Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Ισλανδία και Βιβλίο

Οι Ισλανδοί δεν είναι μονάχα η ομάδα έκπληξη του Euro 2016 αλλά και φανατικοί αναγνώστες όπως διαβάζουμε την σχετική καταχώρηση στην Wikipedia για την Ισλανδία:

"Οι Ισλανδοί είναι λαίμαργοι καταναλωτές της λογοτεχνίας, έχοντας τον μεγαλύτερο αριθμό, αναλογικά με το πληθυσμό, βιβλιοπωλείων παγκοσμίως. Για το μέγεθος της η Ισλανδία εισάγει και μεταφράζει περισσότερη διεθνή λογοτεχνία από κάθε άλλο έθνος. Η Ισλανδία επίσης έχει τις υψηλότερες κατά κεφαλή εκδόσεις βιβλίων και περιοδικών, και γύρω στο 10% του πληθυσμού θα εκδώσει ένα βιβλίο στη ζωή του".






Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Σίνκλαιρ Λιούις: Μπάμπιτ

Το 1922 δημοσιεύεται ο Μπάμπιτ, και το 1930 ο Σίνκλαιρ Λιούις λαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, οπότε αυτό το βιβλίο συνιστά έναν αποφασιστικό σταθμό στην απόφαση βράβευσης του αμερικάνου συγγραφέα.

Ποιός ήταν ο κύριος Μπάμπιτ; Με τα χαρακτηριστικά λόγια του Λιούις στην αρχή του βιβλίου αποκτούμε την πρώτη επαφή μαζί του: 

"Το όνομά του ήταν Τζωρτζ Φ. Μπάμπιτ. Ήταν σαράντα έξι χρονών τώρα, τον Απρίλιο του 1920, και δεν είχε καμιά ιδιαίτερη ασχολία, δεν έφτιαχνε ούτε βούτυρο, ούτε υποδήματα, ούτε ποίηση, αλλά ήταν επιδέξιος στην πώληση σπιτιών σε μεγαλύτερη τιμή απ' αυτή που μπορούσε ο κόσμος να διαθέσει προς αγορά".

Ο μεσίτης Μπάμπιτ είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και μαζί μ΄αυτόν μια ολόκληρη κοινωνική τάξη και μια νοοτροπία της αμερικανικής ζωής στις αρχές του 20ου αιώνα, και όπως κάθε μεγάλος συγγραφέας, έτσι και ο Λιούις μας βοηθά ν' ανιχνεύσουμε την συμπεριφορά και την λογική του λευκού αμερικάνου μικροαστού, ο οποίος ενδέχεται σήμερα, ο διάδοχος του Μπάμπιτ, να είναι και ψηφοφόρος του Ντόναλντ Τραμπ.
Η ζωή του Μπάμπιτ είναι η εργασία του και η ηθική που αυτή συνεπάγεται είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Είναι ο Μπάμπιτ, στην συντηρητική πόλη Ζενίθ όπου ζει και εργάζεται, ένα πρότυπο, ή θέλει ν' αποτελεί ένα πρότυπο για την οικογένεια του και τον κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρο που αποτελείται από επιτυχημένους ανθρώπους. Ο Λιούις περιγράφοντάς τον φέρνει στα μάτια μας όχι απλά έναν ιδιαίτερο τύπο, αλλά έναν αμερικάνικο ιδεότυπο: "Ήταν, μέχρι τα μπούνια, ο τέλειος προϊστάμενος γραφείου, ένας καλοζωισμένος άνδρας με το αρμόζον μαλακό καφετί καπέλο και τα άνευ σκελετού γυαλιά, καπνίζοντας ένα μακρύ πούρο και οδηγώντας ένα καλό όχημα κατά μήκος ενός ημι-προαστιακού άλσους".

Ο Μπάμπιτ έχει ένα σκοπό, να κερδίζει χρήματα. Για τον σκοπό αυτό οργανώνεται στο Εμπορικό Επιμελητήριο της πόλης του προκειμένου να αντιμερωπίσει τον ριζοσπαστικό συνδικαλισμό των εργαζομένων που προκαλεί αταξία. Ο Μπάμπιτ είναι ηθικό πρότυπο, διέπεται από τις αξίες της εργατικότητας, της εγκράτειας (αποχή από το αλκοόλ- όσο μπορεί τουλάχιστον!), της πληρωμής των χρεών του και της συνεισφοράς προς την εκκλησία.
Σίνκλαιρ Λιούις
Είναι όμως ευτυχισμένος; Το αμερικάνικο όνειρο του Μπάμπιτ αρχίζει να ξεθωριάζει όταν πηγαίνει μια εκδρομή στο Μαίην με τον κολλητό του φίλο Πωλ, κι εκεί ατενίζοντας την ομορφιά της φύσης, μακριά μάλιστα από τις ανάγκες της οικογένειά του, αρχίζει να καταλαβαίνει πως η ελευθερία έχει πολλές όψεις. Τούτη η ελευθερία για τον Μπάμπιτ είναι η σύναψη ενός εξωσυζυγικού δεσμού καθώς και η υιοθέτηση μιας ριζοσπαστικής και φιλελεύθερης ιδεολογίας που έρχεται σε αντίθεση με τον συντηρητισμό που βίωνε ως τότε, αλλά και πάλι παρά την περιπλάνησή του αυτή, θα καταλήξει στην συζυγική οικία αντιλαμβανόμενος πως η προσωπική του ελευθερία όταν συγκρούεται με την συμβατική ζωή του ως οικογενειάρχη, ανθρώπου εργατικών αρετών και μιας συντηρητικής ωφελιμιστικής θεώρησης, μόνο τραγωδία μπορεί να επιφέρει.

Ο Μπάμπιτ εγκαταλείποντας τον ριζοσπαστισμό του θα γίνει μέλος της Ένωσης των Καλών Πολιτών, μια συλλογική έκφραση του αμερικάνικου ηθικού κώδικα της μεσαίας τάξης. Λέει τόσο χαρακτηριστικά ο Λιούις: "Όλοι τους συμφωνούσαν πως οι εργατικές τάξεις πρέπει να παραμείνουν στη θέση τους, και όλοι τους αντιλαμβάνονταν πως η Αμερικάνικη Δημοκρατία δεν εξυπονοούσε οποιαδήποτε ισότητα πλούτου, αλλά επιζητούσε την απόλυτη ενότητα σκέψης, αμφίεσης, ζωγραφικής, ηθών και λεξιλογίου". Παρά την υποταγή του Μπάμπιτ, στο τέλος του βιβλίου μια αχτίδα φωτός, μια έκλαμψη του παλιού ριζοσπαστιμού του φαίνεται στον τρόπο που καθοδηγεί τον γιό του Τεντ να είναι ο εαυτός του και όχι ένας κομφορμιστής που θα υποκύπτει στις απαιτήσεις των άλλων.

Ο Μπάμπιτ του Σίνκλαιρ Λιούις αντιμετώπισε δριμεία κριτική καθώς πολλοί ήσαν αυτοί που δεν αναγνώρισαν τον Μπάμπιτ ως ένα καθολικό αμερικάνικο πρότυπο μεσοσαστού. Σήμερα όμως μπροούμε ν' αναγνωρίσουμε στο πρόσωπό του τον βασικό στυλοβάτη των αξιών του λευκού αμερικάνου ανθρώπου της μεσαίας τάξης που αγωνίζεται να πετύχει επαγγελματικά και να είναι πιστός στην αρχή της οικογένειας και της συζυγικής πίστης, αλλά αποτυγχάνει όταν ο κομφορισμός γίνεται τρόπος ζωής. Μια σπίθα αρκεί για την έκρηξη. Μπορεί να ειπωθεί πως είναι ο Μπάμπιτ ένα Bildungsroman του επαγγελματία αμερικάνου πολίτη, κάπως ανολοκλήρωτο όμως μιας διαρκεί πολύ λίγο η μαθητεία του σε αντικομφορμιστικές αξίες- ο πωλητής Μπάμπιτ επιστρέφει σ' αυτό που ήξερε καλά:

"Τότε πηγαίνει ευτυχισμένος για ύπνο, με τη συνείδηση του καθαρή, έχοντας συνεισφέρει τον οβολό του για την ευημερία της πόλης και για τον προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό". 

Ο Μπάμπιτ, ένας καθημερινός τραγικός ήρωας της αμερικάνικης μεσαίας πόλης, ένας εν δυνάμει ψηφοφόρος του Τραμπ.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Ιερομόναχος Γρηγόριος: Η Θεία Ευχαριστία και η Θεία Κοινωνία

Έκδοση Δόμος, 2001
Επίκεντρο της ζωής του Χριστιανού είναι η μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας και ειδικότερα στο μυστήριο των μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία. Ο σκοπός της ύπαρξης της εν Χριστώ ζωής είναι η όσο το δυνατό συχνότερη Θεία Κοινωνία η οποία όμως προϋποθέτει κάποιες αξιώσεις πνευματικότητας, προσοχής και εγρήγορσης εκ μέρους του πιστού.

Ο αγιορείτης Ιερομόναχος Γρηγόριος του Κουτλουμουσιανού Κελλίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μας έχει δώσει εξαιρετικά συγγράμματα πνευματικής καλαισθησίας που αναδεικνύουν διάφορες όψεις της χριστιανικής πίστης. Το συγκεκριμένο περιγράφει, όσο είναι δυνατό αυτό, τους αναβαθμούς της Θείας Λειτουργίας η οποία κορυφώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και τη συνακόλουθη άξια συμμετοχή των πιστών σ' αυτό. 

Κατάφορτο από βιβλικές παραπομπές και πατερικές αναφορές, το βιβλίο του Ιερομονάχου Γρηγορίου αποτελεί μια ουσιαστική βάση για στοχασμό και εσωτερική ανακεφαλαίωση από την πλευρά του πιστού για τον σκοπό της ύπαρξης του, είναι μια υπενθύμιση του ρεαλιστικού χαρακτήρα της χριστιανικής ζωής η οποία συνίσταται στην βρώση του σώματος του Χριστού και στην πόση του  αίματός του- τίποτα λιγότερο απ' αυτό. Η άξια συμμετοχή στην Θεία Κοινωνία πρέπει να συνιστά τη μόνη μέριμνα του χριστιανού. Επίσης πολύ σημαντική είναι η συνεισφορά του βιβλίου στο ότι διαλύει πλάνες, δυστυχώς επικρατούσες ακόμη ανάμεσα σε κύκλους πιστών, όπως λ.χ. η εθιμοτυπική και σπάνια προσέλευση στο Άγιο Ποτήριο. Λέει συγκεκριμένα κάπου: "Ο ιερός Χρυσόστομος καταδικάζει με τα αυστηρότερα λόγια μια συνήθεια την οποία έχουν ακόμη και σήμερα οι χριστιανοί: Να κοινωνούν μόνον στις μεγάλες εορτές, ανεξάρτητα από το εάν είναι προετοιμασμένοι ή όχι για τη θεία Κοινωνία.  Οι χριστιανοί αυτοί νομίζουν ότι αν κοινωνήσουν μόνο μία φορά το χρόνο χωρίς εξομολόγηση και πραγματική μετάνοια για τις αμαρτίες τους δεν καταδικάζονται γι' αυτό". 

Είναι επιτακτική, λοιπόν, η συχνή μετοχή στο μυστήριο, με τις προϋποθέσεις που κανόνισαν οι άγιοι Πατέρες οι οποίοι παρέχουν τον ασφαλή οδηγό για τη βίωση της χριστιανικής ζωής στην πληρότητά της. Με το βιβλίο αυτό ξεκαθαρίζονται πολλά μυθεύματα γύρω από το τόσο σημαντικό αυτό θέμα γιατί περιέχει την θεολογία της Εκκλησίας, την απλανή διδασκαλία που καθοδηγεί σωστά τους πιστούς. Όσο δύσκολη κι αν είναι αυτή η προσπάθεια αξίζει να το προσπαθήσει κανείς, να αξιωθεί δηλαδή κάποτε να κοινωνήσει αξίως των αχράντων μυστηρίων.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Ονορέ ντε Μπαλζάκ: Σαραζίν

Εκδόσεις Στερέωμα, Μετάφραση Κώστας Κατσουλάρης
Η νέα έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Στερέωμα της μικρής αυτής νουβέλας του Μπαλζάκ αξίζει να διαβαστεί γιατί πέρα από την ικανοποιητική απόδοση στα ελληνικά προσφέρει και ένα καλοδουλεμένο επίμετρο του μεταφραστή Κ.Κατσουλάρη το οποίο επεξηγεί στον αναγνώστη διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις της εμβληματικής ιστορίας του Μπαλζάκ.

Η κριτική και η ερμηνεία ενός έργου δεν σταματά ποτέ παρά μόνο αν σταματήσει να διαβάζεται. Ο Σαραζίν, ένας γλύπτης, ερωτεύεται μια τραγουδίστρια της όπερας, τη Ζαμπινέλα, αλλά τα φαινόμενα δεν είναι η πραγματικότητα. Ο Σαραζίν ξεγελιέται από το φαινόμενο διότι στο νου του έχει σχηματίσει μια ιδέα περί ιδανικής ομορφιάς την οποία "είχε ως τότε αναζητήσει εδώ κι εκεί στη φύση", αλλά την ανακαλύπτει στην ομορφιά της Ζαμπινέλα.

Πρώτο πράγμα που μας στενοχωρεί στην νουβέλα είναι ο αδάμαστος πλατωνισμός του Σαραζίν, όταν ανακαλύπτει την αλήθεια πίσω από την αληθινή φύση της Ζαμπινέλα: "Κάθε φορά που θα βλέπω μια πραγματική γυναίκα θα σκέφτομαι συνέχεια αυτήν, μια φανταστική.....στο μυαλό μου θα έχω πάντοτε μια ουράνια άρπυια που θα έρχεται και θα χώνει τα νύχια της σε όλα τα αντρικά μου συναισθήματα και θα σημαδεύει όλες τις άλλες γυναίκες με μια σφραγίδα ατέλειας".

Ο πλατωνισμός είναι αυτός που δεν αφήνει τον Σαραζίν να χαρεί την πραγματικότητα της Ζαμπινέλα πέρα από την φαινομενική εξαπάτηση του φύλου της. Εκείνη, όντας πιο προσγειωμένη στην πραγματικότητα και παρά την εθελούσια συμμετοχή της στην εξαπάτηση, είναι πιο επιφυλακτική απέναντι στα αισθήματα του Σαραζίν. Αναζητώντας με πάθος το απόλυτο, ο Σαραζίν θα οδηγηθεί στην καταστροφή διότι, πέρα από την.  πληγή στα αισθήματα του, η αλήθεια που αποκαλύπτεται επιφέρει την αμφισβήτηση και της καλλιτεχνικής του υπόστασης, κλονίζει την Ιδέα μέσα του και γι' αυτό αγανακτεί μόλις μαθαίνει την αλήθεια: "Πιστεύεις ότι μπορείς να κοροϊδέψεις το μάτι του καλλιτέχνη;"

Μία από τις αναφορές στο επίμετρο της έκδοσης, αλλά δυστυχώς δεν αναλύεται περισσότερο, λέει πως "δεν είναι λίγες τα τελευταία χρόνια οι αναλύσεις που "διαβάζουν" τον Σαραζίν μέσα από μια γκέι προοπτική"- νομίζω όμως πως η απογοήτευση του Σαραζίν για το πραγματικό φύλο της Ζαμπινέλα αποτελεί κριτική για την απώλεια της ενότητας που θα προσέφερε η σχέση άνδρα-γυναίκας αν καρποφορούσε η σχέση. Στα πλαίσια της αποδοχής της διαφορετικότητας είναι δυνατή και η αντίθετη ανάγνωση, ειδικά σήμερα όπου η γκέι ατζέντα αναδεικνύεται σε ναυαρχίδα κάθε μετανεωτερικής φιλολογίας. Είναι όμως εγγενής ιδιότητα ενός αριστουργηματικού έργου να προσφέρει πολλαπλές ερμηνείες ή να γεννά επιθυμίες για διαφορετικές και αντιφατικές προσεγγίσεις.



 

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος: Φθινόπωρο

Το 1917 κυκλοφόρησε το Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και γι' αυτό το βιβλίο ο χρόνος έχει αφήσει πάνω του τα σημάδια του, αν και η αναγνωστική εμπειρία που σου προσφέρει το συγκεκριμένο βιβλίο σ' αφήνει με την επιθυμία να διαβάσεις ακόμα περισσότερα πράγματα απ' αυτόν τον συγγραφέα για να τον γνωρίσεις καλύτερα.

Το εντυπωσιακό στοιχείο σ' αυτήν την έκδοση δεν είναι το κείμενο του Χατζόπουλου αυτό καθ' αυτό, αλλά το εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης της "Σύγχρονης Εποχής" (2013) απ' όπου και διάβασα το βιβλίο.  Λέει κάπου ο συγγραφέας του εν λόγω σημειώματος, απηχώντας φυσικά την εκδοτική ιδεολογία της "Σύγχρονης Εποχής":

"Είναι αλήθεια ότι το Φθινόπωρο αποτελεί σημαντικό επίτευγμα της ελληνικής πεζογραφίας. Είναι όμως το ίδιο φανερή κι η ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα του. Πίσω από τη "μαγεία", τη "γοητεία", τη μελαγχολία", την "ποίηση", και τη δήθεν "αδυναμία να κατανοηθεί με τη λογική", το Φθινόπωρο ενσαρκώνει την γκρίζα πραγματικότητα, την άνανθη, την άσκοπη, τη θρυμματισμένη ψυχική κατάσταση, την άδικη και παράλογη διάρθρωση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας".

Κ. Χατζόπουλος
Είναι εντυπωσιακό πόσο παραμορφωτικά μπορεί να διαβαστεί ένα κείμενο και ν' αποδοθούν προθέσεις σ΄έναν συγγραφέα ο οποίος, σύμφωνα με την ανάλυση του εκδότικού οίκου "Σύγχρονη Εποχή" υπήρξε οπαδός του σοσιαλισμού και βοήθησε στη διάδοση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στην χώρα του. Από το κείμενο, ωστόσο, του Φθινοπώρου δεν συνάγεται από πουθενά ότι ο συγγραφέας καταφέρεται εναντίον της "παράλογης διάρθρωσης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας". Ίσως να ήθελε να γράψει ένα ρομαντικό αφήγημα, χρησιμοποιώντας το υπερβατικό στοιχείο της φύσης και των υπαινικτικών εκφράσεων των χαρακτήρων του προκειμένου να προσδώσει μια καταθλιπτική και ατελέσφορη ερωτική ιστορία, αυτή του Στέφανου και της Μαρίκας,  μέσα σ' ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η χαμηλών τόνων εχθρότητα. Αυτό είναι το επίτευγμα του Χατζόπουλου και όχι η καταδίκη των εκμεταλλευτικών μορφών της κοινωνίας όπου ζούσε. 

Στο μυθιστόρημα αυτό δεν υπάρχουν ούτε όμορφες στιγμές, ούτε όμορφες εικόνες αλλά η επικράτηση ενός ανολοκλήρωτου πνεύματος, ανολοκλήρωτων συναισθημάτων και μιας υπόκωφης καχυποψίας από τη μεριά των συγγενών οι οποίοι, κατά την γνώμη μου, συνιστούν και τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες λόγω των υπαινικτικών βλεμμάτων και της εξ απαλών ονύχων εκδηλώμενης κακίας.  Είναι ένα ανάγνωσμα που σου αφήνει μια στυφή γεύση, η έλλειψη πλοκής δεν μπορεί να αντικατασταθεί μόνο από την περιγραφή ωραίων ψυχικών ή φυσικών εικόνων- η ακινησία και η μουντάδα του φθινοπώρου ως εποχής, το μεταβατικό στάδιο που αυτό σημαίνει, εκδηλώνεται σε κάθε σελίδα του Χατζόπουλου δημιουργώντας ανάλογα αποπνικτικά αισθήματα και στον αναγνώστη.



 

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Ουμπέρτο Έκο: Η Μυστηριώδης Φλόγα της Βασίλισσας Λοάνα

Ο Γιάμπο χάνει τη μνήμη του αλλά αυτό είναι το λιγότερο κακό που παθαίνει διότι έτσι του συμβαίνει κάτι εντελώς αναπάντεχο, σαν ένα δώρο της τύχης που δεν το περίμενε κανείς: ανακαλύπτει τη ζωή σαν λογοτεχνία, και τη λογοτεχνία σαν ζωή. 

Αρχίζει να θυμάται τα ουσιώδη. Τελείως διαφορετικά απ' αυτά που θα νόμιζε κάποιος: "Φτάνει, φτάνει. Δείχνετε να θυμάστε όλα όσα μαθαίνει κανείς διαβάζοντας ή ακούγοντάς τα, αλλά όχι εκείνα που έχουν σχέση με τις άμεσες εμπειρίες σας. Ξέρετε ότι ο Ναπολέων ηττήθηκε στο Βατερλό, αλλά προσπαθήστε να μου πείτε αν θυμάστε τη μητέρα σας".  Έτσι λοιπόν ο Γιάμπο βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να πάψει να θυμάται γεγονότα που αφορούν την επιφάνεια της ζωής του, και ν' αρχίσει την περιδίνηση του στον κόσμο των εντυπώσεων της παιδικής ηλικίας του όπου κυριαρχούν τίτλοι βιβλίων, κόμικς, ηπερήρωες, ένας παράλληλος κόσμος φαντασίας.

"Αυτά όλα τα πράγματα τα συγκεντρώνει η μνήμη μέσα στην τεράστια σπηλιά της, στις μυστικές και άφατες πτυχές της, στο τεράστιο ανάκτορο της μνήμης μου έχω μαζί τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, εκεί συναντώ και τον ίδιο μου τον εαυτό" (σ. 51)

Ο Έκο μας μεταφέρει, εμάς μαζί με τον Γιάμπο, στα φαντάσματα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας όπου τα γεγονότα αξιολογούνται υπό το φως της επιθυμίας να ξαναζήσουμε την εποχή εκείνη ως διαδοχική σειρά εικόνων, λέξεων και ιστοριών. Ο Γιάμπο, βέβαια, είναι τυχερός που έχει φυλάξει τα αντικείμενα της παιδικής του ηλικίας σε κάποια σοφίτα, σε κάποια παλιά κιβώτια κι έτσι τα ανακαλεί και πάλι, ο θησαυρός έρχεται στο φως. Ο σκοπός του αναφέρεται λίγο παρακάτω: "Ήταν η επινόηση, η εικασία που έστησα στα εξήντα μου γύρω από τα όσα θα μπορούσα να είχα σκεφθεί στα δέκα μου. Ελάχιστο αν ήθελα να πω "ξέρω ότι έτσι έγιναν τα πράγματα" , αλλά αρκετό για να συνοψίσω, σε φύλλα παπύρου, αυτό που πιθανόν ένιωσα τότε".

Αν δεν σ' αρέσουν τα βιβλία, αν δεν έχεις ζήσει, στο μέτρο που σ' αναλογεί, παρόμοια παιδική και εφηβική ζωή σαν κι αυτή του Έκο, βουτηγμένος σε κάθε είδους έντυπο που έπεφτε στα χέρια σου, αν δεν είχες τη μανία της συλλογής βιβλίων, κόμικς, περιοδικών, αυτό το βιβλίο του Έκο δεν θα σου πει πολλά πράγματα γιατί είναι ένα βιβλίο που ενώ η λογοτεχνική του αξία όσον αφορά την πλοκή είναι πολύ φτωχή, εντούτοις καταφέρνει να σου δημιουργεί άπειρα συναισθήματα νοσταλγίας, αλλά και να σου δίνει αξία σ' αυτό που έμαθες να κάνεις ίσαμε σήμερα, δηλαδή:

"Να κάνω τη βιβλιομανία του τον δικό μου ασυνήθιστο τρόπο διαφυγής από τον κόσμο".  

Πόση χαρά αισθάνομαι όταν πηγαίνω στο σπίτι ενός φίλου μου, όταν βλέπω στη βιβλιοθήκη και και σε άλλα πονηρά μέρη όπως ανάμεσα στα συρτάρια και τη βάση ενός κομοδίνου, διάφορα βιβλία και αντικείμενα που τα είχα κι εγώ στην παιδική μου ηλικία αλλά εκείνος, πιο σοφός από μένα, τα διατήρησε, ίσως γιατί δεν ήθελε ποτέ να χάσει την εγγύτητα της σχέσης με την παιδική του ηλικία. Αλλά αν και τα έχασα από μπροστά μου, ξέρω ότι υπάρχουν κάπου και μπορώ να τα δω, το έλεος τους με καταδιώκει, ή όπως θα έλεγε πιο φιλοσοφημένα ο Έκο: "ζω σε μια ξεφτισμένη οντολογία. Έχω την ηγεμονική εξουσία να δημιουργώ τους δικούς μου θεούς και τις δικές μου Μητέρες" . (σ. 494)

Πραγματικά, μακαρία οδός.