Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Στήβεν Κινγκ: Ο,τι βρεις, δικό σου

Για τον "brother" G.M.


Το Finders Keepers που αποδόθηκε ευφυώς στα ελληνικά ως "Ο,τι βρεις, δικό σου" είναι το δεύτερο βιβλίο στην τριλογία με πρωταγωνιστή τον απόστρατο αξιωματικό της αστυνομίας Μπιλ Χότζες, αν και δεν είναι τόσο ο Χότζες και η ερευνητική του ομάδα που κλέβουν την παράσταση με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να φθάσουν στην αποκάλυψη του μυστηρίου που αντιμετωπίζουν (όλα γνωστά στον αναγνώστη εξ αρχής), αλλά οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες Πιτ Σάουμπερς και Μόρρις Μπέλαμι που βιώνουν με τραγικό ο καθένας τους τρόπο τη γοητεία που ασκεί η λογοτεχνία και το λογοτεχνικό κείμενο ως αξίες καθαυτές, ανεξάρτητες από τον δημιουργό τους.


Ο Στήβεν Κινγκ δεν είναι μόνο ο μαιτρ του τρόμου και του φανταστικού, πρωτόγνωρο φαινόμενο για συγγραφέα να είναι τόσο δημιουργικά παραγωγικός ύστερα από δεκάδες βιβλία, αλλά παραμένει ικανός να αναδημιουργεί τον εαυτό του, ξεφεύγοντας από κλισέ, ανακαλύπτοντας τη συνταγή του θρίλερ και της αγωνιώδους πλοκής σε ένα θέμα κατεξοχήν φιλοσοφικό όπως είναι η σχέση του καλλιτεχνικού δημιουργήματος με τον δημιουργό του και τον αποδέκτη που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο αναγνώστης.

Το βιβλίο είναι ευφυές γιατί πραγματεύεται τη δύναμη και τη δυνατότητα που έχει ένα λογοτεχνικό κείμενο, άρα και ο συγγραφέας του, να μεταλλάξει την προσωπικότητα του αναγνώστη. Πραγματεύεται, ακόμη, το δικαίωμα του αναγνώστη να' χει λόγο στην εξέλιξη του έργου αυτού, ειδικά όταν πρόκειται για μια σειρά βιβλίων και όχι για αυτοτελές έργο, ένα δικαίωμα που φτάνει, στην περίπτωση του Κινγκ, ως την τρέλα και την απώλεια της συνείδησης που δεν ορρωδεί μπροστά στις άπειρες δυνατότητες που διανοίγει το έγκλημα προκειμένου ο αναγνώστης να αισθανθεί κύριος της ιστορίας του συγγραφέα.

Η διάβρωση που ασκεί στη συνείδηση ένα βιβλίο είναι θέμα γνωστό στη λογοτεχνία, και τελικά είναι θέμα αξεπέραστο δοθέντος της ισχύος που ασκεί ο λόγος ως κείμενο και της, κάποτε φανερής κάποτε λανθάνουσας, δυνατότητας αλλαγής του κόσμου. Στην ουσία ο κόσμος είναι ένα βιβλίο που γράφεται διαρκώς. Ο Κινγκ ανήκει στους μεγάλους συγγραφείς αυτού του κοσμικού βιβλίου καθώς εκτός από προβληματισμό και τροφή για σκέψη προσφέρει και αληθινή ψυχαγωγία.

H τρέλα που δονεί τον Σάουμπερς και τον Μπέλαμι για τα αδημοσίευτα γραπτά του συγγραφέα Ρόθστην εξηγείται μόνο με ερωτική φρασεολογία. Ο Κινγκ γράφει μια φράση κεντρική που εξακοντίζεται από το βιβλίο του σε ολόκληρο το αναγνωστικό σύμπαν περιγράφοντας καίρια την σχέση του βιβλίου με τον κάτοχό του: 

"Για όσους διαβάζουν βιβλία, μια από τις συναρπαστικές ανακαλύψεις στη ζωή είναι το γεγονός αυτό καθαυτό ότι διαβάζουν- όχι ότι απλώς μπορούν να το κάνουν, αλλά ότι γι' αυτούς το διάβασμα είναι έρωτας. Απελπισμένος έρωτας. Που τους συνεπαίρνει. Το πρώτο βιβλίο που οδηγεί σ' αυτήν την ανακάλυψη δεν ξεχνιέται ποτέ και κάθε σελίδα του φαίνεται να προσφέρει μια καινούργια αποκάλυψη, μια αποκάλυψη που τους καίει και τους χαρίζει αγαλλίαση".

Παρά τις αντιθέσεις τους και την σχηματική κατάταξή τους στα στρατόπεδα του καλού και του κακού για χάριν της ιστορίας, ο Πητ και ο Μόρρις μοιράζονται τον ίδιο έρωτα, κατανοεί ο ένας τον άλλον και γι' αυτό είναι "φτιαγμένοι" να φτάσουν ως τα απώτατα κοσμικά όρια, το έγκλημα δηλαδή, προκειμένου να χαρούν αυτόν τον έρωτα. Πιο ρομαντικός ο Μόρρις, οδηγείται αναπόδραστα στην απώλεια καταστρέφοντας συνάμα τα πάντα στο διάβα του τυφλωμένος από υψηλά ιδανικά τα οποία υπήρξαν μια παρηγοριά, ένα καταφύγιο, έναντι της ανυπόφορης πραγματικότητας. 

Ο Κινγκ προσφέρει απλόχερα ένα ακόμα page turner βιβλίο με γερές δόσεις σασπένς αλλά και σοβαρές σκέψεις για την σκοτεινή όψη της ζωής-ως-βιβλίο.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Παύλος Μάτεσις: Πάντα καλά

Μετά το αριστουργηματικό "Η Μητέρα του Σκύλου" σκεφτόμουν τι να άλλο να διαβάσω από Μάτεσι, και έτσι δίχως κάποιο σκοπό ή πρόγραμμα έπεσα, μετά από μια βόλτα σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, στο "Πάντα Καλά". Ένα αισθηματικό μυθιστόρημα όπως μας πληροφορεί ο υπότιτλός του.

Δεν χρειάζεται ένα βιβλίο να έχει υψηλή φιλοσοφία ή περισπούδαστα νοήματα για να έχει ενδιαφέρον, αρκεί να είναι καλογραμμένο και να περνάς καλά. Αρκεί να αισθάνεσαι πως και ο συγγραφέας πέρασε καλά γράφοντάς το για να σου μεταδώσει τούτη την ιλαρή αίσθηση και τη χαλαρή διάθεση. Το "Πάντα Καλά" δεν είναι ένα βιβλίο που θα το διαβάσεις και δεύτερη φορά, ανήκει λοιπόν σ' αυτό το είδος που αποστολή έχει να σε χαλαρώσει την ώρα εκείνη που γυρνάς τις σελίδες του. 

Ο Μάτεσις είναι ειδικός στο να πλάθει γυναικείους χαρακτήρες, με όλα τα γνωρίσματα του γυναικείου φύλου λεπτομερειακά δοσμένα, ακόμα και στην υπερβολή τους. Γιατί το βιβλίο είναι μια χιουμοριστική άσκηση στην υπερβολή και στην συμπεριφορική και λεκτική ασυδοσία γυναικών μιας λαϊκής συνοικίας που ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα μιλούν για τα πάθη, τις αδυναμίες και τους ανεκπλήρωτους έρωτες. Η ματιά του Μάτεσι αγκαλιάζει στοργικά όλο το γυναικομάνι του βιβλίου δημιουργώντας, εν τέλει, μια κατάσταση οικογενειακή, χαρακτήρες οικείους, σκωπτικούς, ατίθασους, προβληματικούς, γελοίους. 

Οι κατάστασεις διαδέχονται η μια την άλλη, τα επεισόδια ανάμεσα στις γυναίκες της γειτονιάς και τους διάφορους απίθανους άντρες που τις ερωτεύονται είναι καταγαιστικά. Το γλυκό και το πικρό αναμειγνύονται με ίσες δόσεις. Ο ρόλος του Μάτεσι, υποπτεύομαι, δεν είναι μονάχα να διασκεδάσει τον αναγνώστη, αφού πρώτα έχει διασκεδάσει με τους ρόλους που επινόησε ο ίδιος, αλλά και να τονίσει την ανθρώπινη διάσταση της γελοιότητας, να γίνει αποδεκτή η ανθρώπινη γελοιότητα με ιλαρή διάθεση. Αυτό αρκεί από τούτο το βιβλίο, η ζωντάνια του οποίου ξεχειλίζει σε κάθε σελίδα- όλες οι κυρίες ας είναι πάντα καλά!

Κώστα Κυριαζή: Ηράκλειος

Βιβλιοπωλείο της Εστίας (1998)
Το 1968 για το βιβλίο του "Ηράκλειος" ο Κώστας Κυριαζής τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Δεν είχα ξαναδιαβάσει Κώστα Κυριαζή, αλλά μετά αυτή την ανάγνωση θα το ξαναδιαβάσω, ελπίζω σύντομα. Δεν υστερεί σε τίποτα από άλλους Ευρωπαίους συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων- ειδικά για την περίοδο του Βυζαντίου, δεν πρέπει να υπάρχει άλλος καλύτερος ή πιο γλαφυρός. Υπάρχει βέβαια η "Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ" του Τερζάκη, αλλά αυτός δεν είναι συγγραφέας αποκλειστικά ιστορικών έργων για το Βυζάντιο, υπάρχει και ο Φινλανδός Μίκα Βαλτάρι, αλλά ο "Αιγύπτιος" με είχε απογοητεύσει και δεν προχώρησα πάρα πέρα.  Τον Γκάβριελ Κέι με το "Σαραντινό Ψηφιδωτό" δεν θέλω να τον αναφέρω καν καθώς κατά τη γνώμη μου πρόκειται για φαιδρή περίπτωση μιμητή, στην πρώτη του συγγραφική περίοδο, του Τόλκιν, ενώ στη συνέχεια έφτιαχνε δήθεν εναλλακτικούς κόσμους στηριζόμενος σε ιστορικά γεγονότα.

Ο Κυριαζής είναι παραστατικός, γλαφυρός, δεξιοτέχνης στη χρήση της γλώσσας, ξέρει και μπορεί να σε μεταφέρει πειστικά στην εποχή του Βυζαντίου, να σε κάνει παρατηρητή των μεγάλων γεγονότων που σημάδεψαν τη βασιλεία του Ηρακλείου. Δεν είναι όμως ένας απλός χρονικογράφος. Τα ιστορικά γεγονότα που όλοι γνωρίζουμε, τη νίκη επί των Αβάρων, τη σύνθεση του Ακάθιστου Ύμνου εξαιτίας αυτού του γεγονότος, τις μάχες με τους Πέρσες και τους μουσουλμάνους Άραβες, όλα αυτά παρουσιάζονται με ζωντανό τρόπο ενώπιον του αναγνώστη, όμως ο Κυριαζής μπαίνει βαθιά μέσα στην ψυχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου καταγράφοντας τους ενδοιασμούς, την αμφιταλάντευση και την αμφιβολία του για την εξουσία του και τη στρατηγική του. 

Κώστας Κυριαζής
Ο Ηράκλειος, στα μάτια του Κυριαζή, είναι ένας αυτοκράτορας βαθιά ανθρώπινος με πάθη και αδυναμίες- το μεγαλύτερο πάθος του είναι η Μαρτίνα, η ανηψιά του την οποία παντρεύεται σε πείσμα των αρχών της Εκκλησίας και ιδίως του Πατριάρχη Σεργίου ο οποίος, ωστόσο, επειδή διασθανόταν πως τα συμφέροντα της Εκκλησίας εξυπηρετούνται καλύτερα με τον Ηράκλειο στο θρόνο, κάνει τα στραβά μάτια δίνοντας έτσι προτεραιότητα στην πολιτική και όχι στην πνευματική διάσταση του θέματος, και τελικά δικαιώνεται. Ο Κυριαζής σκιαγραφεί θαυμάσια την πολιτική και εξουσιαστική σχέση που αναπτύσσει ο Ηράκλειος τόσο με την Εκκλησία όσο και με τα παιδιά που αποκτά με τη Μαρτίνα.  Τα πάντα είναι πολιτική.

-Σωστά το είπε ο Σέργιος, λέει ο Ηράκλειος. Ο Αύγουστος δεν φεύγει. Ο Αύγουστος θα πολεμήση τους εχθρούς της Πίστης μας!
-Ηράκλειε, η υπόσχεσή σου, φώναξε και η Μαρτίνα.
-Αύγουστε, δουλειές ανδρών είναι τούτες, έκανε αυστηρά ο Σέργιος......Αύγουστε, ντροπή σου, ύψωσε τη φωνή του ο Πατριάρχης. Δεν είσαι γεννημένος για να κυβερνιέσαι αλλά για να κυβερνάς! 

Από τις πιο χαρακτηριστικές, και ίσως επίκαιρες, σελίδες του βιβλίου είναι αυτές που ο Ηράκλειος έρχεται αντιμέτωπος με τη νέα θρησκεία που εμφανίζεται στο προσκήνιο, το Ισλάμ.  Οι πρώτες περιγραφές που παίρνει από τη νέα θρησκεία ανταποκρίνονται σ' αυτό που η κοινή συνείδηση των χριστιανών θεωρεί για την ουσία του Ισλάμ, ότι δηλαδή είναι ένας συγκερασμός δογμάτων και θεολογιών από διάφορες θρησκείες προσαρμοσμένες στην ψυχοσύνθεση του νομαδικού λαού των Αράβων. Διαβάζω με μεγάλη ευχαρίστηση τις εξής περιγραφές για τον ψευτοπροφήτη Μωάμεθ: "Κλέβει ό,τι τον συμφέρει από τα λόγια του Ιησού, ό,τι του κάνει από την Παλαιά Διαθήκη....Παίρνει απ' τους Οβρηούς το μονοθεϊσμό, από τους Αρειανούς το λόγο και το πνεύμα, από τους Νεστοριανούς την ανθρωπολατρεία". Την ίδια στιγμή όμως που παρουσιάζεται με τα αρνητικότερα χρώματα η νέα θρησκεία, εξαίρεται η πολεμαχαρής φύση της, ένα είδος προειδοποίησης για τους κατοπινούς αιώνες:  
"Αύγουστε, το θάνατο δεν τον φοβούνται. Σκοτώνονταν με το χαμόγελο στα χείλη. Φώναζαν το Θεό τους . Είναι βαθειά η πίστη τους, και στην πίστη, μόνο με πίστη μπορείς ν' αντιβγής".

Αναζητώντας σε κάθε βιβλίο πέρα από την αναγνωστική απόλαυση και ένα ηθικό θεμέλιο, η διαπίστωση αυτή του Κυριαζή που ασφαλώς απηχεί τις απόψεις εκείνης της εποχής έχει αξία και για τις μέρες μας καθώς το Ισλάμ φαίνεται πιο επιθετικό από ποτέ. Η αντιμετώπισή του ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει μονάχα με την επίκληση αντιμεταφυσικών αρχών και εννοιών όπως τα "ανθρώπινα δικαιώματα", η "δημοκρατία", ή εμμένοντας στην πολιτική της "πολυπολιτισμικότητας". Στην εποχή του Ηρακλείου αυτό το γνώριζαν, πως η μάχη κατά των άρθρων της μεταφυσικής πίστης που διέπει το Ισλάμ δεν μπορεί να γίνει, ούτε να εμπνεύσει, δίχως την αντίστοιχη επίκληση της πατρώας πίστης. Αυτό το μάθημα, προς το παρόν, δείχνει η Δύση να το λησμονεί. 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Ο καλύτερος βιογράφος του Κάφκα

Reiner Stach
Αν ο Μαξ Μπροντ υπήρξε ο πρώτος βιογράφος του Φραντς Κάφκα, ήταν και επιστήθιος φίλος του άρα γνώριζε πολλά για τη ζωή του από πρώτο χέρι, ο Reiner Stach χωρίς αμφιβολία αναδεικνύεται ο σημαντικότερος σύγχρονος βιογράφος του Κάφκα χάρη στην εντυπωσιακή τρίτομη βιογραφία η οποία είναι προϊόν πολύχρονης έρευνας. 



Γνωρίζουμε πολλά βέβαια για τη ζωή του τσεχοεβραίου συγγραφέα ήδη από τα Ημερολόγια και τις εκατοντάδες επιστολές που έχουν διασωθεί, αλλά η βιογραφία του Reiner Stach είναι τόσο λεπτομερής, ακολουθεί σαν σκιά τον συγγραφέα, αναζητά το αποτύπωμά του στα γραπτά ντοκουμέντα αλλά δεν μένει μόνο σ' αυτά, επιχειρεί να τον κατανοήσει στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής, τι σήμαινε να ζει ένας Εβραίος που έγραφε Γερμανικά στην πολυεθνική Πράγα στις αρχές του 20ου αιώνα.

Οι εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Princeton έχουν αναλάβει την αγγλική μετάφραση, φέτος θα κυκλοφορήσει και ο τελευταίος τόμος (αν και είναι ο πρώτος χρονικά), κι έτσι θα συμπληρωθεί το καφκικό παζλ, μέχρι να δούμε αν ύστερα από την απόφαση του Ισραηλινού δικαστηρίου για την δημοσιοποίηση ιδιωτικού αρχείου γραπτών του Κάφκα έρθουν στο φως νέα στοιχεία που θα τροποποιήσουν τα όσα ήδη γνωρίζουμε.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Στη νέα σχολική χρονιά: "Σ' ένα Γυμνάσιο Θηλέων" της Κατίνας Παπά

"Τις μεγαλύτερες ζημιές στη ζωή μας τις δημιουργεί η βλακεία, αυτή είναι η μεγαλύτερη συφορά για τον άνθρωπο, γιατί είναι και αγιάτρευτη" (καθηγήτρια Πελέκη).

 


Το ξεχασμένο μυθιστόρημα της Κατίνας Παπά "Σ' ένα Γυμνάσιο Θηλέων" που εκδόθηκε το 1959 και περιλαμβάνει την αυτοβιογραφική μαρτυρία της συγγραφέως, αφιερώνεται "στον εκάστοτε Υπουργό της Παιδείας".  

Θα ήταν χρήσιμο για τον κάθε Υπουργό Παιδείας να το ξεφύλλιζε προτού αρχίσει "επί χάρτου" να αποδομεί προκειμένου να ανασυνθέσει εκ νέου τον χώρο της Παιδείας και της Εκπαίδευσης.

Μπορεί κάποια απ' όσα γράφει η Παπά να είναι στη σημερινή εποχή αναχρονισμοί, ή να έχουν ξεπεραστεί από μια σχετική πρόοδο, αλλά το βιβλίο διατηρεί και τη δροσιά, και το γλυκόπικρο χιούμορ του, και την αναγνώριση της ηρωικής προσπάθειας ορισμένων εκπαιδευτικών που υπό δυσμενείς συνθήκες προσπάθησαν να μάθουν γράμματα στους μαθητές τους. Απ' αυτή την άποψη το βιβλίο είναι επίκαιρο και ο εκάστοτε Υπουργός θα πρέπει να το γνωρίζει.

Για την Παπά, το κέντρο της εκπαίδευσης είναι ο εμπνευσμένος δάσκαλος.  Ποιός, όμως, είναι ο καλός εκπαιδευτικός; "Έπρεπε να είναι ένας φυσικός και ανυπόκριτος άνθρωπος, δίχως καμιά απολύτως πόζα, δίχως υποκριτικές γλύκες και δίχως επίδειξη εμβρίθειας, και να φέρεται στα παιδιά όπως θα φερνόταν και στα δικά του παιδιά...με στοργή, με καλοσύνη και με ευγένεια". 

 Δεν φτάνουν οι γνώσεις για να είναι κάποιος καλός δάσκαλος. Πρέπει, γράφει η Κατίνα Παπά, "να είναι άνθρωποι, και για την απλή αυτή ιδιότητα χρειάζονται πολυσύνθετα πράγματα, χρειάζεται πολιτισμός: κράμα από φυσικές ιδιότητες, από πολλές επίκτητες, από βαθιά μακρόχρονη καλλιέργεια και από οικογενειακή και κοινωνική αγωγή".

Απλό στη σύλληψη του, αλλά βαθυστόχαστο και διαχρονικό στα νοήματα του το βιβλίο της Παπά, καρπός της εμπειρίας της, προσφέρει παραδείγματα για συγκρίσεις και ιστορικές καταγραφές. Κάποια συμπεράσματα φαίνεται πως, δυστυχώς, διατηρούν ακόμα την ισχύ τους: "Στο γερμανικό σχολείο τα παιδιά μπαίνουνε ηλίθια και βγαίνουνε πανέξυπνα, στα δικά μας σχολεία τα παιδιά μπαίνουνε πανέξυπνα και βγαίνουνε ηλίθια". Αλλά η Παπά δεν ρίχνει το φταίξιμο στα παιδιά, αλλά στην οργάνωση της εκπαίδευσης η οποία δεν κοιτούσε παρά την "εξωτερική μορφή".
Υποχρεωτικό πρέπει να γίνει το διάβασμα του "Χρονικού" της Κατίνας Παπά για όσους ασχολούνται με την εκπαίδευση, για τους πολιτικούς, τους δασκάλους και τους μαθητές. Αυτό που ήταν τόσο πρωτοποριακό σαν γραπτό για την εποχή εκείνη, διατηρεί τη σοφία του όταν διαβάζουμε φράσεις σαν κι αυτή, δια στόματος της δασκάλας Πελέκη που είναι το alter ego της Κατίνας Παπά: "Τα παιδιά δεν θα διδαχτούνε από τους λογοτέχνες τους γραμματικούς κανόνες της αρχαίας αττικής διαλέκτου, αλλά θα χαρούν τη φαντασία τους, την πρωτοτυπία τους, την ποίησή τους, το ύφος τους. Θα γνωρίσουνε καλύτερα και θ' αγαπήσουν την Ελλάδα".

Αν υπάρχει κάποια ελπίδα είναι γιατί υπάρχουν τέτοια βιβλία σαν της Κατίνας Παπά για να μας υπενθυμίζουν το χρέος μας.

Antonia Byatt: Αιχμάλωτα πάθη (Possession)

Το 1990 η Antonia Byatt έλαβε το βραβείο Booker για το "Possession", αλλά αυτό δεν μας λέει, κατ' αρχάς, και πολλά πράγματα για την αξία του έργου αν δεν προηγηθεί η κοπιαστική ανάγνωσή του. Ειδικά γι' αυτό το βιβλίο η ανάγνωση υπήρξε αρκετά κοπιαστική σε σημείο, προκειμένου να απαλλάξω τον εαυτό μου από το μαρτύριο της ανάγνωσης από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα με τη σοβαρότητα που απαιτεί ένα βιβλίο που έχει βραβευτεί με σημαντικό βραβείο. 

Ανάγκάστηκα λοιπόν να "πηδήξω" πολλές σελίδες και να παραλείψω την ανάγνωση ολόκληρων κεφαλαίων, και πραγματικά δεν έχασα τίποτα από την γενική εικόνα και εποπτεία του μυθιστορήματος, ίσα ίσα ξεκούρασα τα μάτια και το νου μου από την ιστορία της Byatt που ενώ σαν σύλληψη ήταν ικανοποιητική, αν και όχι πρωτότυπη, η υλοποίηση της υπήρξε αρκετά προβληματική.

'Οπως αναφέρει στην Εισαγωγή του βιβλίου η Byatt, έγραψε το βιβλίο κατά τη διάρκεια  δύο καλοκαιριών όπου είχε διακόψει την πανεπιστημιακή της διδασκαλία στο University College του Λονδίνου.  Αφορμή για το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν η ειδική ερευνήτρια του έργου του Coleridge, Kathleen Coburn, η οποία πηγαινοερχόταν πέρα δώθε στον διάδρομο των αρχειακών καταλόγων, και αναρωτιόταν η Byatt αν ο ποιητής είχε γίνει έμμονη ιδέα στην ερευνήτρια, η αν η ερευνήτρια ήταν αυτή που ήταν το θύμα της προσωπικότητας του ποιητή. Ένα άλλο σημαντικό σημείο στην Εισαγωγή της Byatt είναι οι εκδότες του βιβλίου σε Αγγλία και Αμερική είχαν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για το αν έπρεπε να συμπεριληφθούν στην τελική έκδοση του κειμένου οι ατελείωτες σελίδες με τα ποιήματα των δύο φανταστικών Βικτωριανών ποιητών ή να κοπούν, κάτι που τελικά επιλύθηκε με την βράβευση του βιβλίου κι έτσι έμειναν ως έχουν. Επίσης, και αυτό λέει κάτι για τις επιρροές της Byatt, θεωρεί πως πολλά οφείλονται στο έργο του Ουμπέρτο Έκο.

Antonia Byatt

Η ιστορία του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από δύο φανταστικές μορφές της βικτωριανής λογοτεχνίας (αυτό από μόνο του ήταν κίνητρο για μένα να διαβάσω το βιβλίο, αν και δεν είχα υπολογίσει πως δεν είναι γραμμένο από συγγραφέα της βικτωριανής εποχής!) που επινοεί η Byatt, τον ποιητή Ράντολφ Χένρυ Ας και της ποιήτριας Κρίσταμπελ Λα Μοτ. Ο ακαδημαϊκός ερευνητής του ποιητή Ας στη σύγχρονη εποχή είναι ο Ρόλαντ Μίτσελ ο οποίος ανακαλύπτει σε μια παλιά έκδοση της "Νέας Επιστημονικής Γνώσης" του Βίκο, στη Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, κάποιες επιστολές του Ας προς τη Λα Μοτ. Οι επιστολές αυτές υπονοούν μια ερωτική σχέση την οποία δεν γνώριζαν μέχρι πρότινος οι ερευνητές τόσο του έργου και της ζωής του Ας όσο και της Λα Μοτ. Ξεκινά λοιπόν μια συστηματική προσπάθεια ανακάλυψης του είδους της σχέσης των δύο βικτωριανών ποιητών προκειμένου να ξαναγραφτεί η ιστορία της λογοτεχνικής περιόδου της Αγγλίας που σημαδεύτηκε από την συγγραφή αθάνατων αριστουργημάτων. Εδώ θα εμπλακούν οι κυριότεροι λόγιοι ακαδημαϊκοί ερευνητές καθώς ο Μίτσελ και η ειδικός στο έργο της Λα Μοτ Μοντ Μπέϊλι που συνιστούν τους δύο ερασιτέχνες "ντετέκτιβ" του έργου, θα αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία του ακαδημαϊκού κατεστημένου που μόλις ψυλλιάζεται πως τούτοι οι δύο βρίσκονται ενώπιον μιας μεγάλης ανακάλυψης θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά να αποσπάσουν το μυστικό πρώτοι αυτοί, να το καρπωθούν και να κατοχυρώσουν τη θέση τους στην επιστημονική κοινότητα των επαγγελματιών της λογοτεχνίας.

Η ελληνική έκδοση (Λιβάνης)
Σαν σύλληψη η υπόθεση δεν είναι κακή, αλλά η εκτέλεση της χωλαίνει σημαντικά με αποτέλεσμα ο συνεπής αναγνώστης να αγωνίζεται να φέρει εις πέρας το βιβλίο. Πρώτα απ' όλα, το βιβλίο είναι γεμάτο από δεκάδες σελίδων υποτιθέμενων ποιημάτων του Ας και της Λα Μοτ, καθώς και δεκάδων επιστολών που αντάλλασσαν οι δυο μυστικοπαθείς εραστές. Το υλικό αυτό, για το μέγεθος του βιβλίου, θα έπρεπε να περικοπεί κατά 90%. Έχω την εντύπωση ότι η Byatt προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια σοβαρή εκδοχή του "Κώδικα Ντα Βίντσι" του Νταν Μπράουν, εξού και η χρήση αρκετά λόγιων και περίτεχνων εκφράσεων της αγγλικής γλώσσας, και σε μια μυθιστορηματική ελεγεία τύπου "Ονόματος του Ρόδου" του Έκο, αλλά αποτυγχάνει και στα δύο. Το βιβλίο  δεν έχει μυστήριο, ο υπομονετικός αναγνώστης πρέπει να αναμένει ως τις τελευταίες σελίδες για να δει κάτι να γίνεται όταν ο Νταν Μπράουν προσφέρει απαντήσεις σε γρίφους σε κάθε σελίδα, ενώ δεν έχει και τη φιλοσοφική έμπνευση του Ουμπέρτο Έκο. 

Αν η Byatt είχε σκοπό να περιγράψει το βρετανικό ακαδημαϊκό μικρόκοσμο των επαγγελματιών της λογοτεχνίας, και μόνο αυτό, με τα μίση, τους ανταγωνισμούς, τις υπερφίαλες επιδιώξεις (αλλά πάντα με τη μορφή του βρετανικού φλέγματος), τα άχρηστα διδακτορικά και τις ακόμα πιο ασήμαντες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά κειμένων που προκαλούν τη βαρεμάρα ακόμα και των ίδιων των συγγραφέων τους, τότε έχει πετύχει. Αλλά δεν χρειαζόταν να γράψει μυθιστόρημα γι' αυτό το λόγο προκειμένου να περιγράψει έναν βαρετό κόσμο. 

Ο φανταστικός βικτωριανός κόσμος της με τους δύο ποιητές, έχει μεγαλύτερη αξία από τον σύγχρονο ακαδημαϊκό κόσμο που δεν αντιλαμβάνεται την ποίηση ως υπαρξιακή του ανάγκη αλλά μονάχα ως επαγγελματική καταξίωση- εδώ για μένα είναι και η μεγάλη διαφορά με το έργο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο φανταστικός κόσμος του οποίου που αποτελείται από ποιητές, συγγραφείς, στοχαστές, διαθέτει απίστευτη ζωή και αλήθεια διότι γι' αυτούς η ποίηση είναι πρωταρχική ανάγκη επιβίωσης, ζήτημα ζωής ή θανάτου. 

Η Byatt, αντίθετα, δεν μας προσφέρει χαρακτήρες με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε. Αποτυγχάνει τόσο σαν συγγραφέας μιας ιστορίας μυστηρίου, όσο και στην δημιουργία ρομαντικής ατμόσφαιρας στη σύγχρονη εποχή. Αυτό που μένει είναι μονάχα το πάθος για την ερευνητική εκείνη ανακάλυψη που θα ανατρέψει παραδεδεγμένα γεγονότα της λογοτεχνικής ιστορίας- αλλά αυτό δεν είναι ποίηση. Αν αυτό είναι το "αιχμάλωτο πάθος" όπως μεταφράστηκε αρκετά εύστροφα ο τίτλος του βιβλίου στα ελληνικά, τότε πρόκειται για ένα ασήμαντο πάθος που δεν μετουσιώνει αλλά μάλλον πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο, μέχρι τη νέα ανακάλυψη που θα διαγράψει την προηγούμενη.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Έλενα Φεράντε: Η Υπέροχη Φίλη μου

Θεωρείται ένα εκδοτικό και αναγνωστικό γεγονός, λόγω μάλλον και της μυστικοπάθειας της Ιταλίδας συγγραφέως Έλενα Φερράντε, η οποία έχει δημιουργήσει μια παραφιλολογία γύρω από το όνομα και την ύπαρξη της καθώς δεν έχει εμφανιστεί πουθενά, ουδείς γνωρίζει πως είναι εμφανισιακά, μια απόλυτη σιωπηρή παρουσία γύρω από τον εαυτό της την οποία επέλεξε η ίδια. 

Αυτό δεν είναι καινοφανές. Και ο Πύντσον και ο Σάλλιτζερ έκαναν τα ίδια τερτίπια, μένοντας μακριά από τη δημοσιότητα ως πρόσωπα προκειμένου να αναδειχθεί το έργο τους. Αλλά και ο δικός μας Παναγιώτης Κονδύλης με μεγάλη δυσκολία έβγαζε φωτογραφίες, λέγοντας χαρακτηριστικά πως δεν ξέρει τη σχέση έχει, ή μπορεί να έχει η ατομική εμφάνιση ενός συγγραφέα- στοχαστή με το έργο του.

Διάβασα την "Υπέροχη Φίλη μου", το πρώτο μέρος της ναπολιτάνικης τετραλογίας της Φεράντε, ( ο τίτλος της ελληνικής μετάφρασης από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Δήμητρας Δότση) στην υπέροχη αγγλική μετάφραση της Άνν Γκολστάϊν. Το ερώτημα που με απασχολεί τώρα είναι αν θα πρέπει να συνεχίσω την ανάγνωση και των υπόλοιπων τριών βιβλίων, άρα δαπανώντας αρκετό αναγνωστικό χρόνο σε ένα στην ουσία βιβλίο που δεν είναι και ο "Πόλεμος και Ειρήνη" ή να πιάσω άλλα και την τετραλογία να την ολοκληρώσω σε διάστημα κάποιων μηνών ή ετών.

Η Φεράντε είναι καλή συγγραφέας, αλλά δεν είναι μεγάλη λογοτέχνης. Παρουσιάζει ένα χρονικό μιας ναπολιτάνικης γειτονιάς, αρχίζει στη δεκαετία του 1950, με κεντρικές πρωταγωνίστριες δύο κοπέλες εντελώς αντίθετες μεταξύ τους, με ασύμβατα χαρακτηριστικά και πορεία, και γύρω απ' αυτές ένα ανθρωπομάνι με λαϊκούς ανθρώπους, νέους και ηλικιωμένους, πλούσιους και φτωχούς, καπάτσους και αδαείς- έναν ολοκληρωμένο κόσμο που αγωνίζεται να επιβιώσει και να βρει κάποιο νόημα στη ζωή του σε μια συνοικία της Νάπολη. 

Το βιβλίο είναι μια εξιστόρηση μέσα από τα μάτια της Έλενας Γκρέκο στον αστερισμό της οποίας δεσπόζουσα θέση κατέχει η Λίλα Τσερούλο. Η Έλενα είναι η αφηγήτρια αλλά η Λίλα είναι η πρωταγωνίστρια, η υπέροχη φίλη. Η Φεράντε είναι ικανή να αλλάζει ρόλους και ψυχοσύνθεση στις ηρωίδες της, αυτό είναι το μεγάλο προτέρημα της αφήγησής της, καθώς η επαναστάτρια και αντικομφορμίστρια Λίλα εγκαταλείπει σταδιακά τα στοιχεία αυτά για να οδηγηθεί στα δεσμά ενός μάλλον συμφεροντολογικού γάμου, σε αντίθεση με την Έλενα που εμπνευσμένη από την καθοδήγηση της φίλης της διαπρέπει στα σχολικά γράμματα- δύο διαφορετικοί τρόποι για να δραπετεύσει κανείς από τον περιορισμό της ναπολιτάνικης γειτονιάς. 

Αυτό είναι το εντυπωσιακό, λοιπόν, με την αφήγηση της Φεράντε, κάτι που το ομολογεί και η Έλενα. Ενώ ζούσαν και οι δυό τους στην ίδια γειτονιά και είχαν τα ίδια ερεθίσματα και , βασικά, τους ίδιους γνωστούς και φίλους, ενώ ζούσαν την ίδια παιδική ηλικία, ξαφνικά βρέθηκαν σε διαφορετικούς κόσμους. Αυτό το χαρακτηριστικό σε συνδυασμό με κάποιες λεπτές κοινωνιολογικές παρατηρήσεις της Φεράντε, δίνει το ιδιαίτερο άρωμα του βιβλίου. Αλλά μέχρι εκεί.

Ο καλός αναγνώστης μάταια θα αναζητήσει στη Φεράντε τον μεγάλο στοχασμό ή την κατάφορτη νοήματος πρόταση. Είναι ένα Bildungsroman, αργό όπως πρέπει να είναι, λεπτομερειακό όσο δεν πάει, αλλά όχι φιλοσοφικά ενδιαφέρον. Απουσιάζει η αίσθηση ενός νοήματος, αλλά δεν έχει και τις αρετές ούτε ενός βιβλίου με περιπετειώδη πλοκή. Δεν είναι, φυσικά, το μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα όπως διάβασα κάπου, εκτός αν διαψευστώ στη συνέχεια, αλλά η αναγνωστική μου εμπειρία δεν μου επιτρέπει τέτοιες εκπλήξεις.

Η Έλενα Φεράντε με το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας της κερδίζει το στοίχημα ενός εύκολου αναγνώσματος, αλλά όχι ενός αναγνώσματος που σε κάνει καλύτερο ή ακόμα να επιθυμείς να ταυτιστείς με κάποιον χαρακτήρα. Τα δύο κορίτσια κερδίζουν μεν τη συμπάθεια μας, αλλά όχι τη φιλία μας. 

Αυτό με κάνει σκεπτικό στο να θέλω να διαβάσω τη συνέχεια της ιστορίας τους, αλλά αφήνω μια διέξοδο αναγνωρίζοντας την χαρά που προσφέρει το ανέμελο διάβασμα που και που. 

ΥΓ. Η Έλενα Γκρέκο, ωστόσο, διαβάζει αρκετά!


 
 



 

Ηλίας Βενέζης: Ώρα Πολέμου

Έκδοση Εστίας, 1969
Οκτώ διηγήματα και μια μεγαλύτερη ενότητα αφηγημάτων υπό τον γενικό τίτλο "Το βιβλίο της Άννας" συνθέτουν τούτη τη σπαρακτική συλλογή αντιπολεμικών ιστοριών του Ηλία Βενέζη.

Η  απελπισία του ελληνικού λαού, όπως αυτή ορίζεται από τη δυστυχία που φέρνει ο άδικος πόλεμος του '40 αλλά και κάποιες στιγμές όπου αχνοφέγγει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής είναι το βασικό μοτίβο των διηγημάτων αυτών που μέσα στη μαυρίλα τους κομίζουν  κάποτε ένα αισιόδοξο μήνυμα, ιδιαίτερα από τις πράξεις κάποιων ταπεινών ανθρώπων. 

Ηλίας Βενέζης
Στο πρώτο φερ΄ειπείν της συλλογής με τίτλο "Άνθρωποι στο Σαρωνικό", είναι συγκινητική η στιγμή της απόθεσης ενός σταυρού στο μνήμα του μισητού Ιταλού στρατιώτη από τον γέροντα- είχε προηγηθεί μια συγκλονιστική στιγμή, η περιγραφή του θανάτου της κόρης του μπαρμπά Φίλιππα, όταν το μουλάρι που ίππευε άρχιζε μανιασμένο να τρέχει λόγω της προθέσεως των Ιταλών να προξενήσουν το παιδί κακό. Για τον Βενέζη εχθρός όμως είναι μόνο ο πόλεμος και όχι οι άνθρωποι, γι' αυτό και την ίστατη στιγμή διασώζεται κάποιο στοιχείο ανθρωπισμού και το μίσος δεν έχει τον τελευταίο λόγο.

Είναι όμως και πατριωτικά τα κείμενα αυτά με την έννοια ότι αναγνωρίζεται το δίκιο του αμυνόμενου λαού ο οποίος αγωνίζεται για την ιστορία του: "Όμως δεν ξέρανε καλά τους σκλάβους τους, γιατί δεν ξέρανε από πόσο παλιά χρόνια ζη μέσα τους το πάθος για την ξερή τους γη, για τα γυμνά νησιά τους, για τη δόξα των πατεράδων και των παππούδων τους". (από το διήγημα "Χρονικό του 1942").

Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ανεπίκαιρα διηγήματα, ίσως και με ξεπερασμένη θεματολογία, αλλά δεν παύουν να δημιουργούν αισθήματα εσωτερικής ανάτασης για κάποιους ηρωισμούς, ακόμα και στο ηθικό πεδίο, που συνέβησαν όταν όλα έδειχναν πως  η ισχύς της ιστορικής συγκυρίας είχε να πει την τελευταία λέξη.