "ο Άσα Χέσελ καταβρόχθισε όλα τα βιβλία με μια ρουφηξιά....κατάφερε να βρει τον δρόμο του μέσα στα Ρώσικα και τα Πολωνικά με τη βοήθεια του λεξικού, τα Λατινικά μέσα από την Βουλγκάτα που ο Ιεκουθιήλ είχε δανειστεί από τον ιερέα.....αλλά τα χρόνια περνούσαν και ο καρπός που προέκυψε από την έλλειψη πειθαρχίας του ήταν ελάχιστος. Διάβαζε δίχως σύστημα, φυλλομετρώντας εδώ κι εκεί. Τα αιώνια ερωτήματα δεν τον άφηναν ποτέ να ησυχάσει: Υπήρχε Θεός ή οτιδήποτε υπήρχε , ο κόσμος και τα έργα του ήταν μηχανικά και τυφλά; Είχε ευθύνες ο άνθρωπος ή δεν έδινε λογαριασμό σε καμιά υπέρτερη δύναμη; Ήταν η ψυχή αθάνατη ή ο χρόνος θα οδηγούσε όλα τα πράγματα στη λήθη;" Από αυτά τα εισαγωγικά που μας δίνει ο Σίνγκερ για τον πρωταγωνιστή του συνειδητοποιούμε τι θα επακολουθήσει, καθώς σ' αυτά τα ερωτήματα ο περιπλανώμενος Ιουδαίος απαντά όχι με τελεσίδικες απαντήσεις (ο Άσα Χέσελ, εκτός των άλλων, είναι και αρκετά λιγομίλητος στο βιβλίο ) αλλά με την περιπλάνηση του.
Ο Μόσκατ φεύγει γρήγορα από το προσκήνιο πικραμένος από τον συγγενικό του περίγυρο: "Είχα δύο γυναίκες, επτά παιδιά, μοίρασα προίκες, υποστήριξα γαμπρούς. Εκατομμύρια μου κόστισαν! Και τι αποκόμισα από όλ' αυτά; Ένα τσούρμο εχθρούς, λαίμαργους, παράσιτα. Πόσο υπέροχη η γενιά που γέννησα!". Η γενιά μετά τον Μόσκατ δεν είχε τις ίδιες διαθέσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της παράδοσης και της πίστης στα προγονικά έθιμα. Κάποιοι βέβαια συνέχισαν αλλά δεν υπήρχε ενιαία αντίληψη. Την ίδια στιγμή γινόμαστε μάρτυρες του αγώνα επιβίωσης του εβραϊκού στοιχείου ανάμεσα σε ξένες δυνάμεις που όταν ξεσπά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος καθίστανται ύποπτοι καθώς ακόμα και αν διαλέξουν στρατόπεδο για να πολεμήσουν παραμένουν ξένοι, μια κοινωνία και μια κοινότητα με αρχαϊκές ρίζες την οποία συμπιέζουν δύο αντίθετοι και εχθρικοί πολιτισμοί, αυτός της δυτικής Πολωνίας και της ανατολικής Ρωσίας. Πανάρχαιες κοινότητες οι οποίες όμως παρέμεναν στα μάτια πολλών εξωτικές και άγνωστες: "Στους γάμους τους αυτοί οι άνθρωποι έκλαιγαν σαν να βρίσκονταν σε κηδεία. Διάβαζαν τα βιβλία τους από τα δεξιά προς τα αριστερά. Το τμήμα της Βαρσοβίας στο οποίο διέμεναν έμοιαζε λίγο με Βαγδάτη που είχε μεταφυτευτεί στο Δυτικό Κόσμο.....Για ποιό λόγο ήταν αυτός ο λαός που έδωσε στον κόσμο τον Μωυσή, τον Δαβίδ, τους προφήτες, τον Ιησού, τους αποστόλους, τον Σπινόζα, τον Κάρολο Μαρξ;"
Ίσως ο πιο όμορφος ορισμός του εβραϊκού λαού είναι αυτός: "Ένας λαός που δεν μπορεί να αποκοιμηθεί και δεν αφήνει κανέναν άλλο λαό να κοιμηθεί". Διάβαζα με μανία το μυθιστόρημα του Ισαάκ Σίνγκερ, θυσιάζοντας εν μέρει κάποιες ώρες ύπνου, αποδεχόμενος την κατάρα του εβραϊκού λαού και των παραδόσεων του. Ο Άσα Χέσελ είναι σπινοζιστής, βέβαια, και το τέλος του βιβλίου θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, το φρικτό τέλος της "Καρδιάς του Σκότους" του Κόνραντ, και αυτό υποδείχνει την απαισιόδοξη οπτική του Σίνγκερ έναντι της ιστορίας. Ποιός είναι κατά βάθος ο Εβραίος; Ποιός είναι ο Άσα Χέσελ; Η απάντηση είναι κοινή: "Υπήρχε κάτι φευγαλέο στα χαρακτηριστικά του, κάτι απροσδιόριστο....Ήταν ένας απ' αυτούς που οφείλουν να υπηρετούν τον Θεό αλλιώς θα πεθάνουν. Είχε εγκαταλείψει τον Θεό, και εξαιτίας αυτού ήταν νεκρός- ένα ζωντανό σώμα με μια νεκρή ψυχή". Η μοίρα του εβραϊκού λαού που οδήγησε τον Λυτρωτή στον Σταυρό, καταδικάζοντας έτσι τον εαυτό του σε μια αιώνια περιπλάνηση, από τον Σπινόζα στον Μαρξ, από την Ευρώπη στην Αμερική, από τη μια ιδεολογία στην άλλη, ποτέ αναπαυμένος, πάντα ανήσυχος, προδομένος ή προδοτικός, σαν την αιώνια αμφισημία που διακατέχει τον Άσα Χέσελ έναντι των γυναικών με τις οποίες συνδέεται, εγκαταλείπει ή προδίδει. Ένα απαιτητικό μυθιστόρημα.
Ο Μόσκατ φεύγει γρήγορα από το προσκήνιο πικραμένος από τον συγγενικό του περίγυρο: "Είχα δύο γυναίκες, επτά παιδιά, μοίρασα προίκες, υποστήριξα γαμπρούς. Εκατομμύρια μου κόστισαν! Και τι αποκόμισα από όλ' αυτά; Ένα τσούρμο εχθρούς, λαίμαργους, παράσιτα. Πόσο υπέροχη η γενιά που γέννησα!". Η γενιά μετά τον Μόσκατ δεν είχε τις ίδιες διαθέσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της παράδοσης και της πίστης στα προγονικά έθιμα. Κάποιοι βέβαια συνέχισαν αλλά δεν υπήρχε ενιαία αντίληψη. Την ίδια στιγμή γινόμαστε μάρτυρες του αγώνα επιβίωσης του εβραϊκού στοιχείου ανάμεσα σε ξένες δυνάμεις που όταν ξεσπά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος καθίστανται ύποπτοι καθώς ακόμα και αν διαλέξουν στρατόπεδο για να πολεμήσουν παραμένουν ξένοι, μια κοινωνία και μια κοινότητα με αρχαϊκές ρίζες την οποία συμπιέζουν δύο αντίθετοι και εχθρικοί πολιτισμοί, αυτός της δυτικής Πολωνίας και της ανατολικής Ρωσίας. Πανάρχαιες κοινότητες οι οποίες όμως παρέμεναν στα μάτια πολλών εξωτικές και άγνωστες: "Στους γάμους τους αυτοί οι άνθρωποι έκλαιγαν σαν να βρίσκονταν σε κηδεία. Διάβαζαν τα βιβλία τους από τα δεξιά προς τα αριστερά. Το τμήμα της Βαρσοβίας στο οποίο διέμεναν έμοιαζε λίγο με Βαγδάτη που είχε μεταφυτευτεί στο Δυτικό Κόσμο.....Για ποιό λόγο ήταν αυτός ο λαός που έδωσε στον κόσμο τον Μωυσή, τον Δαβίδ, τους προφήτες, τον Ιησού, τους αποστόλους, τον Σπινόζα, τον Κάρολο Μαρξ;"
Ίσως ο πιο όμορφος ορισμός του εβραϊκού λαού είναι αυτός: "Ένας λαός που δεν μπορεί να αποκοιμηθεί και δεν αφήνει κανέναν άλλο λαό να κοιμηθεί". Διάβαζα με μανία το μυθιστόρημα του Ισαάκ Σίνγκερ, θυσιάζοντας εν μέρει κάποιες ώρες ύπνου, αποδεχόμενος την κατάρα του εβραϊκού λαού και των παραδόσεων του. Ο Άσα Χέσελ είναι σπινοζιστής, βέβαια, και το τέλος του βιβλίου θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, το φρικτό τέλος της "Καρδιάς του Σκότους" του Κόνραντ, και αυτό υποδείχνει την απαισιόδοξη οπτική του Σίνγκερ έναντι της ιστορίας. Ποιός είναι κατά βάθος ο Εβραίος; Ποιός είναι ο Άσα Χέσελ; Η απάντηση είναι κοινή: "Υπήρχε κάτι φευγαλέο στα χαρακτηριστικά του, κάτι απροσδιόριστο....Ήταν ένας απ' αυτούς που οφείλουν να υπηρετούν τον Θεό αλλιώς θα πεθάνουν. Είχε εγκαταλείψει τον Θεό, και εξαιτίας αυτού ήταν νεκρός- ένα ζωντανό σώμα με μια νεκρή ψυχή". Η μοίρα του εβραϊκού λαού που οδήγησε τον Λυτρωτή στον Σταυρό, καταδικάζοντας έτσι τον εαυτό του σε μια αιώνια περιπλάνηση, από τον Σπινόζα στον Μαρξ, από την Ευρώπη στην Αμερική, από τη μια ιδεολογία στην άλλη, ποτέ αναπαυμένος, πάντα ανήσυχος, προδομένος ή προδοτικός, σαν την αιώνια αμφισημία που διακατέχει τον Άσα Χέσελ έναντι των γυναικών με τις οποίες συνδέεται, εγκαταλείπει ή προδίδει. Ένα απαιτητικό μυθιστόρημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου